Τα τελευταία χρόνια του Λυκείου τα πέρασα σε νησί. Μεγάλη πίκρα τους χειμώνες. Σαν μίκραιναν οι μέρες ήξερα πώς τίποτα δεν υπήρχε να αλλάξει την ζωή μου. Σχολείο- σπίτι- αγγλικά- σπίτι- τηλεόραση- φαντασιώσεις με τους ηθοποιούς στις αφίσες μου. Και μετά καληνύχτα. Και καλημέρα. Πάλι η ίδια μέρα. Και η ίδια νύχτα. Μέχρι να ‘ρθει το καλοκαίρι.
Απ' το Πάσχα και μετά, ως το καλοκαίρι, ερχόταν να μείνει μαζί μας η γιαγιά με τη θεία Αριστέα, τη μικρή αδερφή του πατέρα. Αυτές μέναν στο δωμάτιό μου κι εγώ μεταφερόμουν στην σοφίτα. Ηθελα ησυχία για τις τελικές εξετάσεις -τους έλεγα. Διάβαζα και τα βράδια ως αργά, τους έλεγα. Μα στο παράθυρο είχα δέσει ένα σκοινί. Κι από εκεί δραπέτευα τα βράδια. Το έσκαγα κι έμενε το φως μονάχο, αναμμένο.
Το σπίτι ήταν μακριά από την χώρα. Χωματόδρομος. Το φως στο δωμάτιο μου έδειχνε το δρόμο να γυρίσω.
Οι γονείς μου δεν το ΄ξεραν αυτό. Τίμιοι άνθρωποι- κοιμόνταν απ’ τις δέκα και παρτίδες δεν είχαν με τους χωριανούς. Μονάχα η θεία Αριστέα ήξερε. Δεν της είχα πει μα με είχε μυριστεί. Κυριολεκτικά. Μια μέρα μπήκε στη σοφίτα κάτι να δανειστεί και είπε «καπνίζεις»; «Όχι» ορκίστηκα. «Να αερίζεις τα ρούχα σου τότε», είπε, «μυρίζουν και θα καταλάβει η μάνα σου ότι ξεπορτίζεις τα βράδια».
Πολύ προχωρημένη η θεία. Η γιαγιά μου έλεγε στον πατέρα μου «τόσα λεφτά έχεις, τι την σπουδάζεις, 18 χρονών είναι πια, πότε θα παντρευτεί, στα 20 κανείς δε θα τη θέλει». Η θεία Αριστέα μου έκλεινε το μάτι –ήταν 36 και ανύπαντρη. Μα έδειχνε 60άρα, ήταν κοκαλιάρα, ξερακιανή και αλλόκοτη σαν την Πάττυ Σμιθ. «Αχ, ήντα να σε κάμουνε δα» έλεγε, «θα καταντήσεις σαν κι εμένα, γεροντοκόρη στέρφα» κι άναβε τσιγάρο κι ανέβαινε στο δωμάτιο που την περίμενε ο Μπατάιγ της.
Τα βράδια στο χωριό έπινα ποτά. Μου γύρναγαν τα άντερα αλλά γύρναγε και όλη μου η ζωή. Έφερνε δέκα σβούρες σε κάθε γουλιά. Στο γυρισμό ξερνούσα στα χωράφια και όταν πλησιαζα ξημέρωμα στο σπίτι, το φωτάκι μου περίμενε ανοιχτό. Έδειχνε το δρόμο στην αυγή που ακολουθούσε άλλη μια φωτεινή νύχτα.
«Καλημέρα» έλεγα στη θεία που κάπνιζε τυλιγμένη στο χίπικο σάλι της.
Κι εκείνη έγνεφε με τα δάχτυλα μαζεμένα γύρω από το τσιγάρο- σαν ευλογία Κυρίου περισσότερο παρά σαν «γεια χαρά».
Έκλεινα το φως και έπεφτα νεκρή για ύπνο. Ξύπναγα το επόμενο μεσημέρι. Κίτρινη απ’ το μεθύσι και χορτάτη από χαρές.
«Ανόρεχτο είναι το κοπέλι και ξενυχτισμένο» έλεγε η γιαγιά.
