Τρεις καλοί μου φίλοι στην Αθήνα, ο Γιάννης, ο Μάριος και η Άννα παρακολουθούν συστηματικά θέατρο, κι έτσι η αγαθή επιρροή τους με έφερε να έχω παρακολουθήσει ήδη φέτος πέντε παραστάσεις (για τις τρεις από αυτές έγραψα και κάτι σαν θεατρική κριτική: για το "Γάλα", το "Αμάρτημα της μητρός μου" και το "Πόσο σ’ αγαπώ...επιθεώρηση"). Την προηγούμενη εβδομάδα μάλιστα πήγαμε με το Μάριο στην «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι, αλλά και με την Άννα στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου.
Για τις «Μεταμορφώσεις» δε θέλω να σας γράψω κάτι, πέρα από το ότι βγήκα σιωπηλός και σαγηνευμένος από την παράσταση, χωρίς καμία διάθεση να αναλύσω, αλλά μόνο να αφεθώ σε συνειρμούς και εικόνες, γεμάτος. Δυστυχώς οι παραστάσεις του έργου τελείωσαν.
Στην «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι βίωσα κάτι πιο αμήχανο, ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το θεατρικό έργο βασίζεται σε μία νουβέλα του Ντοστογιέφσκι με τίτλο «Μια γλυκιά γυναίκα» (στη μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου). Συγκρίνοντας πρόχειρα το αρχικό κείμενο με τους διάλογους της παράστασης, έχουν γίνει κάποιες περικοπές, αλλά ο βασικός αφηγηματικός ιστός παραμένει ανέπαφος, με την ίδια σειρά και ανάπτυξη στα επιμέρους γεγονότα. Η ιστορία φαινομενικά δεν κρύβει καμία έκπληξη: από την αρχή ο αφηγητής μας ξεκαθαρίζει πως η σύζυγος του κεντρικού ήρωα αυτοκτόνησε πριν λίγες ώρες και ο ήρωας περιφέρεται μέσα στο σπίτι τους (με το νεκρό σώμα της στο σαλόνι) προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τακτοποίησης των σκέψεών του θα μας αφηγηθεί όλη την ιστορία της γνωριμίας και τη συζυγικής τους ζωής, μέχρι και την αυτοκτονία της.
Στην παράσταση επιλέχτηκε να μην υπάρξει ηθοποιός που θα έπαιζε τη νεαρή σύζυγο (ή ηθοποιοί που θα ερμήνευαν τους άλλους δευτερεύοντες ήρωες) παρά μόνο μια ηχογραφημένη φωνή με τα λόγια της, οπότε το ερμηνευτικό βάρος πέφτει όλο στους ώμους του Λευτέρη Βογιατζή. Συγκινητικός, συνταρακτικός, σπουδαίος, δεν ξέρω τι άλλο να πω, πρώτη φορά στη ζωή μου είδα ηθοποιό να μιλάει τόσο φυσικά όσο και οι καθημερινοί άνθρωποι γύρω μου, αποκρυσταλλώνοντας ταυτόχρονα ένταση και βάθος με τέτοιο πρωτοφανή τρόπο.
Πάνω στη σκηνή υπάρχουν μόνο δύο οθόνες, στραμμένες αντίστοιχα στις δύο κερκίδες του κοινού, από όπου προβάλλεται το πρόσωπο του Λευτέρη Βογιατζή να σχολιάζει τον εαυτό του στη σκηνή αλλά και κάποιες φορές να συνδιαλέγεται μαζί του. Ένας χαμηλός ξύλινος τοίχος χωρίζει τη σκηνή από το υπόλοιπο του σπιτιού και το ενεχυροδανειστήριο, χώροι που μισοκρύβονται από ένα διάφανο πλαστικό, αλλά ο ήρωας καταφεύγει σε αυτούς αν χρειάζεται να κάνει κάτι (για παράδειγμα να πλυθεί ή να ντυθεί). Αν και με παραξένεψε στην αρχή, το σκηνικό αποδείχτηκε λειτουργικότατο για τις ανάγκες της παράστασης.
Τέλος, ενώ φαίνεται πως το «σημαντικότερο» γεγονός της αφήγησης αποκαλύπτεται από την αρχή, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ανισορροπία και το μαρτύριο του κεντρικού ήρωα όπως και η αργή πορεία της νεαρής συζύγου προς την αυτοκτονία αποτελούν το θέμα τόσο της νουβέλας, όσο και του έργου, με τις διάφορες πλευρές τους να φωτίζονται με αργό και εξαιρετικό τρόπο από το Λευτέρη Βογιατζή.
Από τα λίγα και συνοπτικά που ανέφερα φαίνεται μάλλον ξεκάθαρα πως είδα μια πολύ καλή παράσταση, την όποια θα σας συμβουλέψω να παρακολουθήσετε. Ισχύουν όντως όλα αυτά, μαζί όμως με το ότι η παράσταση τελικά δε με συγκίνησε καθόλου. Εξηγούμαι.
