[Ευανάγνωστη εκδοχή του κειμένου, μετά από πρόταση του Αντώνη.]
Ας υποθέσουμε ένα ανθρώπινο πλάσμα, άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία, που ξύπνησε γερό και ευδιάθετο, ένα ηλιόλουστο πρωινό του φθινοπώρου. Απολαμβάνει τις πρόσφατες αναμνήσεις που το επισκέπτονται καταιγιστικά: τις εξαιρετικές συζητήσεις της προηγούμενης ημέρας, τους/τις καλούς/ές του φίλους/ες που τις προκαλέσαν, το καθαρό αλκόολ που έρευσε άφθονο, τους αλλεπάλληλους οργασμούς με τους οποίους έληξε η βραδιά. Χαζεύει το ωραίο, γυμνό, σώμα που συνεχίζει να κοιμάται στο κρεβάτι του, ερεθίζεται, αλλά περισσότερο χαίρεται τη γύμνια του, παρά επιθυμεί να το ξυπνήσει για να κάνουν έρωτα, νιώθει ήρεμα και καλά, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του πλήρες.
Και κάπως έτσι, αφού πλύνει τα δόντια του στο μπάνιο, προτού να φτιάξει τον πρωινό καφέ του, αποφασίζει πώς δε χρειάζεται πια τη μάσκα του, αυτή που του φόρεσαν στην οικογένειά του, την έκοψε και έραψε στην εφηβεία και την πρώτη νεότητά του, τη μακιγιάρισε καλόγουστα και προσεκτικά όλα τα τελευταία χρόνια. Πλένει το πρόσωπό του με μπόλικο σαπούνι για να φύγει το κονσίλερ που κρύβει τις ενώσεις με το δέρμα, απολυμαίνει με Betadine τα δάχτυλά του (αγαπάει πια πολύ τον εαυτό του για να τον τραυματίσει ή τον μολύνει από απροσεξία) και αρχίζει να τραβάει με ήρεμη δύναμη το άυλο υλικό. Η μάσκα τελικά εγκαταλείπει το κεφάλι του, για να αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει πλέον πρόσωπο, και όπως αναγνωρίζει πια με τρόμο, μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ.
Τρέχει γυμνό στο υπνοδωμάτιο για να κοιταχτεί στο μεγάλο, ολόσωμο καθρέφτη, ψηλαφεί το στήθος του, τα γεννητικά του όργανα, τραβάει τα μαλλιά του απαλά. Ρούχα κι αυτά, λεπτά, κατάσαρκα αλλά ρούχα. Συνειδητοποιεί πόσες μοδίστρες κομμωτές, αισθητικοί, γιατροί και γυμναστές χρειάστηκαν για να καμαρώνει την ωραία του εικόνα, να αντιλαμβάνεται τη γύμνια του ως αλήθεια.
Του είναι εύκολο να σκεφτεί πως δεν υπάρχει, πώς όλα πάνω του είναι πολύ συμβατικά και κατασκευασμένα για να έχουν οποιοδήποτε νόημα, έχει γνωρίσει όμως τις ανέσεις της κατάθλιψης, τον τραχύ μαύρο της μανδύα και δεν το ενδιαφέρει πια. Αποφασίζει να γδυθεί τελείως, να νιώσει έστω και για λίγο πώς είναι να φαίνεσαι κανένα ή οποιοδήποτε, βγάζει τα μαλλιά του και το δέρμα του και μένει μόνο με τη σάρκα.
Καθισμένο πια στην κουνιστή του πολυθρόνα, πίνοντας τον πρωινό καφέ του, παραξενεύεται που δεν πονάει στην επαφή του με το έπιπλο και το φλιτζάνι, σκέφτεται πόσο οδυνηρό είναι κανονικά έστω κι ένα βαθύ έγκαυμα, πόσο ολόκληρο γδαρμένο ζωντανό είναι πλέον. Θυμάται τον παλιό του φίλο κύριο Κ. που ένα πρωί μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα, πόσο φυσικά περιέγραφε πως του φανήκαν όλα γύρω του, αλλά κυρίως ο εαυτός του, στενοχωριέται λίγο για τον πρόωρό θάνατο του Κ., δε γινόταν δυστυχώς αλλιώς. Φοβάται ότι ίσως είναι και το δικό του τελευταίο πρωινό σε αυτόν τον κόσμο, αποφασίζει να το απολαύσει και ψάχνει στα σκουπίδια της κουζίνας τον καπνό του. Ας μην το κόψει τελικά, πόση σημασία έχει πλέον;
Τα βήματα του/της συντρόφου του από το υπνοδωμάτιο στο μπάνιο τα ακούει με ήρεμη εγκαρτέρηση, πολύ σύντομα θα αρχίσουν οι κραυγές, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, το νοσοκομείο και τα δελτία ειδήσεων. Καπνίζει την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του και τελειώνει τον καφέ του. Τα βλέμματα τους συναντιούνται επιτελούς, αλλά εκεί που περίμενε να βρει τη φρίκη συναντάει το θαυμασμό. «Ρε μωρό, πώς ομόρφυνες έτσι σε ένα βράδυ; Τι έκανες;» Σκαρφαλώνει κι εκείνος/ή πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα, φιλιούνται, σε λίγα λεπτά έχουν οργάσει με επαφή ελάχιστη, το σώμα το δικό του αναγκαστικά έχει γίνει πολύ πιο ευαίσθητο, αλλά εκείνος/η τι έπαθε και κυρίως πώς μπορεί ακόμα να τον/την ερεθίζει;
Βρίσκει το θάρρος και τον/την ρωτάει τελικά γιατί δεν τρομάζει με την εικόνα του, με τη γυμνή του σάρκα. Εκείνος/η γελάει και το τραβάει από το χέρι πίσω στο υπνοδωμάτιο, του δείχνει το είδωλό του στον καθρέφτη, του περιγράφει πόσο στιλπνά έχουν γίνει τα μαλλιά του, το δέρμα του πόσο καθαρό και λαμπερό, ακόμη και τα δόντια του σαν να έχασαν λίγη από την κιτρινίλα του καπνού. Με γλυκόπικρη ανακούφιση συνειδητοποιεί ότι πίσω από τη μάσκα υπάρχει άλλη μάσκα (και πίσω αυτήν την άλλη ακόμη μία και άλλη μία) κάτω από τα ρούχα άλλα ρούχα, ότι όσους καθρέφτες και να σπάσεις το είδωλο δε θα μπορέσεις να το καταργήσεις. Δεν έχει μάθει ακόμη να τη βλέπει, αλλά θα τη δει, τη νέα ομορφιά του.