«Διαβάζει μάνα η Μαρίλια το βράδυ –εσύ κοιμάσαι μα εκείνη τη νύχτα που χει ησυχία διαβάζει για το σχολειό. Και το πρωί μονάχα σβήνει το φως και πέφτει για ύπνο, να ξεκουραστεί».
«Όφου Παναζία μου το κοπέλι, ήντα χει πάθει με το διάβασμα, όφου κι έχει κάνει φωτεινές και τσι νύχτες για να προλάβει» ξεφυσούσε η γιαγιά και σταυροκοπιώταν –που ήταν και πλούσιος ο πατέρας μου και παρόλα αυτά με χαλάλιζε στα βιβλία αντί σε έναν καλόν άντρα.
Και πέρασε το καλοκαίρι για άλλη μια χρονιά. Και μίκρυναν οι μέρες. Μεγάλωσαν οι νύχτες. Οι σκοτεινές. Και ήρθε ο χειμώνας. Και ήρθε η κλεισούρα. Και ήρθε η μοναξιά. Κι όλοι ζητούσαν δώρα απ’ τον Άη Βασίλη. Κι εγώ να πάρει μετάθεση ο πατέρας. Να πάρει μετάθεση σε μια πόλη, να φύγουμε απ’ το ερημονήσι πια.
Και μπήκε η νέα χρονιά και μπήκε ο Φλεβάρης και ύστερα η άνοιξη και ο Απρίλης και ο Μάης. Και έχουμε κάτσει στο περβόλι και φτιάχνουμε μαγιάτικο στεφάνι και η νύχτα πέφτει μενεξελιά και λέει τότε η γιαγιά «όφου πουλάκι μου και έρχεται πάλι το καλοκαίρι, όφου και θα αρχίσεις πάλι ν’ ανάβεις το φως τσι νύχτες να διαβάζεις. Όφου τσ' έρχονται πάλι οι νύχτες οι φωτεινές κακορίζικο» κι αναστέναξε σκασμένη η γιαγιά.
«Όφου το κακορίζικο μου» είπε κι η θεία και μάσησε ένα λουλούδι ανάμεσα στα δόντια της. Και μου χαμογέλασε.«Έρχονται τα Φώτα και ο Φωτισμός, τι χαρά μεγάλη κι ο ...»
«Ηντα λες ωρή, κουζουλάθηκες;» είπε η γιαγια.
Ξάπλωσα δίπλα στη θεία. Άρχισα να μαδάω μια μαργαρίτα. Γελώντας σαν χαζό!
Η συνενοχή είναι μεγάλη υποθεση...!
Απ' το Πάσχα και μετά, ως το καλοκαίρι, ερχόταν να μείνει μαζί μας η γιαγιά με τη θεία Αριστέα, τη μικρή αδερφή του πατέρα. Αυτές μέναν στο δωμάτιό μου κι εγώ μεταφερόμουν στην σοφίτα. Ηθελα ησυχία για τις τελικές εξετάσεις -τους έλεγα. Διάβαζα και τα βράδια ως αργά, τους έλεγα. Μα στο παράθυρο είχα δέσει ένα σκοινί. Κι από εκεί δραπέτευα τα βράδια. Το έσκαγα κι έμενε το φως μονάχο, αναμμένο.
Το σπίτι ήταν μακριά από την χώρα. Χωματόδρομος. Το φως στο δωμάτιο μου έδειχνε το δρόμο να γυρίσω.
Οι γονείς μου δεν το ΄ξεραν αυτό. Τίμιοι άνθρωποι- κοιμόνταν απ’ τις δέκα και παρτίδες δεν είχαν με τους χωριανούς. Μονάχα η θεία Αριστέα ήξερε. Δεν της είχα πει μα με είχε μυριστεί. Κυριολεκτικά. Μια μέρα μπήκε στη σοφίτα κάτι να δανειστεί και είπε «καπνίζεις»; «Όχι» ορκίστηκα. «Να αερίζεις τα ρούχα σου τότε», είπε, «μυρίζουν και θα καταλάβει η μάνα σου ότι ξεπορτίζεις τα βράδια».