Από τους τρεις που πήγαμε στην παράσταση η Στέλα βγήκε συντετριμένη, ο Μάριος δηλώνοντας ότι τέτοιο ακριβώς θέατρο θέλει να βλέπει και εγώ με μια σχεδόν παγερή, αδιάφορη διάθεση. Μου ήταν σαφές πως είχα δει κάτι σχεδόν τέλειο, θυμόμουν όμως ξεκάθαρα τον εαυτό μου να κλείνει τις συναισθηματικές του κεραίες από το σημείο και μετά που κορυφωνόταν η ένταση και η συγκίνηση από τον εξαιρετικό Βογιατζή, να αποφασίζω ασυνείδητα ότι τα βάσανα του ανθρώπου αυτού δε μοιάζουν αρκετά με τα δικά μου, για να τα αφήσω να με συγκλονίσουν.
Προσέξτε, το κείμενο αυτό δεν είναι θεατρική κριτική, αλλά από την προηγούμενη παράγραφο και εξής ΔΕΝ είναι θεατρική κριτική. Για την ψυχολογία μου ως θεατή σας μιλάω, ελπίζοντας να βρεθεί κανένας άνθρωπος στα σχόλια να μου ανοίξει συζήτηση για αυτό το θέμα. Συνειδητοποιώντας ότι την ίδια περίπου αντίδραση είχα βγάλει πρόσφατα και στην παράσταση «Το γάλα», κατάλαβα λοιπόν ότι το πρώτο που έχω ανάγκη από μια θεατρική παράσταση (παρόλο που ο ψιλοδιανοούμενος εαυτός μου μπορεί να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει πολύ περισσότερα) είναι να ταυτιστώ με την ιστορία, να δω ήρωες που να μου μοιάζουν. Με αυτόυς τους όρους βασικά συγκινούμαι κι εφόσον δεν τους συναντήσω, είτε δεν περνάω καλά, είτε κατεβάζω τα ρολά της συναισθηματικής αδιαφορίας, ανάλογα με το πόσο συγκλονιστικό αισθητικά μπορεί να γίνει αυτό που βλέπω. Απλά απλά δε θέλω να πονέσω, αν αυτός ο πόνος δεν έχει κάποια προσωπική αφορμή, έστω και έμμεση.
Δεν ξέρω αν περιγράφω μια ανεπάρκειά μου ως θεατή, τη φυσιολογική ανάγκη που έχουν κι άλλοι άνθρωποι πέρα από μένα, ή και τα δύο. Το καταθέτω εδώ γιατί με ενδιαφέρει η γνώμη σας κι ελπίζοντας ότι θα την καταγράψετε.
[Βασικές πληροφορίες για τις Μεταμορφώσεις εδώ και για την Ήμερη εδώ.]
Για τις «Μεταμορφώσεις» δε θέλω να σας γράψω κάτι, πέρα από το ότι βγήκα σιωπηλός και σαγηνευμένος από την παράσταση, χωρίς καμία διάθεση να αναλύσω, αλλά μόνο να αφεθώ σε συνειρμούς και εικόνες, γεμάτος. Δυστυχώς οι παραστάσεις του έργου τελείωσαν.
Στην «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι βίωσα κάτι πιο αμήχανο, ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το θεατρικό έργο βασίζεται σε μία νουβέλα του Ντοστογιέφσκι με τίτλο «Μια γλυκιά γυναίκα» (στη μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου). Συγκρίνοντας πρόχειρα το αρχικό κείμενο με τους διάλογους της παράστασης, έχουν γίνει κάποιες περικοπές, αλλά ο βασικός αφηγηματικός ιστός παραμένει ανέπαφος, με την ίδια σειρά και ανάπτυξη στα επιμέρους γεγονότα. Η ιστορία φαινομενικά δεν κρύβει καμία έκπληξη: από την αρχή ο αφηγητής μας ξεκαθαρίζει πως η σύζυγος του κεντρικού ήρωα αυτοκτόνησε πριν λίγες ώρες και ο ήρωας περιφέρεται μέσα στο σπίτι τους (με το νεκρό σώμα της στο σαλόνι) προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τακτοποίησης των σκέψεών του θα μας αφηγηθεί όλη την ιστορία της γνωριμίας και τη συζυγικής τους ζωής, μέχρι και την αυτοκτονία της.