Ας υποθέσουμε ένα ανθρώπινο πλάσμα, άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία, που ξύπνησε γερό και ευδιάθετο, ένα ηλιόλουστο πρωινό του φθινοπώρου. Απολαμβάνει τις πρόσφατες αναμνήσεις που το επισκέπτονται καταιγιστικά: τις εξαιρετικές συζητήσεις της προηγούμενης ημέρας, τους/τις καλούς/ές του φίλους/ες που τις προκαλέσαν, το καθαρό αλκόολ που έρευσε άφθονο, τους αλλεπάλληλους οργασμούς με τους οποίους έληξε η βραδιά. Χαζεύει το ωραίο, γυμνό, σώμα που συνεχίζει να κοιμάται στο κρεβάτι του, ερεθίζεται, αλλά περισσότερο χαίρεται τη γύμνια του, παρά επιθυμεί να το ξυπνήσει για να κάνουν έρωτα, νιώθει ήρεμα και καλά, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του πλήρες.
Και κάπως έτσι, αφού πλύνει τα δόντια του στο μπάνιο, προτού να φτιάξει τον πρωινό καφέ του, αποφασίζει πώς δε χρειάζεται πια τη μάσκα του, αυτή που του φόρεσαν στην οικογένειά του, την έκοψε και έραψε στην εφηβεία και την πρώτη νεότητά του, τη μακιγιάρισε καλόγουστα και προσεκτικά όλα τα τελευταία χρόνια. Πλένει το πρόσωπό του με μπόλικο σαπούνι για να φύγει το κονσίλερ που κρύβει τις ενώσεις με το δέρμα, απολυμαίνει με Betadine τα δάχτυλά του (αγαπάει πια πολύ τον εαυτό του για να τον τραυματίσει ή τον μολύνει από απροσεξία) και αρχίζει να τραβάει με ήρεμη δύναμη το άυλο υλικό. Η μάσκα τελικά εγκαταλείπει το κεφάλι του, για να αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει πλέον πρόσωπο, και όπως αναγνωρίζει πια με τρόμο, μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ.
Τρέχει γυμνό στο υπνοδωμάτιο για να κοιταχτεί στο μεγάλο, ολόσωμο καθρέφτη, ψηλαφεί το στήθος του, τα γεννητικά του όργανα, τραβάει τα μαλλιά του απαλά. Ρούχα κι αυτά, λεπτά, κατάσαρκα αλλά ρούχα. Συνειδητοποιεί πόσες μοδίστρες κομμωτές, αισθητικοί, γιατροί και γυμναστές χρειάστηκαν για να καμαρώνει την ωραία του εικόνα, να αντιλαμβάνεται τη γύμνια του ως αλήθεια.
Του είναι εύκολο να σκεφτεί πως δεν υπάρχει, πώς όλα πάνω του είναι πολύ συμβατικά και κατασκευασμένα για να έχουν οποιοδήποτε νόημα, έχει γνωρίσει όμως τις ανέσεις της κατάθλιψης, τον τραχύ μαύρο της μανδύα και δεν το ενδιαφέρει πια. Αποφασίζει να γδυθεί τελείως, να νιώσει έστω και για λίγο πώς είναι να φαίνεσαι κανένα ή οποιοδήποτε, βγάζει τα μαλλιά του και το δέρμα του και μένει μόνο με τη σάρκα.
Καθισμένο πια στην κουνιστή του πολυθρόνα, πίνοντας τον πρωινό καφέ του, παραξενεύεται που δεν πονάει στην επαφή του με το έπιπλο και το φλιτζάνι, σκέφτεται πόσο οδυνηρό είναι κανονικά έστω κι ένα βαθύ έγκαυμα, πόσο ολόκληρο γδαρμένο ζωντανό είναι πλέον. Θυμάται τον παλιό του φίλο κύριο Κ. που ένα πρωί μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα, πόσο φυσικά περιέγραφε πως του φανήκαν όλα γύρω του, αλλά κυρίως ο εαυτός του, στενοχωριέται λίγο για τον πρόωρό θάνατο του Κ., δε γινόταν δυστυχώς αλλιώς. Φοβάται ότι ίσως είναι και το δικό του τελευταίο πρωινό σε αυτόν τον κόσμο, αποφασίζει να το απολαύσει και ψάχνει στα σκουπίδια της κουζίνας τον καπνό του. Ας μην το κόψει τελικά, πόση σημασία έχει πλέον;
Τα βήματα του/της συντρόφου του από το υπνοδωμάτιο στο μπάνιο τα ακούει με ήρεμη εγκαρτέρηση, πολύ σύντομα θα αρχίσουν οι κραυγές, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, το νοσοκομείο και τα δελτία ειδήσεων. Καπνίζει την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του και τελειώνει τον καφέ του. Τα βλέμματα τους συναντιούνται επιτελούς, αλλά εκεί που περίμενε να βρει τη φρίκη συναντάει το θαυμασμό. «Ρε μωρό, πώς ομόρφυνες έτσι σε ένα βράδυ; Τι έκανες;» Σκαρφαλώνει κι εκείνος/ή πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα, φιλιούνται, σε λίγα λεπτά έχουν οργάσει με επαφή ελάχιστη, το σώμα το δικό του αναγκαστικά έχει γίνει πολύ πιο ευαίσθητο, αλλά εκείνος/η τι έπαθε και κυρίως πώς μπορεί ακόμα να τον/την ερεθίζει;
Βρίσκει το θάρρος και τον/την ρωτάει τελικά γιατί δεν τρομάζει με την εικόνα του, με τη γυμνή του σάρκα. Εκείνος/η γελάει και το τραβάει από το χέρι πίσω στο υπνοδωμάτιο, του δείχνει το είδωλό του στον καθρέφτη, του περιγράφει πόσο στιλπνά έχουν γίνει τα μαλλιά του, το δέρμα του πόσο καθαρό και λαμπερό, ακόμη και τα δόντια του σαν να έχασαν λίγη από την κιτρινίλα του καπνού. Με γλυκόπικρη ανακούφιση συνειδητοποιεί ότι πίσω από τη μάσκα υπάρχει άλλη μάσκα (και πίσω αυτήν την άλλη ακόμη μία και άλλη μία) κάτω από τα ρούχα άλλα ρούχα, ότι όσους καθρέφτες και να σπάσεις το είδωλο δε θα μπορέσεις να το καταργήσεις. Δεν έχει μάθει ακόμη να τη βλέπει, αλλά θα τη δει, τη νέα ομορφιά του.
