Στο βαθύ μπλε της νύχτας του Πόλου. Περπατούν. Δε μιλούν. Έχει τα χάλια του. Πάλι. Όπως κάθε βράδυ. Μα όταν πλησιάζουν οι γιορτές –καλή ώρα όπως τώρα- είναι χειρότερα. Σκέφτεται πως πρέπει να μοιράσει τα δώρα. Πως πρέπει να δείχνει ευτυχισμένος. Ενώ δεν είναι. Όλα δεν.
Σταματούν κάπου. Στο πουθενά δηλαδή (γιατί οι Πόλοι έτσι είναι, δεν έχουν σημεία αναφοράς, ένα λευκό τοπίο, μόνο αυτό). Βγάζει το φλασκί από την τσέπη του και τον κοιτάει.
-Ω, όχι! Όχι!-Έλα! Πήγαινε μια φορά κι εσύ.
-Είμαι αδέξιος, δε θα τα καταφέρω.
-Ναθαν, δε θες να γίνεις στιφάδο Πρωτοχρονιάτικα υποθέτω.
Τον κοιτάει. Με απόγνωση. Με οίκτο. Με αγάπη. Σάμπως καταλαβαίνει κι αυτός; Πιάνει το φλασκί και σφυρίζει στους Τάρανδους.
Οι Τάρανδοι γενικώς είναι οκνηρά ζώα, αλλά όταν τους φωνάζει το αφεντικό τους -ή έστω, ο βοηθός του αφεντικού τους- τρέχουν. Όποια ώρα και να ’ναι. Έτσι κι εκείνο το βράδυ, δίνουν μια και πετούν στον ουρανό. Σχηματίζουν μια σκάλα με τα κέρατά τους.
Ο Νάθαν ανεβαίνει χοροπηδηχτά –δεν χοροπηδάει από τη χαρά του: απλά ο Νάθαν είναι κουνέλι. Μ’ ένα τιρμπουσόν ανοίγει μια τρυπούλα στο νυχτικό της νύχτας και γρήγορα- γρήγορα χώνει το φλασκί από κάτω της. Χρυσό, ζεστό υγρό γλιστράει μες στη φιάλη. Κι όταν γεμίζει κλείνει γρήγορα την τρύπα του ουρανού με ένα κυπαρισσόμηλο.
-Είδες, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, του λέει ο «μεγάλος» όταν κατεβαίνει.
-Ήταν, αλλά προσπαθώ να μην το κάνω να φαίνεται σα θυσία, λέει ο Νάθαν.
(Ξέρω ότι ακόμα δε μπορείτε να το πιστέψετε, αλλά υπάρχουν κουνέλια στους Πόλους. Απλά επειδή είναι άσπρα μασκάρονται θαυμάσια απ’ το λευκό του χιονιού. Κι έτσι κανείς ποτέ δεν τα έχει δει).
Κάθονται οκλαδόν στο χιόνι. Κοιτούν το μαύρο του ουρανού. Αμίλητοι πάλι. Για ώρα. Ο Νάθαν δεν αντέχει τη σιωπή. Τον χτυπάει στα κοκάλα σαν την υγρασία. Του τρυπάει τη γούνα, το δέρμα. Εισχωρεί μέσα του και τον παγώνει. Ο χειμώνας των Πόλων δεν είναι τίποτα μπροστά στη βουβαμάρα.
Γέρνει πίσω κι ακουμπάει τα πόδια του αφεντικού του. Παίζει αφηρημένα με το ένα του αυτί και σκέφτεται να στείλει ένα γράμμα στην Greenpeace, να ζητήσει να απαγορευτεί η χρήση του ανκορά (ω, πόσα ξαδερφάκια του τα ξυρίζουν με την ψιλή τώρα το χειμώνα για να έχουν οι πολιτισμένοι χνουδωτά πουλόβερ). Μα ξαφνικά... Βρέχει;
-Δεν είναι τίποτα. Το χιόνι που είχε κρυσταλλώσει στις βλεφαρίδες μου λιώνει απ’ τη θέρμη του ποτού, δικαιολογείται εκείνος.
