CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

20.2.09

Μύθοι της ιστορίας των επιστημών

μόνο μια από τις δυο ιστορίες ειναι αληθινή

Η Carmina Calcadara, μια ζουμπουρλούδικη ναπολιτάνα, χτυπούσε για πολλοστή φορά την πόρτα του αφεντικού της, φωνάζοντας σε τραγουδιστά αγγλικά: «κύριε, πρέπει να βγείτε να φάτε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ».
Ο Ισαάκ ήταν κλεισμένος στο εργαστήριο του, με τα παράθυρα αμπαρωμένα με σανίδες, ώστε να τρυπώνει μοναχά μια ακτίνα ηλίου. Μέσα στο σκοτάδι είχε χάσει το μέτρημα των ωρών, δεν μπορούσε πλέον να ξέρει αν ήταν συννεφιασμένη μέρα ή νύχτα με πανσέληνο. «
Κύριε Ισαάκ είστε δυο μερόνυχτα εκεί, θα σπάσω την πόρτα»!
Ο Ισαάκ άνοιξε και ενστικτωδώς έκρυψε με τον μπράτσο τα μάτια του, μιας και αυτό το ελάχιστο, μίζερο αγγλικό φως πόνεσε τις διεσταλμένες κόρες του.
«Τι ώρα είναι», την ρώτησε.
«Είναι τρεις το μεσημέρι Τετάρτης και είστε εδώ κλεισμένος από την Δευτέρα κύριε» είπε εκείνη με μητρικό ύφος.
«Και ο καιρός; Τι καιρό κάνει έξω»; Είπε ξεσφίγγοντας το χέρι από τα μάτια, ώστε να βρει σιγά- σιγά την όρασή του.
«Κάτι σύννεφα βαριά έχουν τυλίξει την πόλη, μια βαριά συννεφιά να πέσει να μας πλακώσει, κύριε»
Ο Ισαάκ ξερόβηξε. Κρατήθηκε από την πλάτη της και κατέβηκε τις σκάλες. Φόρεσε το χοντρό του παλτό και βγήκε έξω.
Η μέρα ήταν συννεφιασμένη μα ευωδίαζε άνθη. Περπάτησε σκυφτός στις αλέες και ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό: «αυτά τα βαριά σύννεφα γιατί δεν πέφτουνε στη γη; Ποιος τα κρατάει εκεί»; ειπε ειρωνικα μιμουμενος την φωνή της απλοϊκής καμαριέρας του.
Ξεστράτισε και μπήκε σ’ ένα χωράφι. Περπάτησε στις λάσπες κι έκανε τα παπούτσια του ελεεινά. «Αχ, κύριε Ισαάκ, σαν μωρό παιδί λερώνεστε καθηγητής- άνθρωπος» θα του έλεγε η Carmina μόλις γυρνούσε πίσω. «Και τα αστέρια κι οι πλανήτες, γιατί δεν πέφτουν κι αυτά; Και οι άνθρωποι. Αφού η γη είναι στρογγυλή και γυρίζει, γιατί δεν πέφτουν οι άνθρωποι»;
Περπατούσε και σκεφτόταν μέχρι που στο τέλος έκατσε κάτω από ένα δέντρο. Ο αέρας φυσούσε κι εκείνος κοίταζε τα σύννεφα που έτρεχαν μα δεν έλεγαν να πέσουν και τότε γκντουπ, ένα μήλο προσγειώθηκε στο κεφάλι του.
«Άουτς» είπε ο Ισαάκ, δε βρήκες άλλο μέρος για να πέσεις;» και κοίταξε από πάνω του τα κλαδιά. «Γιατί τα μήλα πέφτουν;» παραμίλησε τότε. «Γιατί τα μήλα πέφτουν και τα σύννεφα όχι; Τι τα τραβάει στη γη»;
Κι ο Ισαάκ επεστρεψε σπίτι τρώγοντας το μήλο και τρίβοντας το καρούμπαλο στο κεφάλι του. Άφησε τα λασπωμένα του παπούτσια έξω από την πόρτα και ξανακλείστηκε στο εργαστήριό του νηστικός, αφήνοντας την οπτική και αρχίζοντας να ζυμώνει στο νου του την ιδέα της βαρύτητας.