[Αρχική μορφή του κειμένου, (είχε εξαφανιστεί και επανήλθε μετά από την επισήμανση της Theorema.)]
Ας υποθέσουμε ένα νέο άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία, που ξύπνησε γερός/ή και ευδιάθετος/η, ένα ηλιόλουστο πρωινό του φθινοπώρου. Απολαμβάνει τις πρόσφατες αναμνήσεις που τον/την επισκέπτονται καταιγιστικά: τις εξαιρετικές συζητήσεις της προηγούμενης ημέρας, τους/τις καλούς/ές του/της φίλους/ες που τις προκαλέσαν, το καθαρό αλκόολ που έρευσε άφθονο, τους αλλεπάλληλους οργασμούς με τους οποίους έληξε η βραδιά. Χαζεύει το ωραίο, γυμνό, σώμα που συνεχίζει να κοιμάται στο κρεβάτι του/της, ερεθίζεται, αλλά περισσότερο χαίρεται τη γύμνια του/της, παρά επιθυμεί να το ξυπνήσει για να κάνουν έρωτα, νιώθει ήρεμα και καλά, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του/της πλήρης.
Και κάπως έτσι, αφού πλύνει τα δόντια του/της στο μπάνιο, προτού να φτιάξει τον πρωινό καφέ του/της, αποφασίζει πώς δε χρειάζεται πια τη μάσκα του/της, αυτή που του/της φόρεσαν στην οικογένειά του, την έκοψε και έραψε στην εφηβεία και την πρώτη νεότητά του/της, τη μακιγιάρισε καλόγουστα και προσεκτικά όλα τα τελευταία χρόνια. Πλένει το πρόσωπό του/της με μπόλικο σαπούνι για να φύγει το κονσίλερ που κρύβει τις ενώσεις με το δέρμα, απολυμαίνει με Betadine τα δάχτυλά του/της (αγαπάει πια πολύ τον εαυτό του/της για να τον τραυματίσει ή τον μολύνει από απροσεξία) και αρχίζει να τραβάει με ήρεμη δύναμη το άυλο υλικό. Η μάσκα τελικά εγκαταλείπει το κεφάλι του/της, για να αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει πλέον πρόσωπο, και όπως αναγνωρίζει πια με τρόμο, μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ.
Τρέχει γυμνός/ή στο υπνοδωμάτιο για να κοιταχτεί στο μεγάλο, ολόσωμο καθρέφτη, ψηλαφεί το στήθος του/της, τα γεννητικά του/της όργανα, τραβάει τα μαλλιά του/της απαλά. Ρούχα κι αυτά, λεπτά, κατάσαρκα, αλλά ρούχα. Συνειδητοποιεί πόσες μοδίστρες κομμωτές, αισθητικοί, γιατροί και γυμναστές χρειάστηκαν για να καμαρώνει την ωραία του/της εικόνα, να αντιλαμβάνεται τη γύμνια του/της ως αλήθεια.
Του/της είναι εύκολο να σκεφτεί πως δεν υπάρχει, πως όλα πάνω του/της είναι πολύ συμβατικά και κατασκευασμένα για να έχουν οποιοδήποτε νόημα, έχει γνωρίσει όμως τις ανέσεις της κατάθλιψης, τον τραχύ μαύρο της μανδύα και δεν τον/την ενδιαφέρει πια. Αποφασίζει να γδυθεί τελείως, να νιώσει έστω και για λίγο πώς είναι να φαίνεσαι κανένας/μία ή οποιοσδήποτε/αδήποτε, βγάζει τα μαλλιά του/της και το δέρμα του/της και μένει μόνο με τη σάρκα.
