(τόσες μέρες στο facebook κατάλαβα ότι η μασημένη τροφή του internet με απωθεί απ' το να ασχοληθώ με οτιδήποτε θέλει πνευματική προσπάθεια. Αυτό το κείμενο είναι μια δοκιμασία: αντέχετε να διαβάσετε κάτι τόσο μεγάλο που θέλει προσήλωση για να ενώσεις τα κομμάτια του; Α, και τα χρωματιστά γράμματα έχουν τραγουδάκια...)
Το πρώτο του παζλ το θυμάται –ήταν ένα σπιτάκι που μια γιαγιά έψηνε κοτόπουλο στο τσουκάλι και πάνω απ’ την καμινάδα δυο κλέφτες έριχναν ένα σκοινί με αγκίστρι για να κλέψουν την κατσαρόλα με το φαγητό. Ύστερα έφτιαχνε παζλ με την αδερφή του. 1500, 2000, 3000 κομμάτια –κυρίως τοπία, φύση. Δύσκολα βρίσκεις μεγάλα πάζλ με ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Το μόνο καλό ήταν ένα με 8000 κομμάτια, ένας χάρτης προ- Κολομβιανής εποχής –δώρο της Χαράς, παντρεύτηκε αυτή, πάει. Το είχαν φτιάξει μαζί κι όταν το τέλειωσαν η Χαρά ενθουσιασμένη είπε «θα βγω να το φωνάξω, επιτέλους τα ταιριάξαμε όλα!». Μα όπως άνοιξε τη μπαλκονόπορτα φύσηξε ένα διαβολεμένο ρεύμα και σήκωσε το πάζλ και το ταξίδεψε σαν μαγικό χαλί. Ξεκόλλησαν πολλά κομμάτια και δυο μάλιστα δεν τα ξαναβρήκαν ποτέ. Τον θυμάμαι. Δεν το είπε μα το ξέρω: δεν είχε αισθανθεί χειρότερα στη ζωή του από εκείνη την ημέρα που διαλύθηκε το παζλ στον αέρα.
Τώρα όλα είναι στη θέση τους. Σ’ αυτό εδώ. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μέχρι πρότινος. Είχε βεβαιωθεί ότι αυτό το παζλ έτσι έπρεπε να είναι. Αλλά πώς μπορεί να είναι σίγουρος. Η εικόνα μοιάζει μ’ ολόγραμμα, όλο αλλάζει. Και τα κομμάτια είναι τα περισσότερα που είδε ποτέ. Μα φαινόταν να είναι σωστό ως εδώ. Κι όμως… Σαν κάτι να φταίει…
Όχι, δε θα δώσει σημασία. Θα το συνεχίσει. Είναι λογικό να παθαίνει σύγχυση πού και πού. Γιατί είναι ό,τι μεγαλύτερο έχει δει και έχει φτιάξει.
Για την ακρίβεια δεν το έχει φτιάξει ακόμα. Αγωνίζεται πάντως. Μέρα- νύχτα- τη νύχτα πιο δύσκολα. Είναι το φως αλλιώτικο, είναι η διάθεση κάπως. Γίνονται λάθη τη νύχτα και τα βλέπει το πρωί. Καμιά φορά ούτε καν την επόμενη μέρα, παρά μια βδομάδα μετά, ένα μήνα. Εκεί εκνευρίζεται. Αν πρέπει να τα χαλάσει τρελαίνεται. Τόσος κόπος, τόσα σωστά και τα παίρνει όλα, τα ξεσηκώνει ένα λάθος.
Μα τώρα όχι, δεν είναι λάθος. Κι αν είναι, δεν είναι δικό του. Δε φταίει αυτός. Κάθεται στο σαλόνι. Εκείνο το κομμάτι, εκείνο το λάθος κομμάτι είναι πίσω. Πολύ πίσω. Πάει εφτά χρόνια και δυο δωμάτια πίσω: είναι στη βιβλιοθήκη. Το έφτιαξε εκεί επίτηδες –είναι το δωμάτιο που μπαίνει λιγότερο. Κάποτε διάβαζε πολύ. Τώρα δεν έχει χρόνο. Έχει τη ζωή του να φτιάξει. Και την είχε φτιάξει. Μέχρι που έμαθε αυτό. Για τον Μάριο. Ο Μάριος δεν ήταν στη ζωή της Χαράς για ένα εξάμηνο. Το τελευταίο τους εξάμηνο.
Η Κατερίνα λέει τους είδε εκείνο το καλοκαίρι. Μετά το θάνατο του πατέρα της Χαράς, τους είδε μαζί. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Τι νομίζεις πως σε θέλει; Ταξιδάκι αναψυχής μονάχα. Επειδή πιέζεται τελευταία. Αυτό είσαι. Άσε την ήσυχη να πάει να πενθήσει κοντά σ’ εκείνον που την αγαπάει και τη νοιάζεται δέκα χρόνια τώρα». Έτσι του είπε η Κατερίνα. Κι ο Μάριος της είπε πως η Χαρά ζήτησε να πάει. Η Χαρά που ένα χρόνο τώρα είναι μαζί του, (Θεέ μου, έναν ολόκληρο χρόνο). Του λέει πως είναι ο αδερφός, ο άντρας και ο πατέρας της.