Που ποιον προσπαθούσε να πείσει; Κάθε βράδυ τα ίδια. Το ίδιο κλάμα με άλλη δικαιολογία. 364 μέρες το χρόνο. Και μόνο την Πρωτοχρονιά δεν έκλαιγε –δεν είχε καιρό: έπρεπε να μοιράσει τα δώρα σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Καθόλου χρόνος για ομφαλοσκοπήσεις και καταθλίψεις. Αλλά ήταν μόνο μια μέρα. Τις υπόλοιπες έκλαιγε. Με μαύρο δάκρυ που τρύπαγε τον άσπρο πάγο του σπιτιού του. Έσταζε κι έφτιαχνε μια τεράστια μαύρη τρύπα. Κάθε βράδυ έπεφτε εκεί μέσα και κάθε πρωί ο Νάθαν τον τράβαγε στην επιφάνεια σιχτιρίζοντας (γιατί ναι, βρίζουν και στις καλύτερες κουνελο-οικογένειες).
Μα εκείνος δεν του μίλαγε. Η μύτη του κόκκινη. Κατακόκκινη απ’ το ποτό της νοσταλγίας που στράγγιζε κάθε βράδυ απ’ τον Άδη των αναμνήσεων.
-Έφτασε πάλι ο καιρός.
-Το ξέρω, αναστέναξε ο Νάθαν
-Φέτος θα της στείλω το δώρο με πιγκουΐνο.
-Και καλά θα κάνεις. Εγώ δεν ξαναπάω –πέρσι δεν εννοούσε να καταλάβει ότι είμαι ο αγγελιοφόρος και με έχωσε στο κρεβάτι της σαν λούτρινο ζωάκι.
-Και πάλι τυχερός είσαι, τη γλίτωσες μ’ ένα χάδι. Θυμάσαι πρόπερσι με την αρκούδα, που την πήρε για χαλί; Αλλά εντάξει, τότε ακόμα ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μου.
-Ωχ πια, ως πότε θα την δικαιολογείς; Δέξου το: είναι μια εγωίστρια που τη νοιάζει μόνο η καλοπέρασή της και απορώ γιατί ακόμα επιμένεις.
-Κι εγώ απορώ γιατί ακόμα επιμένω να σου εξηγώ ότι την αγαπώ, αφού δεν το καταλαβαίνεις...
-Μάλιστα. Δεν το καταλαβαίνω. Ξέρεις τι καταλαβαίνω; Ότι αυτή είναι τελείως διαφορετική από εμάς. Από ‘σένα. Τόσο... τι να πω;
-Τόσο έξω απ’ τον κόσμο αυτόν. Μα όχι από τον δικό μας –αυτό είναι που δεν καταλαβαίνεις. Έξω από τον δικό της. Απλά δεν το έχει καταλάβει ακόμη.
-Η γνώμη μου πάντως είναι να μην ασχοληθείς άλλο.
-Η δική μου είναι να της στείλω το δώρο με πιγκουΐνο. Έχεις κανέναν έμπιστο;
Πήραν φύλλο πάγου κι έφτιαξαν το κουτί. Για να μην είναι διάφανο χάραξαν επάνω του σχέδια κι έπειτα το γέμισαν χιονονιφάδες. Τις πιο ντελικάτες, τις πιο χνουδωτές, τις πιο λαμπερές χιονονιφάδες. Κορδέλα έκοψαν λίγη απ’ το Βόρειο Σέλας (χιλιόμετρα χιλιόμετρων η ουρά του, δυο μέτρα δε θα του ’λειπαν). Αλλά περιτύλιγμα;
-Φλούδα ελάτου, πρότεινε ο Νάθαν. Ή σελοφάν από σαλάχι; Ψάθα από μουστάκια φώκιας;
Μα εκείνος τον κοίταξε πολύ σοβαρά. Και τότε ο μικρός κατάλαβε.
-Α, όχι! Όχι! Σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω αλλά όχι αυτό δεν το κάνω. Τελευταία προσφορά: γουνίτσα απ’ την κοιλιά μου.
Μα όχι, εκείνος άλλο επιθυμούσε. Και κοίταξε τον Νάθαν ικετευτικά.
-Ό-Χ-Ι! Θα έκανα τα πάντα για ‘σένα, αλλά όχι αυτό!
-Έλα Νάθαν... Μια χάρη ακόμα. Μόνο μια... Τελευταία. Δε μπορώ στην κατάστασή μου να σκαρφαλώσω εκεί πάνω. Θα καταρρεύσω. Θα πέσω και θα σκοτωθώ και μετά θα λες ότι το έκανα για να σου χαλάσω την Πρωτοχρονιά.