Καθισμένο πια στην κουνιστή του/της πολυθρόνα, πίνοντας τον πρωινό καφέ του/της, παραξενεύεται που δεν πονάει στην επαφή του/της με το έπιπλο και το φλιτζάνι, σκέφτεται πόσο οδυνηρό είναι κανονικά έστω κι ένα βαθύ έγκαυμα, πόσο ολόκληρος/η γδαρμένος/η ζωντανός/ή είναι πλέον. Θυμάται τον παλιό του φίλο κύριο Κ. που ένα πρωί μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα, πόσο φυσικά περιέγραφε πως του φανήκαν όλα γύρω του, αλλά κυρίως ο εαυτός του, στενοχωριέται λίγο για τον πρόωρό θάνατο του Κ., δε γινόταν δυστυχώς αλλιώς. Φοβάται ότι ίσως είναι και το δικό του/της τελευταίο πρωινό σε αυτόν τον κόσμο, αποφασίζει να το απολαύσει και ψάχνει στα σκουπίδια της κουζίνας τον καπνό του/της. Ας μην το κόψει τελικά, πόση σημασία έχει πλέον;
Τα βήματα του/της συντρόφου του/της από το υπνοδωμάτιο στο μπάνιο τα ακούει με ήρεμη εγκαρτέρηση, πολύ σύντομα θα αρχίσουν οι κραυγές, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, το νοσοκομείο και τα δελτία ειδήσεων. Καπνίζει την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του/της και τελειώνει τον καφέ του/της. Τα βλέμματα τους συναντιούνται επιτελούς, αλλά εκεί που περίμενε να βρει τη φρίκη συναντάει το θαυμασμό. «Ρε μωρό, πώς ομόρφυνες έτσι σε ένα βράδυ; Τι έκανες;» Σκαρφαλώνει κι εκείνος/ή πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα, φιλιούνται, σε λίγα λεπτά έχουν οργάσει με επαφή ελάχιστη, το σώμα το δικό του/της αναγκαστικά έχει γίνει πολύ πιο ευαίσθητο, αλλά εκείνος/η τι έπαθε και κυρίως πώς μπορεί ακόμα να τον/την ερεθίζει;
Βρίσκει το θάρρος και τον/την ρωτάει τελικά γιατί δεν τρομάζει με την εικόνα του/της, με τη γυμνή του σάρκα. Εκείνος/η γελάει και τον/την τραβάει από το χέρι πίσω στο υπνοδωμάτιο, του/της δείχνει το είδωλό του/της στον καθρέφτη, του περιγράφει πόσο στιλπνά έχουν γίνει τα μαλλιά του/της, το δέρμα του/της πόσο καθαρό και λαμπερό, ακόμη και τα δόντια του/της σαν να έχασαν λίγη από την κιτρινίλα του καπνού. Με γλυκόπικρη ανακούφιση συνειδητοποιεί ότι πίσω από τη μάσκα υπάρχει άλλη μάσκα (και πίσω αυτήν την άλλη ακόμη μία και άλλη μία) κάτω από τα ρούχα άλλα ρούχα, ότι όσους καθρέφτες και να σπάσεις το είδωλο δε θα μπορέσεις να το καταργήσεις. Δεν έχει μάθει ακόμη να τη βλέπει, αλλά θα τη δει, τη νέα ομορφιά του/της.
Ας υποθέσουμε ένα νέο άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία, που ξύπνησε γερός/ή και ευδιάθετος/η, ένα ηλιόλουστο πρωινό του φθινοπώρου. Απολαμβάνει τις πρόσφατες αναμνήσεις που τον/την επισκέπτονται καταιγιστικά: τις εξαιρετικές συζητήσεις της προηγούμενης ημέρας, τους/τις καλούς/ές του/της φίλους/ες που τις προκαλέσαν, το καθαρό αλκόολ που έρευσε άφθονο, τους αλλεπάλληλους οργασμούς με τους οποίους έληξε η βραδιά. Χαζεύει το ωραίο, γυμνό, σώμα που συνεχίζει να κοιμάται στο κρεβάτι του/της, ερεθίζεται, αλλά περισσότερο χαίρεται τη γύμνια του/της, παρά επιθυμεί να το ξυπνήσει για να κάνουν έρωτα, νιώθει ήρεμα και καλά, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του/της πλήρης.
Και κάπως έτσι, αφού πλύνει τα δόντια του/της στο μπάνιο, προτού να φτιάξει τον πρωινό καφέ του/της, αποφασίζει πώς δε χρειάζεται πια τη μάσκα του/της, αυτή που του/της φόρεσαν στην οικογένειά του, την έκοψε και έραψε στην εφηβεία και την πρώτη νεότητά του/της, τη μακιγιάρισε καλόγουστα και προσεκτικά όλα τα τελευταία χρόνια. Πλένει το πρόσωπό του/της με μπόλικο σαπούνι για να φύγει το κονσίλερ που κρύβει τις ενώσεις με το δέρμα, απολυμαίνει με Betadine τα δάχτυλά του/της (αγαπάει πια πολύ τον εαυτό του/της για να τον τραυματίσει ή τον μολύνει από απροσεξία) και αρχίζει να τραβάει με ήρεμη δύναμη το άυλο υλικό. Η μάσκα τελικά εγκαταλείπει το κεφάλι του/της, για να αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει πλέον πρόσωπο, και όπως αναγνωρίζει πια με τρόμο, μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ.
Τρέχει γυμνός/ή στο υπνοδωμάτιο για να κοιταχτεί στο μεγάλο, ολόσωμο καθρέφτη, ψηλαφεί το στήθος του/της, τα γεννητικά του/της όργανα, τραβάει τα μαλλιά του/της απαλά. Ρούχα κι αυτά, λεπτά, κατάσαρκα, αλλά ρούχα. Συνειδητοποιεί πόσες μοδίστρες κομμωτές, αισθητικοί, γιατροί και γυμναστές χρειάστηκαν για να καμαρώνει την ωραία του/της εικόνα, να αντιλαμβάνεται τη γύμνια του/της ως αλήθεια.
Του/της είναι εύκολο να σκεφτεί πως δεν υπάρχει, πως όλα πάνω του/της είναι πολύ συμβατικά και κατασκευασμένα για να έχουν οποιοδήποτε νόημα, έχει γνωρίσει όμως τις ανέσεις της κατάθλιψης, τον τραχύ μαύρο της μανδύα και δεν τον/την ενδιαφέρει πια. Αποφασίζει να γδυθεί τελείως, να νιώσει έστω και για λίγο πώς είναι να φαίνεσαι κανένας/μία ή οποιοσδήποτε/αδήποτε, βγάζει τα μαλλιά του/της και το δέρμα του/της και μένει μόνο με τη σάρκα.