Στην παράσταση επιλέχτηκε να μην υπάρξει ηθοποιός που θα έπαιζε τη νεαρή σύζυγο (ή ηθοποιοί που θα ερμήνευαν τους άλλους δευτερεύοντες ήρωες) παρά μόνο μια ηχογραφημένη φωνή με τα λόγια της, οπότε το ερμηνευτικό βάρος πέφτει όλο στους ώμους του Λευτέρη Βογιατζή. Συγκινητικός, συνταρακτικός, σπουδαίος, δεν ξέρω τι άλλο να πω, πρώτη φορά στη ζωή μου είδα ηθοποιό να μιλάει τόσο φυσικά όσο και οι καθημερινοί άνθρωποι γύρω μου, αποκρυσταλλώνοντας ταυτόχρονα ένταση και βάθος με τέτοιο πρωτοφανή τρόπο.
Πάνω στη σκηνή υπάρχουν μόνο δύο οθόνες, στραμμένες αντίστοιχα στις δύο κερκίδες του κοινού, από όπου προβάλλεται το πρόσωπο του Λευτέρη Βογιατζή να σχολιάζει τον εαυτό του στη σκηνή αλλά και κάποιες φορές να συνδιαλέγεται μαζί του. Ένας χαμηλός ξύλινος τοίχος χωρίζει τη σκηνή από το υπόλοιπο του σπιτιού και το ενεχυροδανειστήριο, χώροι που μισοκρύβονται από ένα διάφανο πλαστικό, αλλά ο ήρωας καταφεύγει σε αυτούς αν χρειάζεται να κάνει κάτι (για παράδειγμα να πλυθεί ή να ντυθεί). Αν και με παραξένεψε στην αρχή, το σκηνικό αποδείχτηκε λειτουργικότατο για τις ανάγκες της παράστασης.
Τέλος, ενώ φαίνεται πως το «σημαντικότερο» γεγονός της αφήγησης αποκαλύπτεται από την αρχή, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ανισορροπία και το μαρτύριο του κεντρικού ήρωα όπως και η αργή πορεία της νεαρής συζύγου προς την αυτοκτονία αποτελούν το θέμα τόσο της νουβέλας, όσο και του έργου, με τις διάφορες πλευρές τους να φωτίζονται με αργό και εξαιρετικό τρόπο από το Λευτέρη Βογιατζή.
Από τα λίγα και συνοπτικά που ανέφερα φαίνεται μάλλον ξεκάθαρα πως είδα μια πολύ καλή παράσταση, την όποια θα σας συμβουλέψω να παρακολουθήσετε. Ισχύουν όντως όλα αυτά, μαζί όμως με το ότι η παράσταση τελικά δε με συγκίνησε καθόλου. Εξηγούμαι.
Από τους τρεις που πήγαμε στην παράσταση η Στέλα βγήκε συντετριμένη, ο Μάριος δηλώνοντας ότι τέτοιο ακριβώς θέατρο θέλει να βλέπει και εγώ με μια σχεδόν παγερή, αδιάφορη διάθεση. Μου ήταν σαφές πως είχα δει κάτι σχεδόν τέλειο, θυμόμουν όμως ξεκάθαρα τον εαυτό μου να κλείνει τις συναισθηματικές του κεραίες από το σημείο και μετά που κορυφωνόταν η ένταση και η συγκίνηση από τον εξαιρετικό Βογιατζή, να αποφασίζω ασυνείδητα ότι τα βάσανα του ανθρώπου αυτού δε μοιάζουν αρκετά με τα δικά μου, για να τα αφήσω να με συγκλονίσουν.
Προσέξτε, το κείμενο αυτό δεν είναι θεατρική κριτική, αλλά από την προηγούμενη παράγραφο και εξής ΔΕΝ είναι θεατρική κριτική. Για την ψυχολογία μου ως θεατή σας μιλάω, ελπίζοντας να βρεθεί κανένας άνθρωπος στα σχόλια να μου ανοίξει συζήτηση για αυτό το θέμα. Συνειδητοποιώντας ότι την ίδια περίπου αντίδραση είχα βγάλει πρόσφατα και στην παράσταση «Το γάλα», κατάλαβα λοιπόν ότι το πρώτο που έχω ανάγκη από μια θεατρική παράσταση (παρόλο που ο ψιλοδιανοούμενος εαυτός μου μπορεί να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει πολύ περισσότερα) είναι να ταυτιστώ με την ιστορία, να δω ήρωες που να μου μοιάζουν. Με αυτόυς τους όρους βασικά συγκινούμαι κι εφόσον δεν τους συναντήσω, είτε δεν περνάω καλά, είτε κατεβάζω τα ρολά της συναισθηματικής αδιαφορίας, ανάλογα με το πόσο συγκλονιστικό αισθητικά μπορεί να γίνει αυτό που βλέπω. Απλά απλά δε θέλω να πονέσω, αν αυτός ο πόνος δεν έχει κάποια προσωπική αφορμή, έστω και έμμεση.