Και ο Ναθαν υποχώρησε. Πήρε το ψαλίδι του, φώναξε ξανά τους τάρανδους και το έκανε…
Εκείνο το βράδυ που ο πιγκουΐνος πήγε σπίτι της, η Χριστίνα του άνοιξε με τα ροδαλά της μάγουλα να καίνε από ευτυχία. Ένας πελώριος τύπος στεκόταν πλάι της. Για την ακρίβεια ήταν παντού γύρω της, την τύλιγε στα χέρια του που ’σφιγγαν σαν πλοκάμια το κορμί της. -Delivery από Βόρειο Πόλο. Θα μου υπογράψετε εδώ;
Μα εκείνη δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο φίλος της πήρε το πακέτο μέσα από τα χέρια του πιγκουΐνου.
-Ευχαριστούμε, αλλά έχουμε κόσμο.
Κι έσπρωξε να κλείσει την πόρτα.
-Ναι, μόνο που ο Νάθαν μου είπε να το ανοίξετε απαλά και να μου δώσετε πίσω το περιτύλιγμα γιατί...
-Είπα: έχουμε κόσμο, μη μας καθυστερείς!
-Μα κύριε, όχι, περιμένετε, ο Νάθαν…και ο πιγκουΐνος πήγε να μπει για να τραβήξει το περιτύλιγμα.
Μα ο τύπος τον έπιασε απ’ το γιακά του σμόκιν και τον σήκωσε ψηλά –και επειδή φαινόταν σαν σμόκιν, μα στην πραγματικότητα ήταν το τρίχωμά του, ο καημένος ο πιγκουΐνος έκρωξε απ’ τον πόνο.
-Καλά, κύριε. Φεύγω. Αλλά μήπως θα μπορούσατε να μας ταχυδρομήσετε το περιτύλ…
Μπαμ. Η πόρτα έκλεισε με κρότο στα μούτρα του.
-Και δηλαδή δεν πήρες πίσω το περιτύλιγμα; Συμφορά μου! Συμφορά για όλη την ανθρωπότητα... κλαψούριζε ο Νάθαν.
-Και δηλαδή δε σε ρώτησε για μένα. Αν ζω, αν πέθανα; Κλαψούρισε κι ο «μεγάλος».-Προφανώς αφού της έστειλες δώρο θα υπέθεσε ότι ζεις αφεντικό, απάντησε εκνευρισμένος ο Νάθαν κι άρχισε να κόβει βόλτες πάνω- κάτω στο χιόνι.
-Έχεις πολύ άγχος τελευταία μικρέ. Νομίζω ότι χρειάζεσαι διακοπές. Δεν πας να δεις την οικογένειά σου; Του πρότεινε τότε εκείνος.
-Να πάω στην οικογένειά μου; Επανέλαβε ο Nάθαν, σχεδόν προσβεβλημένος. Με διώχνεις; Εμένα; Που μόνο εμένα έχεις δηλαδή, με διώχνεις;
-Δε σε διώχνω. Αλλά αφού θα φύγω κι εγώ σήμερα, τι να κάτσεις να κάνεις εδώ μόνος;
-Που θα φύγεις να πας;
-Στη δουλειά θα πάω και θα γυρίσω μετά, στο υπόσχομαι. Αλλά τώρα θέλω να μείνω λίγο μόνος.
Μόνος. Με τους 9 Τάρανδους, τα 2.067.895.678 δώρα και τα άλλα τόσα γράμματα. Μόνος με τα δισεκατομμύρια διευθύνσεων μέσα στο κεφάλι του, το φλασκί στην τσέπη και το έλκηθρο «πειραγμένο», να τρέχει τρελά.
-Ξέρω τι θέλεις. Σε παρακαλώ, μην το κάνεις.
-Δεν ξέρεις.