Ο Ίππασος κολυμπούσε μέσα στο λάδι. Πίστευε πως τα σκυλιά που είχαν αμολήσει πίσω του, θα έχαναν έτσι την οσμή του. Μες στο πιθάρι, η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που αν είχε φως θα έβλεπε τον ήχο της να μεταδίδεται σε ομοκέντρους κύκλους.
Στην εικόνα του κύκλου, σκέφτηκε αμέσως σχήματα και αριθμούς. Η καρδιά του ήρθε στην θέση της. Ο ρυθμός αναπνοής του επανήλθε. Για τον Δάσκαλο τα πάντα ήταν αριθμοί, και οι αριθμοί δεν ήταν ατάκτως ερριμμένοι στο σύμπαν. Δημιουργούνταν από τάξη και αυτήν αναπαρήγαγαν: την τάξη, την αρμονία του σύμπαντος. Τα πάντα ήταν αριθμοί και οι αριθμοί είχαν πάντα ένα τέλειο σχήμα.
Μέχρι που εκείνη η διαγώνιος προέκυψε. Μέχρι που εκείνη η καταραμένη διαγώνιος δεν μπορούσε να εκφραστεί με κανέναν αριθμό- ακέραιο ή κλασματικό. Τι χτύπημα ήταν η ανακάλυψη ενός τύπου αριθμών, όπως οι τετραγωνικές ρίζες, που δεν ταίριαζε με κανενός είδους διάγραμμα στιγμών, με κανένα τέλειο σχήμα. Και αυτοί οι αριθμοί ήταν πολύ κοινοί ήταν π.χ όλοι οι αριθμοί που αντιπροσώπευαν την διαγώνιο ενός τετραγώνου. Δεν ήταν κάτι που κρυβόταν εύκολα. Η τέλεια αντιστοιχία της αριθμητικής και της γεωμετρίας κατέρρεε. Και μαζί του κατέρρεε το σύμπαν των αριθμών -σχημάτων.
Δεν ξέρανε ποιος τους παρατήρησε πρώτος, γιατί κανείς δεν τόλμησε να δώσει το όνομά του σε αυτή την εφιαλτική ανακάλυψη και να γίνει ο μεγάλος προδότης της συμπαντικής αρμονίας. Και όταν μαζεύονταν τις νύχτες στα κρυφά, γι’ αυτούς να συζητήσουν, κανείς δεν τολμούσε να τους ονομάσει. Τι όνομα να έδιναν σε κάτι που δεν ισούταν με κανένα ακέραιο ή κλασματικό; Σε έναν ασύμμετρο, καμπούρη, κακομούτσουνο αριθμό, που αν ήταν άνθρωπος θα ξεφορτώνονταν στον Καιάδα. Ένα παραμορφωμένο αριθμητικό εκτόπλασμα: συγχρόνως άρτιος και περιττός, ένα τέρας την φύσης.
Οι Πυθαγόρειοι κράτησαν μυστική την ανακάλυψη τους και τους αποκαλούσαν «άρρητους» , δηλαδή ανέκφραστους- λες και φοβόνταν πως αν τους έδιναν όνομα θα αποκτούσαν φωνή και θα πρόδιδαν την ύπαρξη τους! Μα ο Ίππασος μέθυσε ένα βράδυ. Και μέσα στο μεθύσι του βλαστήμησε τους ουρανούς που τέτοια κατάρα έριξαν να μην μπορούν να εθελοτυφλούν στον άπειρο άρρητο κόσμο. Να τυφλωνόταν ζήτησε, ουρλιαζοντας στα ουράνια, παρά κατάματα να βλέπει το ασύμμετρο, το τερατώδες χάος.
Και τώρα ο Ίππασος είναι κρυμμένος στο πιθάρι με το λάδι. Μες το σκοτάδι είναι τυφλός, όπως το ζήτησε. Ακούει την πόρτα να ανοίγει, το ρουθούνισμα των ζώων. Ακούει τα βήματα των φίλων του που μαζί μοιράστηκαν θεωρίες και κρασί. Ξάφνου ησυχία. Ο Αρχέλαος σηκώνει το καπάκι.
«Λέγεται ότι εκείνοι που αποκάλυψαν πρώτοι το μυστικό των ασύμμετρων αριθμών χάθηκαν σε ένα ναυάγιο. Γιατί το ανέκφραστο και το άμορφο πρέπει να αποκρύπτεται. Και όσοι αποκάλυψαν και άγγιξαν μια τέτοια μορφή ζωής καταστράφηκαν στη στιγμή και θα μείνουν για πάντα έρμαια των αιώνιων κυμάτων» και με το χέρι του πίεζει το κεφάλι του Ίππασου μέσα στο υγρό...

3 σχόλια:

sot είπε...

Βασισμένες σε αληθινούς θρύλους και οι δύο. Πιο κοντά στον αυθεντικό η δεύτερη αλλά είναι πολύ ωραίες και οι δύο διασκευές των μύθων.

Tanila είπε...

H 2η θα προτιμούσα να είναι αληθινή.

Ινδιάννα είπε...

Μπράβο παιδούλια μου, η δευτερη ειναι η αληθινή.
Το πώς βρήκε ο Νευτωνας τη βαρυτητα θα σας το πω σε άλλη ιστορία! :)