Καθισμένο πια στην κουνιστή του/της πολυθρόνα, πίνοντας τον πρωινό καφέ του/της, παραξενεύεται που δεν πονάει στην επαφή του/της με το έπιπλο και το φλιτζάνι, σκέφτεται πόσο οδυνηρό είναι κανονικά έστω κι ένα βαθύ έγκαυμα, πόσο ολόκληρος/η γδαρμένος/η ζωντανός/ή είναι πλέον. Θυμάται τον παλιό του φίλο κύριο Κ. που ένα πρωί μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα, πόσο φυσικά περιέγραφε πως του φανήκαν όλα γύρω του, αλλά κυρίως ο εαυτός του, στενοχωριέται λίγο για τον πρόωρό θάνατο του Κ., δε γινόταν δυστυχώς αλλιώς. Φοβάται ότι ίσως είναι και το δικό του/της τελευταίο πρωινό σε αυτόν τον κόσμο, αποφασίζει να το απολαύσει και ψάχνει στα σκουπίδια της κουζίνας τον καπνό του/της. Ας μην το κόψει τελικά, πόση σημασία έχει πλέον;
Τα βήματα του/της συντρόφου του/της από το υπνοδωμάτιο στο μπάνιο τα ακούει με ήρεμη εγκαρτέρηση, πολύ σύντομα θα αρχίσουν οι κραυγές, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, το νοσοκομείο και τα δελτία ειδήσεων. Καπνίζει την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του/της και τελειώνει τον καφέ του/της. Τα βλέμματα τους συναντιούνται επιτελούς, αλλά εκεί που περίμενε να βρει τη φρίκη συναντάει το θαυμασμό. «Ρε μωρό, πώς ομόρφυνες έτσι σε ένα βράδυ; Τι έκανες;» Σκαρφαλώνει κι εκείνος/ή πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα, φιλιούνται, σε λίγα λεπτά έχουν οργάσει με επαφή ελάχιστη, το σώμα το δικό του/της αναγκαστικά έχει γίνει πολύ πιο ευαίσθητο, αλλά εκείνος/η τι έπαθε και κυρίως πώς μπορεί ακόμα να τον/την ερεθίζει;
Βρίσκει το θάρρος και τον/την ρωτάει τελικά γιατί δεν τρομάζει με την εικόνα του/της, με τη γυμνή του σάρκα. Εκείνος/η γελάει και τον/την τραβάει από το χέρι πίσω στο υπνοδωμάτιο, του/της δείχνει το είδωλό του/της στον καθρέφτη, του περιγράφει πόσο στιλπνά έχουν γίνει τα μαλλιά του/της, το δέρμα του/της πόσο καθαρό και λαμπερό, ακόμη και τα δόντια του/της σαν να έχασαν λίγη από την κιτρινίλα του καπνού. Με γλυκόπικρη ανακούφιση συνειδητοποιεί ότι πίσω από τη μάσκα υπάρχει άλλη μάσκα (και πίσω αυτήν την άλλη ακόμη μία και άλλη μία) κάτω από τα ρούχα άλλα ρούχα, ότι όσους καθρέφτες και να σπάσεις το είδωλο δε θα μπορέσεις να το καταργήσεις. Δεν έχει μάθει ακόμη να τη βλέπει, αλλά θα τη δει, τη νέα ομορφιά του/της.
[Την κουβέντα την ξεκίνησαν ο Φοίβος και η Λένα πριν χρόνια, και την τοποθέτησε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο η Theorema με ένα κείμενό της εδώ. Από τη μεριά μου, όπως αγαπώ συχνά να κάνω, τη συνέχισα με ιστορία.]
13 σχόλια:
Πιθανόν να μη του φαίνεται, αλλά αυτό νομίζω πως είναι το πιο προσωπικό κείμενο που έχω δημοσιεύσει στο μπλογκ.
Δεν ξέρεις πόσο μεγάλη χαρά μου δίνεις με αυτό το ποστ σου, καλέ μου άμμε! Κι αυτό επειδή όχι μόνο μου έδωσες την ευκαιρία να διαβάσω άλλο ένα σπουδαίο κείμενό σου, αλλά κι επειδή ένιωσα πως η "κρίση" -οι αμφιβολίες, η γκρίνια, η ανασφάλεια και τόσα άλλα- μοιράστηκε ανάμεσα σε φίλους και κουβεντιάστηκε με σοβαρό και ειλικρινή τρόπο.
Από την αρχή ομολογώ πως με έκανες να νιώσω πολύ πιο άνετα μέσα στο τομάρι μου. Και μέσα στο φάγωμα που με είχε πιάσει -κι εξακολουθεί να με πιάνει κατά καιρούς. Και να καταλάβω πως δεν είμαι μόνη σε αυτο τον αχανή τόπο που ονομάζεται ίντερνετ, ούτε σπάνιο πουλί μέσα σε κάποια άγρια ζούγκλα.
Καμιά φορά και τα αυτονόητα δεν φαίνονται καλά. Πρέπει κάποιος να σου τα εξηγήσει, κι όταν αυτός ο κάποιος βρει τον τρόπο για να επικοινωνήσει πραγματικά με τους άλλους, τότε φωτίζονται οι ερωτήσεις και τα μυστήρια και η δύσκολη θέση γίνεται πιο βολική, πιο ανθρώπινη και απλή.
Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που αντιμετωπίζεις την -οποιαδήποτε-περσόνα μέσω ενός μπλογκ. Την όποια περσόνα θέλει/καταφέρνει κάποιος να δημοσιοποιήσει.
Της δίνεις δική της ζωή, αξία, συνέχεια με τις επόμενες γενιές περσόνων. Την εξανθρωπίζεις και την απαλλάσσεις από το ψυχρό κι απόλυτο κομμάτι της. Το ψεύτικο.
Η ευελιξία που της χαρίζεις προσωπικά με ενθάρρυνε πολύ και με έβαλε σε νέες σκέψεις, πολύ πιο ψύχραιμες και σαφείς. Και το γεγονός πως βρίσκεις κάτι όμορφο ή έστω ενδιαφέρον σε κάθε εκδήλωσή της με κάνει επίσης να νιώθω πολύ πιο άνετα απέναντι σε όλα. Και απέναντι σε μένα και στους άλλους. Με διπλό τρόπο.
Επίσης, το σχόλιό σου για τον προσωπικό χαρακτήρα του ποστ αυτού με άγγιξε ιδιαίτερα, γιατί και για μένα το ίδιο θα ήθελα να πω. Εκείνο το ποστ ήταν το πιο προσωπικό που κατάφερα ποτέ να γράψω και να εμφανίσω δημοσίως.
Η συνέχεια του συλλογισμού από τις τρεις ευχές στην έρημο μου δίνει ακόμα περισσότερη τροφή για εξερεύνηση και εκτίμηση όχι μόνο ενός αλλά κάθε προσώπου που εμφανίζω/βλέπω να εμφανίζεται στις διάφορες σελίδες.