-Ξέρω. Θες να τρέξεις κοντά της. Να της πεις ότι δε μπορείς άλλο έτσι. Να την ικετέψεις να γείρει στην αγκαλιά σου. Για μια μόνο φορά. Ξανά. Ελπίζεις το πνεύμα των ημερών να την κάνει να υποχωρήσει για μια νύχτα. Αλλά πρέπει να θυμηθείς. Να θυμηθείς καλά, όχι επιλεκτικά. Τι κάνεις τώρα; Θυμάσαι αυτήν αλλά ξεχνάς τις επιθυμίες της. Η Χριστίνα δεν ήθελε ένα γκρινιάρικο μωρό. Ήθελε έναν άντρα και τον βρήκε. Σε ξεπέρασε. Σε ξέχασε. Άσ’ την κι εσύ. Έχει φύγει μα πρέπει κι εσύ να την αφήσεις να φύγει από μέσα σου. Δώσ’ της εξιτήριο απ’ τη μνήμη σου.
-Ωραία λοιπόν! Να μείνω εδώ. Να επιβεβαιώσω τις political- correct φήμες για το άτομό μου. Για το χοντρό καλοκάγαθο γεροντάκι, που ζει σε μια αιώνια ευτυχία και κάθε χρόνο μοιράζει δώρα στα παιδιά...
-Δεν είσαι χοντρός. Ούτε γέρος. Ούτε και τόσο καλός είναι η αλήθεια.
-Το ξέρω.
-Είσαι όμως ξεχωριστός. Απλά δεν ξέρω σε τι σε βοηθάει αυτό. Εσένα και όλους τους υπόλοιπους γύρω σου.
Και ο Νάθαν σηκώθηκε. Κι έφυγε για το σπίτι του, όπως του το είχε ζητήσει. Πήρε κι εκείνος τον κόκκινο σκούφο του. Και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
Έκανε λιγότερη ώρα από άλλες χρονιές. Πολιτείες ολόκληρες είχαν εξαφανιστεί στα Βαλκάνια και στην Ανατολή και του έμενε αρκετός χρόνος μέχρι να ξημερώσει. Αποφάσισε λοιπόν να περάσει από το σπίτι της. Μόνο να τη δει να κοιμάται. Έστω και στην αγκαλιά ενός άλλου. Ήθελε τόσο να τη δει. Μα σαν έφτασε στο παράθυρό της έτριψε τα μάτια του. Οι χιονονιφάδες που της είχε στείλει ήταν κολλημένες στο τζάμι. Του άνοιξαν μόλις τον είδαν.
-Μα τι έγινε; Δεν παραδώσατε το μήνυμα;
-Μόλις ο μαντράχαλός της άνοιξε το κουτί πεταχτήκαμε έξω και αρχίσαμε τον παγωμένο χορό μας. Σκορπίσαμε στο σαλόνι και λαμπυρίσαμε με όλη μας την παγωμένη φλόγα κάτω απ’ τα φώτα. Μα παρότι την τυλίξαμε και την αγγίξαμε, παρότι προσπαθήσαμε να λιώσουμε πάνω της, να μπούμε κάτω από τα ρούχα της και να την κάνουμε να νιώσει βαθιά μέσα της την ευχή σου «να ζήσει τόσες στιγμές ευτυχίας, όσες οι χιονονιφάδες που πέφτουν κάθε Χριστούγεννα στη Γη», δε γινόταν τίποτα…
-…Με τα καλοριφέρ να καίνε κι ένα τζάκι να μας βγάζει την πύρινη γλώσσα του κοροϊδευτικά –ω, ήταν απ’ τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής μας, μουρμούρισε η πιο μικρή κι ευαίσθητη νιφάδα. Δε γινόταν να λιώσουμε. Δε γινόταν όσο και να πιεζόμασταν. Αυτή ήταν πιο παγωμένη από εμάς.
-Θέλετε να σας πάρω πίσω; Ρώτησε εκείνος καταπίνοντας ένα λυγμό.
-Μπα, τα φώτα της πόλης είναι μαγευτικά! Θα μείνουμε εδώ. Μια ζωή μικρή που μας μένει θα τη ζήσουμε χρωματιστή, μες στα λαμπιόνια των γιορτών!
Κι εκείνος έφυγε. Μόνος όπως πήγε. Και πιο μόνος –αν αυτό είναι εφικτό. Φώναζε στους Τάρανδους να τρέξουν γρήγορα. Πιο γρήγορα απ’ τις αστραπές. Πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο, που έσκιζε στα δυο τα σύννεφα. Κι εκείνοι έτρεχαν. Κι εκείνος τραγούδαγε το I want you- του έλιωναν την ύπαρξη αυτοι οι στίχοι αλλά ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Κάτι που να του λέει ότι «δεν είσαι ο μόνος που τα παθαίνει αυτά, κοίτα, έχουν γράψει τραγούδια για 'σένα. Μη νιώθεις τόσο μόνος. Κι άλλοι το ίδιο μόνοι αισθάνονται απόψε».