Δεν ξέρω αν περιγράφω μια ανεπάρκειά μου ως θεατή, τη φυσιολογική ανάγκη που έχουν κι άλλοι άνθρωποι πέρα από μένα, ή και τα δύο. Το καταθέτω εδώ γιατί με ενδιαφέρει η γνώμη σας κι ελπίζοντας ότι θα την καταγράψετε.
[Βασικές πληροφορίες για τις Μεταμορφώσεις εδώ και για την Ήμερη εδώ.]
4 σχόλια:
Εγώ συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, γιατί όταν πηγαίνω θέατρο -ειδικά θέατρο, στο σινεμά δε με απασχολεί- περιμένω να βρω κάτι δικό μου εκεί. Δεν ξέρω αν είναι δίκαιο να επιφορτίζουμε την κάθε παράσταση με ένα "καθήκον" να μας συγκινήσει, αλλά προσωπικά δε βλέπω το λόγο να πηγαίνω θέατρο αν αυτό δεν έχει να μου προσφέρει μια εξήγηση για τον κόσμο ή τη ζωή μου. Εγωιστικό; Δεν ξέρω, γιατί το λέμε ψυχ-αγωγία και πώς θα επιτευχθεί η ψυχ- αγωγία, αν όχι με ψυχική κινητοποίηση και ταύτιση;
Τέλος πάντων, ειδικά για την "ήμερη", εμένα ο Βογιατζής είναι ένας άνθρωπος που δεν με άγγιξε ποτέ εξού και σταμάτησα να τον παρακολουθώ.
Αντιθέτως με κινητοποιεί πολύ ο Μαρμαρινός και οι παραστάσεις του ΠΑΝΤΑ έχουν κάτι να μου πουν και έχουν ένα τρόπο να συνδέουν το ξερό κείμενο με το σήμερα, με τη ζωή μου, τη ζωή του ΚΑΘΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ. Αυτό θέλει μεγάλη μαστοριά.
ΥΓ. Και παρότι εγώ από τις "Μεταμορφώσεις" δεν έφυγα μαγεμένη, πιάνω τον εαυτό μου να θυμάται στιγμιότυπα σε άσχετες φάσεις και σκηνές τους γιατί εδώ και μερικές μέρες όσα είδα εκεί συμβαίνουν και ρεαλιστικά, σε διάφορους φίλους μου: η ανεξάρτητη μαμά που αρρωσταίνει χρειάζεται κάποιον να την προσέχει, το καφκικό αγόρι, ο πατέρας με την κόρη...
emena o bogiatzis de me aggixe oso perimena alla mu itan arketo oti me trantaxe gia ti monaxikotita pou mporei enas anthrwpos na biwsei.
i imeri opws kai to gala pou eida prosfata aforun ena drama, oso ki an to drama den itane diko mu, den pauei na apotelei ena kommati tu syllogiku dramatos tis epoxis pou apartizetai apo tis ekatommyria tragikes katastaseis pou zune oi anthrwpoi ana ton kosmo, eite einai metanastes, eite thymata, eite psixika arrwstoi,eite apla antrwpoi.
Den yparxei kapoio modus vivendi me to opoio prepei kaneis na antimetwpizei ta kallitexnika drwmena ta opoia parakolouthei.
Den yparxei allwste kai kapoio apotelesma ek proimiou apaitithisomeno apo tus kanones tis texnis/tis epistimis gia ton ws anw theati
yparxei mono i psixodynamiki pou genun katastaseis kai gegonota, fadastika i pragmatika
gia mena yparxun kapoia erga pou fernun apla mia allagi se autin.
arkumai se auto
kapoios allo oxi apolyta themito, alla automata periorizei to fasma ektos pia ki an koubalas ta pada mesa su opote de xaneis tipota
kinimatografos: "no man's land" apisteuti tainia, tha tan krima na ti xaseis- i paraloges katastaseis tu polemu
episis"i thalassa mesa mu"
den xerw poses pithanotites exw na probw se euthanasia sta epomena tulaxiston xronia- alla eilikrina auti i tainia thewrw oti se synthlibei
auta endeiktika
eipa:
"ayto einai to ergo techis pou oneireymai"
exei megalh diafora; giati to theatro exei pethanei ws techni`
Marios
εμένα πάντως αυτή η παράσταση με συγκλόνισε. όπως και οι προηγούμενες του Βογιατζή που έχω δει (καθαροί πια - λαχταρώ).
τώρα για τα άλλα που λες δεν έχω παγιωμένη άποψη. αλλά πιστεύω ότι είναι δύσκολο κανείς να βρει ήρωες που να του μοιάζουν. ίσως και να υπάρχουν αλλά δεν τους έχω βρει ακόμη. αν αποκτήσω κανά βασίλειο ή αν γίνω κάποτε ενεχυροδανειστής και παντρευτώ κάποια νεότερη, μπορεί... :)
Δημοσίευση σχολίου