Εγώ ήμουν απλά το μωρό που βάραινα στην αγκαλιά της.
Δε μου το ’λεγε –είπε στην Κατερίνα- γιατί θα διαλυόμουν.
«Τον ξέρεις τώρα πώς είναι, χωρίς δουλειά, λίγα λεφτά. Αν τον αφήσω τώρα θα νιώσει τόσο άσχημα όσο εκείνη την ημέρα που διαλύθηκε το παζλ στον αέρα». Και περίμενε. Άλλα δυο χρόνια. Δυο χρόνια που βρήκα δουλειά, που αγοράσαμε αυτό το σπίτι και βγάλαμε τις άδειες του γάμου. Δυο χρόνια που εγώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας και αυτή κυλιόταν στα σκεπάσματα του Μάριου. Τρία χρόνια ψέματα. Τόση χαρά, τόση ζωή, όλη ένα ψέμα.
Μπαίνει μέσα στη βιβλιοθήκη. Μπαίνει και ψάχνει. Δεκάδες σειρές κομματιών. Κάθε σειρά μια παράλληλη ιστορία. Μερικές φορές οι οριζόντιες γραμμές συναντιούνται με τις κάθετες. Τόσες σχέσεις. Τόσα λόγια. Τόσοι άνθρωποι γύρω. Πάνω, κάτω, ανάμεσα, παντού. Οι πίκρες μιας εποχής πια φέρνουν γέλια. Και οι χαρές μια ανεξήγητη μελαγχολία. Το ψέμα όμως. Το ψέμα πάντα, όπου κι όποτε αποδομεί.
Τώρα ψάχνει. Κάπου εδώ γύρω είναι. Γενέθλια των 25 του. Η προηγούμενη δουλειά. Γέννηση του ανιψιού του. Πέσιμο με τη μηχανή. Ο Αντώνης φαντάρος. Ο Γιώργος στην Αγγλία α, να το: ο Μάριος. Κάνει να το πιάσει, μα κοντοστέκεται για λίγο. Ξέρει πώς είναι τα παζλ. Τα κομμάτια αγκιστρώνονται μεταξύ τους. Αν φύγει ένα τα άλλα μένουν σταθερά. Μα διστάζει. Έχει μείνει με το χέρι μετέωρο από πάνω του. Νιώθει τόσο ανήμπορος ξαφνικά.
Όπως ένιωσε εκείνη τη βραδιά που εξαφανίστηκε. Κι αφού την έψαξαν σε όλα τα νοσοκομεία και τα νεκροτομεία της πόλης τη βρήκαν στου Μάριου. «Δεν έγινε τίποτα» του είπε. «Τίποτα. Με πιστεύεις;». Σ’ αγαπάω του είπε. Σ’ αγαπάω του είπε. Σ’ αγαπάω –πόσες γαμημένες φορές του το είπε;
Το βλέπει ξαφνικά μπροστά του. Όλη τη σκηνή, σαν τοιχογραφία. Ραγισμένη τοιχογραφία με σκασμένο το χρώμα. Μα δεν είναι το χρώμα, είναι οι γραμμές των κομματιών. Του παζλ.
Και τότε ξαφνικά βγάζει μια κραυγή. Και πέφτει και πιέζει το κομμάτι με τον αντίχειρα. Πιέζει το πρόσωπο του Μάριου με τον αντίχειρα λες και θα μπορούσε να τον λιώσει έτσι. Να τον εξαφανίσει απ’ αυτό το παζλ. Τη ζωή του. Τη ζωή της. Κωλόπαιδο. Τσογλάνι. Αυτός, αυτός πρέπει να φύγει από ΄κει. Πια όλα είναι ένα ψέμα. Από τότε που ήρθε αυτός ένα ψέμα. Τα προσκλητήρια, τα όνειρα, οι νύχτες στο ΡΟΡ, τα γέλια στην αγκαλιά της, η ευτυχία που έβλεπε γύρω του, όλα ένα ψέμα.
Το πιάνει με φόρα. Μπήγει τα νύχια του στις εγκοπές του και το τραβάει με μίσος. Ένα κρατς –σαν σάρκα που σκίζεται απ΄ το κόκαλο. Το κομμάτι σκίζεται και φεύγει μόνο το πάνω μέρος. Πιάνει τον χαρτοκόπτη. Πιάνει και αρχίζει να το τραβάει. Να το τρυπάει, να το ξεσκίζει από παντού. Ένα κρατς ακόμα. Ένα κράτς και τέλος.