Και πράγματι αφουγκράστηκε μέσα στη νύχτα και άκουσε έναν αναστεναγμό. Κι άκουσε κι άλλον. Κι άλλον. Κι έπειτα ένα κλαψούρισμα. «Ω, όχι Θεέ μου, όχι...»
Μα αυτή ήταν η φωνή του Νάθαν. Θα την αναγνώριζε ακόμα κι αν την άκουγε από άλλο πλανήτη!
-Γρήγορα! Πιο γρήγορα! Διέταξε αυτή τη φορά τους Τάρανδους. Δεν έβλεπε μπροστά του απ’ την αγωνία για τον φίλο του. Κι όταν έφτασε κάρφωσε το έλκηθρο με δύναμη στο χιόνι και το παράτησε εκεί.. Έτρεξε κοντά του.
Ο κούνελος ήταν πεσμένος μπρούμυτα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα κουνελάκια, κι έκλαιγε.
-Τι έγινε; Τι πάθατε; Πες μου. Έπεσες; Χτύπησες; Τι;...
Μα ο κούνελος μόνο έκλαιγε.
Τι έγινε εκείνο το βράδυ; Ενώ εκείνος είχε φύγει εγωιστικότατα, ακολουθώντας για ακόμα μια φορά το ένστικτό του (που δεν τον είχε βοηθήσει και ποτέ ως τότε), ο καημένος ο Νάθαν γύρισε απ’ το οικογενειακό τραπέζι μαζί με όλα τα αδερφάκια του -που ήταν άπειρα: η μαμά τους γεννοβολούσε σαν κουνέλα. Τα έβαλε το ένα πάνω στο άλλο και σκαρφάλωσε στην κορυφή της αδερφοκουνελόσκαλας προσπαθώντας με το βελόνι του να μπαλώσει το φουστάνι της νύχτας.
Γιατί ναι, όταν ο εκείνος του ζήτησε να κόψει ένα κομμάτι του νυχτερινού ουρανού για να το κάνουν περιτύλιγμα στο δώρο της Χριστίνας, του υποσχέθηκε ότι θα το έφερναν πίσω να το ξαναράψει. Μα ο άξεστος που έσερνε μαζί της η Χριστίνα το είχε σκίσει. Κι αυτή η τρύπα δεν ήταν τόσο μικρή όσο του τιρμπουσόν. Κι όσο κι αν τράβηξε από δω, αν σούρωσε από κει, δεν μπόρεσε να την κλείσει.
-Όλη νύχτα προσπαθούσα, όλη νύχτα. Έβαλα όλη μου την τέχνη, μα κοίτα. Είμαι τόσο αδέξιος, ω, τόσο αδέξιος...
Εκείνος κοίταξε τον ουρανό.
Μια τρύπα φωτεινή και ολοστρόγγυλη έχασκε μέσα στο σκοτάδι. Και γύρω της χιλιάδες φωτάκια, απ’ τα τρυπήματα της βελόνας του Νάθαν.
-Κλαις γι’ αυτό;
-Πες μου ότι έχεις ένα κυπαρισσόμηλο. Ένα μεγάλο κυπαρισσόμηλο να τη βουλώσουμε. Τι θ’ απογίνει ο κόσμος με τόσο φως μέσα στη νύχτα.
Κι εκείνος χαμογέλασε. Χρόνια προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει ο Νάθαν, μα μόνο εκείνη τη νύχτα χαμογέλασε. Πήρε τον κούνελο αγκαλιά. Τον κράτησε με αγάπη.
-Μια νύχτα είναι. Άσ’ το να φέγγει. Μόνο για σήμερα. Κι αύριο βλέπουμε. Κι έμειναν να το κοιτούν έτσι μαζί για ώρες. Και για μέρες. Και εβδομάδες (βλέπετε η νύχτα των Πόλων διαρκεί έξη μήνες).