Θα ήθελα να πω και κάτι εντελώς ενστικτώδες που σκέφτηκα μόλις τώρα: στην τελική, αληθινή ή όχι, αυθόρμητη ή πιο στημένη, άπσρη ή μαύρη, από την στιγμή που κάποια περσόνα καταφέρνει κι επικοινωνει εποικοδομητικά και γενικώς ικανοποιητικά με τον κόσμο, έχει τη δική της αναμφισβήτητη αξία και καλά κάνει και υπάρχει. Και πάντα μέσα της κρύβει μια κάποια αλήθεια!
Με βοήθησες πολύ με την συζήτησή μας και το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως σ'ευχαριστώ.
Δε θα σχολίασω το περιεχόμενο γιατι με δυσκολεύει τόσο η ανάγνωση έτσι που είναι γραμμένο που δε με αφήνει να καταλάβω τι διαβάζω.
Δεν υπονοώ κάτι για το ύφος σου (αλίμονο), το θέμα μου είναι ένα τεχνικό ζήτημα που με απασχολει από προηγούμενο πόστ σου, που είχες ανεβάσει με ανάλογο στυλ: είναι πολύ δύσκολο να διαβάζεις συνέχεια και στα δυο φύλα- του/ της κλπ, και -κατα τη γνώμη μου- είναι και "άσχημο" ένα κειμενο γεμάτο πλάγιες γραμμές (όχι μονο αισθητικά αλλα ως... σύμβολισμος: δίνει την αίσθηση ότι τα δυο φύλα στα οποια απευθύνεσαι κινουνται παράλληλα και δε θα συναπαντηθούν ποτέ (πολύ απαισιόδοξο)!
Αν το κάνεις για politicaly correct λόγους, ΟΚ, απλα προσωπικά δε θα το έκανα. Εξάλλου δεδομ'ένου ότι δεν υπάρχουν μονο δυο φύλα κοινωνικά, οπότε γιατι να απευθυνομαστε σε δυο φύλα γραπτώς)???
Όπως και να έχει θα ήθελα να ξέρω τι σε έχει πεισει ότι το να γράφεις έτσι είναι πιο "λειτουργικό" απ' το να αναφέρεσαι στο δικο σου πρόσωπο ή στου ήρωα και ο αναγνώστης να κάνει τις αναλογίες.
(σόρρυ αν ακουγομαι επιθετική, το ξέρεις πώς δεν είμαι, απλα προσπαθώντας καμια φορά να πω το ζουμι της σκέψης μου ίσως ακούγομαι "αυστηρή" και "κακιασμένη". Δεν είμαι)! :)
Θεωρήμα είμαι λίγο αμήχανος απέναντι στο σχόλιό σου, με θετικό τρόπο βέβαια: λειτουργεί κάπως σαν αντίλαλος των πραγμάτων που σκεφτόμουνα και είναι η βασική συναισθηματική ερμηνεία που θα έδινα και ο ίδιος στο ποστ μου. Δε θα ήθελα να αναπαραγάγω τις σκέψεις σου/μου με δικά μου λόγια οπότε θα επανέλθω αργότερα ή αύριο, όταν θα έχουν φτιάξει πυκνότερο δίκτυο στο κεφάλι μου. Σε ευχαριστώ από καρδιάς πάντως για όλα τα καλά και ειλικρινή που γράφεις.
Ινδιάννα μου, πρόσεξε να δεις τι γίνεται. Υπάρχει από τη μια μεριά η πρόταση των φεμινιστριών να γράφουμε και τα δύο γραμματικά γένη, ώστε να κάνουμε σαφές πως δεν αναφερόμαστε μόνο σε άντρες ή κυρίως σε άντρες (η επιχειρηματολογία και οι αντεγκλήσεις για το θέμα είναι απέραντα, αλλά νομίζω ότι τα ξέρεις, αλλά και δεν αφορούν αυτό το ποστ). Το να γράφω και τα δύο γραμματικά γένη στα πολιτικά ή θεωρητικά μου κειμενα είναι μια συνειδητή επιλογή, γιατί με πείθει η επιχειρηματολογία των φεμινιστριών και θεωρώ ότι το αισθητικό στοίχημα σε αυτά τα κείμενα είναι λιγότερο σημαντικό από το πολιτικό.
Εδώ όμως δεν έχουμε αυτήν την περίπτωση, τελείως καθόλου όμως. Από την πρώτη λέξη του κειμένου ήμουν βέβαιος ότι γράφω για ένα πλάσμα χωρίς φύλο ή ερμαφρόδιτο, είτε γιατί είναι τελείως εύπλαστο ως πρόσωπο, είτε γιατί ο συμβολισμός του κειμένου αφορά και τα δύο φύλα, μάλλον και για τα δύο. Βρες μου έναν καλύτερο τρόπο να το κάνω υφολογικά αυτό και ευχαρίστως διορθώνω - αλλάζω το κείμενο με βάση την πρότασή σου. Καμία παρεξήγηση, σε φιλώ.
...καμία πρόταση!
ήταν σαφέστατα δική μου γκάφα
(αν είχα διαβάσει το κειμενο θα είχα καταλαβει ότι επρόκειτω κυρίως για "τέχνασμα" σου που εξυπηρετούσε το περιέχομενο, και δε θα το ανεφερα)!
ΥΓ. Οι φεμινιστριες με αυτα που ζητάνε κατα καιρούς νομιζω ότι γίνονται σχολαστικές- αλλα αυτο θα το συζητήσουμε από κοντά, μην απαντήσεις εδώ γιατι χαλάμε την ωραία ροή στα σχόλια που αφορούν στο κείμενό σου!
Εγώ πάλι, αφού συμφωνήσω εν πολλοίς με την αρχική τοποθέτηση της Ινδιάννας, έχω δύο προτάσεις -όχι τίποτ' άλλο δηλαδή, αλλά μπας και μπορέσω να διαβάσω και το κείμενο...
α) Γράψε στην πρόταση "Ας υποθέσουμε ένα νέο ανθρώπινο πλάσμα..." και χρησιμοποίησε το ουδέτερο γένος από εκεί και πέρα.
β)Γράψε δύο φορές το κείμενο χρησιμοποιώντας τη μια φορά το αρσενικό και την άλλη το θηλυκό γένος.