Μα τότε το ακούει. Τρίξιμο. Ένα τρίξιμο στον τοίχο που δεν έχει λογική. Τα παζλ είναι φτιαγμένα έτσι που αν φύγει ένα κομμάτι όλα τα άλλα μένουν σταθερά. Αλλά αυτό το παζλ έχει περίπου 6.948.848.236.209 κομμάτια μέχρι στιγμής και η αλήθεια είναι ότι ακούει ένα τρίξιμο. Που ξαφνικά μοιάζει περισσότερο με θρόισμα φύλλων. Απλώνει ασυναίσθητα το χέρι του πάνω σε μια σειρά κομματιών λες κι έτσι θα προλάβει το κακό. Κλείνει τα μάτια. Τα νιώθει -ένα φτερούγισμα αέρα. Σαν κάποιος ν’ ανακατεύει με γρήγορο, άγριο ξεφύλλισμα, τραπουλόχαρτα μπροστά στο πρόσωπό του. Δε θέλει να ανοίξει τα μάτια. Πια ξέρει. Ακούει να πέφτουν σε σειρά χάρτινα ντόμινο.
Μα δε μπορεί. Είναι η φρίκη που τον καλεί να τη θαυμάσει. Είναι η ανθρώπινη φύση που δε μπορεί να αντισταθεί στην οδύνη. Θέλει να την κοιτάξει κατάματα.
Και βλέπει λοιπόν τα κομμάτια του πάζλ, από εκεί που έφυγε ο Μάριος και μετά να κατρακυλάνε στο πάτωμα. Η σπασμωδική του κίνηση να πιάσει να σταματήσει μερικές σειρές ήταν μάταιη. Τα κομμάτια έφευγαν ταυτόχρονα κάθετα και οριζόντια, διακλαδίζονταν μέσα σε άλλες ιστορίες.
Ότι είχε γίνει- είχε γίνει και δεν έπρεπε να προσπαθήσει να το αλλάξει. Το παρελθόν. Έπρεπε να το δεχτεί. Έπρεπε να τον αφήσει εκεί το Μάριο. Καλώς ή κακώς πια ήταν κομμάτι της προσωπικής του ιστορίας. Τώρα ’φύγαν όλα. Όλη η ζωή του μετά απ’ αυτό. Μια πελώρια τρύπα που χάσκει πάνω στο σοβά. Ένας ξεφλουδισμένος, ραγισμένος σοβάς που δε δείχνει τίποτα πια. Δεν είναι ούτε σπίτι, ούτε παρηγοριά, ούτε κρησφύγετό του. Τρία χρόνια. Τρία χρόνια ψέματα. Και τώρα εφτά. Εφτά χρόνια μετά σε λάθος βάση. Πάνω σε ένα ψέμα. Όλη η χαρά που ήλπιζε να ξαναβρεί, ψεύτικη ήταν. Καμιά γυναίκα αλήθεια πια. Καμιά. Καμιά. Ποτέ.
Κι αυτός ο ηλίθιος. Έψαχνε ακόμα να βρει εκείνη που θα ταίριαζε στη σωστή θέση. Εκείνη που θα γέμιζε το κενό. Χωρίς να χρειαστεί να τη σπρώχνει με βία, να χωρέσει. Να τη βαράει με σφυρί για να μην φύγει από ‘κει. Από τη θέση μέσα του.
Τρέχει πίσω στα δωμάτια. Πίσω στο χρόνο. Θέλει να πάρει την ψεύτρα από ‘κει. Να εξαφανίσει τη στιγμή της γνωριμίας τους. Τρέχει. Τη βλέπει. Είναι ακόμα εκεί. Προσπαθεί να τη βγάλει. Την Χαρά. Μα αυτή έχει κολλήσει μαζί του. Παίρνει και τον εαυτό του μαζί της. Το κομματάκι με το χαμόγελο του που βρίσκεται δίπλα της. Και το τραβάει να το ξεκολλήσει μα δε γίνεται, και τότε τα πετάει και τα δυο στον τοίχο και πια τα ακούει να πέφτουν. Με θόρυβο. Τα κομμάτια. Του σπιτιού του. Πέφτουν τα κομμάτια απ’ τους τοίχους του σπιτιού του και αρχίζει να γκρεμίζεται όλη του η ζωή. Βλέπει τον κόσμο να εισβάλει απ’ τις τρύπες. Κι αυτός εκεί έκθετος. Μα όπως πάει να φωνάξει πέφτει μέσα στο χέρι του το κομμάτι απ’ το πάνω χείλος. Και μετά το κάτω. Και ύστερα το στέρνο. Και μετά δε θυμάται πια ίσως γιατί έπεσαν τα κομματάκια των ματιών ή του μυαλού του. Μόνο ότι όλα έγιναν ακαριαία και όταν πέρασα απ’ το σπίτι του δυο μέρες μετά δεν ήταν εκεί. Τίποτα.
Και η Χαρά μου είπε ότι την πήρε τηλέφωνο δυο μέρες πριν και τον άκουσε πιο χαλιά κι από εκείνη την ημέρα που διαλύθηκε το παζλ στον αέρα.
Πού να μαζεύεις
Τα χίλια κομμάτια του κάθε ανθρώπου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