Πολύ προχωρημένη η θεία. Η γιαγιά μου έλεγε στον πατέρα μου «τόσα λεφτά έχεις, τι την σπουδάζεις, 18 χρονών είναι πια, πότε θα παντρευτεί, στα 20 κανείς δε θα τη θέλει». Η θεία Αριστέα μου έκλεινε το μάτι –ήταν 36 και ανύπαντρη. Μα έδειχνε 60άρα, ήταν κοκαλιάρα, ξερακιανή και αλλόκοτη σαν την Πάττυ Σμιθ. «Αχ, ήντα να σε κάμουνε δα» έλεγε, «θα καταντήσεις σαν κι εμένα, γεροντοκόρη στέρφα» κι άναβε τσιγάρο κι ανέβαινε στο δωμάτιο που την περίμενε ο Μπατάιγ της.
Τα βράδια στο χωριό έπινα ποτά. Μου γύρναγαν τα άντερα αλλά γύρναγε και όλη μου η ζωή. Έφερνε δέκα σβούρες σε κάθε γουλιά. Στο γυρισμό ξερνούσα στα χωράφια και όταν πλησιαζα ξημέρωμα στο σπίτι, το φωτάκι μου περίμενε ανοιχτό. Έδειχνε το δρόμο στην αυγή που ακολουθούσε άλλη μια φωτεινή νύχτα.
«Καλημέρα» έλεγα στη θεία που κάπνιζε τυλιγμένη στο χίπικο σάλι της.
Κι εκείνη έγνεφε με τα δάχτυλα μαζεμένα γύρω από το τσιγάρο- σαν ευλογία Κυρίου περισσότερο παρά σαν «γεια χαρά».
Έκλεινα το φως και έπεφτα νεκρή για ύπνο. Ξύπναγα το επόμενο μεσημέρι. Κίτρινη απ’ το μεθύσι και χορτάτη από χαρές.
«Ανόρεχτο είναι το κοπέλι και ξενυχτισμένο» έλεγε η γιαγιά.
«Διαβάζει μάνα η Μαρίλια το βράδυ –εσύ κοιμάσαι μα εκείνη τη νύχτα που χει ησυχία διαβάζει για το σχολειό. Και το πρωί μονάχα σβήνει το φως και πέφτει για ύπνο, να ξεκουραστεί».
«Όφου Παναζία μου το κοπέλι, ήντα χει πάθει με το διάβασμα, όφου κι έχει κάνει φωτεινές και τσι νύχτες για να προλάβει» ξεφυσούσε η γιαγιά και σταυροκοπιώταν –που ήταν και πλούσιος ο πατέρας μου και παρόλα αυτά με χαλάλιζε στα βιβλία αντί σε έναν καλόν άντρα.
Και πέρασε το καλοκαίρι για άλλη μια χρονιά. Και μίκρυναν οι μέρες. Μεγάλωσαν οι νύχτες. Οι σκοτεινές. Και ήρθε ο χειμώνας. Και ήρθε η κλεισούρα. Και ήρθε η μοναξιά. Κι όλοι ζητούσαν δώρα απ’ τον Άη Βασίλη. Κι εγώ να πάρει μετάθεση ο πατέρας. Να πάρει μετάθεση σε μια πόλη, να φύγουμε απ’ το ερημονήσι πια.
Και μπήκε η νέα χρονιά και μπήκε ο Φλεβάρης και ύστερα η άνοιξη και ο Απρίλης και ο Μάης. Και έχουμε κάτσει στο περβόλι και φτιάχνουμε μαγιάτικο στεφάνι και η νύχτα πέφτει μενεξελιά και λέει τότε η γιαγιά «όφου πουλάκι μου και έρχεται πάλι το καλοκαίρι, όφου και θα αρχίσεις πάλι ν’ ανάβεις το φως τσι νύχτες να διαβάζεις. Όφου τσ' έρχονται πάλι οι νύχτες οι φωτεινές κακορίζικο» κι αναστέναξε σκασμένη η γιαγιά.
«Όφου το κακορίζικο μου» είπε κι η θεία και μάσησε ένα λουλούδι ανάμεσα στα δόντια της. Και μου χαμογέλασε.«Έρχονται τα Φώτα και ο Φωτισμός, τι χαρά μεγάλη κι ο ...»
«Ηντα λες ωρή, κουζουλάθηκες;» είπε η γιαγια.
Ξάπλωσα δίπλα στη θεία. Άρχισα να μαδάω μια μαργαρίτα. Γελώντας σαν χαζό!
Η συνενοχή είναι μεγάλη υποθεση...!
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφο :)
Δημοσίευση σχολίου