Προσωπικά η εμμονή των φεμινιστριών με τα γραμματικά γένη μου φαίνεται βλακώδης, αλλά μάλλον δεν είναι του παρόντος μια σχετική συζήτηση.
Νιώθωντας μεγάλη τιμή που υιοθέτησες την πρότασή μου και έχοντας πλέον διαβάσει το ωραίο αυτό κείμενο, στο νου μου έρχεται εκείνο το τρύπιο (διαβάζεται τρύπι-ο) τραγούδι που λέει στο ρεφρέν "Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις κάτω απ' τη μάσκα που φοράς"...
Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να προσθέσω κάτι. Προσωπικά, από στυλιστική και μόνο άποψη, κάθε κάθετος και κάθε σημείο διαχωρισμού των προσώπων και των καταλήξεων με έκανε να νιώθω ακόμα πιο δυνατά την ταραχή και την ανησυχία που από μόνο του φέρει το θέμα εξ αρχής.
Σίγουρα είναι πιο ευανάγνωστο το κείμενο μετά την ιδέα του gazakas, αναρωτιέμαι όμως αν η προηγούμενη μορφή δεν εξυπηρετούσε καλύτερα το περιεχόμενο και το πλέγμα σκέψεων που περιβάλλει το κείμενο, φέρνοντάς το σε παραλληλισμό με τα νοήματά του. Στυλιστικά και υφολογικά πάντα.
Όπως και να'χει, όλοι φάνηκε ότι βρήκαμε κάτι από τον εαυτό μας στις λέξεις του άμμου, κι εκεί κρύβεται η βαθύτερη ουσία.
Θέλω κατ' αρχήν να πω ότι αυτό που κάναμε με το συγκεκριμένο κείμενο, είναι τελείως αλληλεπιδραστικό και πριν τις νέες τεχνολογίες μπορούσε να συμβεί μόνο σε παρέες συγγραφέων που άραζαν με τις ώρες στα καλλιτεχνικά καφενεία. Τέσσερις άνθρωποι, δύο από Αθήνα, ένας από Σαλονίκη κι ένας από Βέλγιο, συζήτησαν και συνδιαμόρφωσαν ένα κείμενο. Εξαιρετικά.
Συγγνώμη που άργησα να απαντήσω, διόρθωσα το κείμενο χτες βράδυ για να είναι ευανάγνωστο και αμέσως μετά αποκοιμήθηκα, το πρωί δουλειές κτλ.
Λοιπόν Θεωρήμα μου, ξεκινάω με τα χτεσινά σου και έρχομαι στα σημερινά. Από τη μεριά μου αυτό κείμενο προέκυψε από εσένα γιατί άνοιξες τη συζήτηση και όχι ως συμβουλή σε ένα πρόβλημα σου, καθώς δε θεωρώ ότι έχεις πρόβλημα (κι αυτό σου έγραφα και στα σχόλια). Αυτή είναι η περιπέτεια του κοινωνικού προσώπου, κι αν μάλιστα μιλάς από τη δικιά μου φιλοσοφική θέση ότι δεν υπάρχει καμία πηγή αυθεντικότητας να αναζητήσουμε, όλα επικαθορίζονται πολύ νωρίς από κοινωνία και πολιτισμό, τότε η περιπέτεια το υκοινωνικού προσώπου, της περσόνας, είναι αναπόδραστη.
Από εκεί και μετά, μια ανάλυση μπορεί να είναι ανακουφιστική, εφ΄σον δείχνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, ή ότι το πρόβλημα έχει πολύ μικρότερες διαστάσεις. Στα γράφω όλα αυτά, γιατί ως μπλόγκερ τουλάχιστον σε θεωρώ πολύ δυνατή και ευφυή, για να νιώσω την αν΄γκη να σε παρηγορήσω :-)
Δεν ξέρω αν μιλάς για τις περσόνες των ηρώων μου ή των συμπλόγκερ μου, θα σου απαντήσω λοιπόν και για τα δύο :-) Η όποια πειστικότητα των προσώπων που κατασκευάζω να οφείλεται στο ότι τα αντιμετωπίζω πλέον "θεατρικά" ως ήρωες που οφείλουν να πείσουν τόσο το κοινό όσο και τους συμπρωταγωνιστές τους. Η γκοθ - φαντεζί περίοδός μου έληξε, όταν συνειδητοποίησα ότι είχε συχνά υπερβολικά τεχνάσματα (συνήθως ευφυή δε λέω) αλλά έχανε σε πειστικότητα - η "αυθεντικότητα" αν θες.
Όσο για τους συμπλόγκερ είναι πολύ απλούστερο: ξεκινάω με καλή πίστη ότι ο άλλος μου λέει την αλήθεια, κυρίως γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ελέγξω τι είναι αλήεθια και τι όχι. Για να το γράφει όμως κάποιο λόγο θα έχει, ακόμη κι αν περιγράφει τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι του συμβαίνουν. Εφόσον εμείς φτιάχνουμε τα σενάριά μας εδώ στη μπλογκόσφαιρα, μάλλον θα γράφουμε ρόλους που θα μας αφορούν, ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητά μας. Αυτά γενικά, γιατί αν μιλάμε για τις ευχές και τον αμμαζόνιο συγκεκριμένα, μάλλον έχουμε κατακτήσει ικανή ειλικρίνεια σε όσα ανταλλάσσουμε μεταξύ μας.
Για το δεύτερο σχόλιό σου σε ευχαριστώ, χρειαζόμουν έναν τουλάχιστον αναγνώστη να μου υπερασπίσει α) ότι το κείμενο διαβάζεται και ότι β) οι παύλες είχαν το οπτικό αποτέλεσμα που έλπιζα.
Ινδιάννα και Γκάζακα, όσον αφορά το κομμάτι της κριτικής σας για την συμπαράθεση και των δύο γραμματικών γενών, φοβάμαι ότι έφτασε η ώρα για το πρώτο καθαρά γλωσσολογικό ποστ του Αμμαζονίου. Υπόσχομαι ότι με όσα στο επόμενο δεκαήμερο θα έχουμε την ευκαιρία να διασταυρώσουμε τα θεωρητικά μας ξίφη :-) Γνωρίζετε πάντως και οι δύο ότι τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού δε με αφορούν μόνο ακαδημαϊκά αλλά και προσωπικά.