Βγήκε και η Χριστίνα στο μπαλκόνι της εκείνο το βράδυ. Δεν είχε ύπνο. Της έκανε εντύπωση το τόσο φως. Βγήκε με τη νυχτικιά της στην παγωνιά και κοίταξε ψηλά. Είναι τρελός, μονολόγησε χαμογελώντας. Είναι τρελός... Τα τρυπήματα στο φουστάνι της νύχτας, οι χιλιάδες φωτεινές βελονιές στο σκοτάδι, έγραφαν το όνομά του. Όσα δεν άκουσε από τις χιονονιφάδες, τα έμαθε με μια ματιά στον ουρανό.
Τον ίδιο ουρανό που κοίταγαν και οι δυο εκείνο το βράδυ. Μαζί μα χώρια. Το ίδιο φεγγάρι από άλλο σημείο. Η ίδια ζωή μα χωριστά.
Αν κοιτάξετε τον ουρανό γράφει ακόμα εκεί πάνω το όνομά του. Μα κανένας αστρονόμος ακόμα δεν έχει καταφέρει να το διαβάσει. Λένε για το περιβόητο φεγγάρι του Γενάρη, αλλά ούτε κι αυτό μπορούν να εξηγήσουν γιατί είναι τόσο μεγάλο και λαμπερό. Ίσως γιατί κανείς δε μπορεί να κατανοήσει κάτι που ανήκει σε άλλο κόσμο. Όπως εκείνος.
Κι ο Νάθαν δεν έμαθε ποτέ πώς λένε το αφεντικό του. Τον φίλο του. Το ένιωσε δηλαδή, το ξέρει, αλλά δε μπορεί να το προφέρει. Προφανώς το ίδιο πάθαμε και οι υπόλοιποι, δεν εξηγείται αλλιώς που του έχουμε βγάλει τόσα διαφορετικά ονόματα. Κάθε άνθρωπος στη δική του γλώσσα τον ονοματίζει αλλιώς: Άγιος Βασίλης, Santa Claus. Papa Noel...
Όσο για την Χριστίνα. Ποτέ δεν είπε το όνομά του σε κανέναν. Το κράτησε για πάντα καρφωμένο στο φως του ουρανού. Δικό της μόνο. Και τάιζε έτσι τη ματαιοδοξία της. Ότι μόνο εκείνην αγάπησε τόσο…
Κι αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια για τ’ αστέρια και το φεγγάρι.
6 σχόλια:
1. Κάποιος αισθάνεται λίγο μόνος φέτος? (και δεν εννοώ τον Αγιο Βασίλη)
2. Ο καθηγητής σου έχει δει τις αιρετικές απόψεις σου για τη γένεση του συμπαντος? (εσύ θα διδάξεις στα παιδιά μας φυσική μετά από αυτά)?
3. Χρόνια Πολλά Ινδιάνα της Λαπωνίας και εύχομαι ο επόμενος... Χριστινος σου να ξέρει λιγοτερα γράμματα και περισσότερα συναισθηματα!
1. Μήπως εννοείς εσένα? (γιατ δεν βλέπω πώς αλλιως βρήκες χρόνο να διαβάσεις ολο αυτο το κατεβατό, αν δεν εισαι μονος)!
2. Ο καθηγητης μου πιστευει ό,τι τον ταϊζουν οι διάφορες αυθεντίες (ότι ο κόσμος φτιάχτηκε από μια έκρηξη και άλλα τέτοια αφηρημένα- τι να λεμε τώρα)! :Ρ
3. Άμα βρεις κανεναν τέτοιο κράτα τον ακινητο να σημαδεψω με το βέλος! (να ευχηθώ και στα δικά σου?)
Πολύ πρωτότυπη χριστουγεννιάτικη ιστορία. Μακάρι να τη διάβαζε κάποιος καρτουνίστας.
Χρόνια πολλά
Sot
ευχαριστώ για άλλη μια φορά
γα την αξιοθαυμαστη υπομονή σου να διαβάζεις
τέτοια σεντόνια! :)
Χρόνια Παραμυθένια!!! ;)
Δε χρειάζεται υπομονή γιατί δεν είναι μια συνηθισμένη Χριστουγεννιάτικη ιστορία. Έχει πολύ ενδιαφέρον μέχρι το τέλος
Επίσης :)
Sot
Το επιθετό σου είπαμε ειναι ...Αγγέλου! :)
thanx
you are so kind! :)
Δημοσίευση σχολίου