Πέραν τούτων:
Ινδιάννα, άντε το έκανα ευανάγνωστο, πες καμιά γνώμη :-)
Αντώνη, ποια τιμή; Δες το προφίλ, Σπηλιώτης, όχι Μπόρχες LOL! Η πρότασή σου ήταν πολύ αποτελεσματική στο να γίνει πιο ευανάγνωστο το κείμενο, σε ευχαριστώ ειλικρινά. ΚΑλά που ανέφερες το τραγούδι από τις τρύπες, δεν το ήξερα και κολλάει με πράγματα που γενικότερα ψάχνω αυτήν την περίοδο. Τα λέμε από κοντά στη Σαλονίκη, φιλιά.
Καλέ μου άμμε,
κατάλαβες πιστεύω πως τα σχόλιά σου στις τρεις ευχές καθώς και το κείμενό σου στην έρημο έριξαν φως σε ένα κομμάτι του μπλόγκιν που εσχάτως με παίδευε αρκετά. Ακόμα και τα αυτονόητα καμιά φορά δεν είναι αυτονόητα για κάποιον, όταν είναι μέσα στην υπόθεση ως το λαιμό.
Για την αλήθεια και την ειλικρίνεια που ανέφερες προσπάθησα ακριβώς να μιλήσω κι εγώ, και να βγάλω τις αμφιβολίες και τις ιδέες μου στον αέρα, μιας και νομίζω πως ό,τι συζητιέται έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει κατανοητό και να "ψηθεί" στο νου μας από κάτι που παραμένει σκέψη.
Η θεατρική προσέγγιση που λες μου φαίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μέχρι τώρα έγραφα (ή μάλλον παραέγραφα) προσωπικά. Από την κουβέντα και μετά το βλέπω διαφορετικά, η θεατρικότητα των χαρακτήρων γίνεται όλο και πιο απτή και με βοηθά ως προς την έκφρασή μου. Γενικώς και ειδικώς. Η πειστικότητα στην οποία αναφέρεσαι έχει πια ένα άλλο νόημα για μένα κι ελπίζω να καταφέρω να την καλλιεργήσω πραγματικά και να υπάρξει όλο και πιο αξιοπρεπές αποτέλεσμα -και χαρά.
Σε ευχαριστώ για τα ενθαρρυντικά σου λόγια, τα κρατάω ένα προς ένα, ξέρεις πως η γνώμη σου μετράει πολύ για μένα.
Ναι, πρόβλημα δεν υπήρχε, υπήρχε όμως δίλημμα ή έστω κάτι σαν αντικατοπτρισμός αδιεξόδου κι απορίας, που ευτυχώς διαλύθηκε χάρη σε όσους κάθισαν κι ασχοληθηκαν κι είπαν μια σκέψη ή μια γνώμη. Χάρη στη συζήτηση.
Και πάλι σε ευχαριστώ για όσα είπες και για όσα έδωσες.
Καταρχάς χαίρομαι για τον ήρωα που αποφασίζει ένα πρωί να πλησιάσει τον "αλλο" εκτός πλαισίου (εκτός ερωτισμού, εκτός φιλίας, χωρίς εμφανές "κινητρο" απλα θέλει να πλησιάσει) -νομιζω το "γυμνο" που χρησιμοποιείς τα περιγράφει όλα.
Χαιρομαι διπλα γιατι αποφασίζει να βγάλει τη "μάσκα" του που σημαίνει ότι αν μη τι άλλο πια κάνει κι αυτος μια προσπάθεια να αφήσει την ασφάλεια και αν ρισκάρει να τον δουν οι άλλοι αλλα να τους δει και ο ίδιος χωρίς μια φλούδα προστατευτικου λάτεξ προσωπείου ανάμεσά τους.
Ο άλλος, ο όποιος άλλος/η, αναλόγως από τα αισθήματα του για τον ήρωα θα βλέπει πάντα ένα "είδωλο" σε αυτον- άλλοτε ωραιοποιημένο και άλλοτε παραμορφωτικό- αλλά πια παίζοντας στα δυο αυτά άκρα θα βρίσκει πού και πού την αλήθεια μπροστά του, κοιτώντας το "πρόσωπο"-face- που πια θα προσωποποιεί όσα κάνει ο ήρωας ως "πρόσωπο"-person που ΠΛΕΟΝ ΝΙΩΘΕΙ ΤΟ ΙΔΙΟ την "καθαρότητά" του(καταλαβε κανεις τίποτα έτσι που το γραψα?)!.
Θέλω να πω με αυτό, νομιζω ότι όταν πια ο ήρωας ...μπει στο πετσι του Εαυτού του και όχι του ρόλου που τόσα χρόνια έπαιζε, ναι, πράγματι, αυτό θα του δώσει ένα νέο "πρόσωπο".
ΥΓ. Τώρα εγώ πάλι φταιω που μου άναψες φωτιές και σκέψεις με όλα αυτά και θα τροποποιήσω το κείμενο της Πέμπτης? Γαμώτο, κι είχα πει να γράψω μικρο κειμενο αυτη τη φορά, πάλι σεντόνι θα ανεβάσω! :)
Εντάξει, τι να πω τώρα ρε Ινδιάννα; Κάθομαι και κάνω ολόκληρη ανάλυση για τη σκοπιά του υποκειμένου της περσόνας, κι εσύ μου το γυρνάς πάλι στις σχέσεις και στην αλληλεπίδραση, έλεος!
[Κοίτα το σχόλιό σου είναι τέλειο και μια χαρά εύληπτο, δεν έχω τι να σου πω παραπάνω και γράφω μαλακίες. Και όχι δε φταις εσύ, επιμένω ότι όσο περνάει ο καιρός γινόμαστε μπλογκοζευγάρι, κόβω εγώ, ράβεις εσύ. Φιλιά!]
Δημοσίευση σχολίου