Για την Ιω.
(με δυσκόλεψες πολύ που ζήτησες κείμενο για το In a manner of speaking, είναι ένα τραγούδι που έχω συνδυάσει με χωρισμό, έγραψα τρία καταθλιπτικά κείμενα και τα πέταξα, αυτό είναι το τέταρτο και ελπίζω να το βρεις αισιόδοξο)! :)
Δέκα μέρες καύσωνα και σήμερα βρέχει στην πόλη –έχει τρελαθεί το σύμπαν πια, σήμερα βρήκε να βρέχει και να έχουν μποτιλιαριστεί όλοι οι δρόμοι; Φτάνουμε αργοπορημένοι, παρκάρεις σ’ ένα στενό «έχεις πάει ξανά στο Θέατρο Ρεματιάς» ρωτάω, «όχι» λες, «άραγε θα έχει να κάτσουμε;», «δεν ξέρω!» -παίρνεις το φούτερ μαζί και κλείνεις το αμάξι. «Κρυώνεις;» σου λέω δείχνοντας τη μπλούζα, «όχι, την πήρα για να μην κάτσεις στα νερά -αν κάτσουμε» λες.
Η υγρασία καθυστερεί το sound-check. Έχω αρχίσει να διψάω. Σκοτώνω για μια κόκα. «Πάμε να πάρουμε» λες, «παιδιά τι θέλετε να φέρουμε» ρωτάς την παρέα, «δυο νερά, δυο μπύρες, κι άλλη μια, έλα πάμε» λες, «από εδώ» λέω, «από εδώ είναι αδιέξοδο» γελάς, «είσαι ψηλός, τα βλέπεις όλα, δεν είναι δίκαιο» και σε ακολουθώ. Μ’ αρέσουν τα ψηλά αγόρια.
«Πάρε» κάνω να σου δώσω τα λεφτά για το εισιτήριο, «είσαι χαζή;» μου λες, «δεν τα θέλω, εγώ σου είπα να ‘ρθουμε». «ΟΚ, θα πληρώσω τις μπύρες» αλλά τελικά με προλαβαίνεις, «να κρατάω τη σακούλα τουλάχιστον» προσπαθώ κάπως να συνεισφέρω , «με κάνεις να αισθάνομαι γάιδαρος, να κουβαλάει η κοπέλα;!» λες και μου την τραβάς, τραβάω κι εγώ, «άσε με» λέω, «δώσ’ τη μου» λες, «θα θυμώσω» λέω, την αφήνεις: «άμα είναι να σε δουν θυμωμένη οι Κοκορόζες, πάω πάσο»!
Πιάνουμε θέση στη μέση, «άραγε από πού θα βγει το φεγγάρι;» λέω, στέκεσαι λίγο, «νομίζω από εκεί» δείχνεις απέναντι –απίστευτη η αίσθηση προσανατολισμού που έχουν τα αγόρια, είναι άξιον απορίας πώς μετά χαλάει η πυξίδα, χάνονται και πελαγώνουν στις ερωτικές σχέσεις.
Και βγαίνουν οι μουρλές αδερφές, μες στα σκοτάδια και τις μουσικές, γλυκιές και λιλιπούτειες, το φεγγάρι ανεβαίνει σιγά, τα φύλλα χορεύουν με το θρόισμα τις άρπας, η νύχτα ευωδιάζει βροχή και η βότκα βρέχει το λαιμό μου κελαρυστή. Δεν κοιτάζω πια καθόλου στη σκηνή, ακούω μόνο τις μελωδίες και τις αλλόκοτες φωνούλες τους μα τίποτα δεν προσέχω, βλέπω την παράσταση του φεγγαριού ανάμεσα στα δέντρα και ξαφνικά το by your side. «Αχ μ’ αρέσει αυτό το τραγούδι» λέω και γελάω, «χαίρεσαι σαν παιδάκι» λες και γελάς κι εσύ, όχι το στόμα, τα μάτια σου. Πώς μπορούν και γελάνε τα μάτια σου!
Η συναυλία τελειώνει, «ε, τι!» λέω, «δε θα πουν το tekno lovesong; Σε πειράζει να τους φωνάξω να το πουν», «φώναξε τους!» λες, αλλά ντρέπομαι την παρέα σου και τελικά κιχ δε βγάζω, «καλά, άσε, θα φωνάξω εγώ» και φωνάζεις «tekno love song yeah –alright –χα χα, έτσι κάνουν στον Καναδά, κάθε τρεις και λίγο φωνάζουν alright στις συναυλίες» χαμογελάς κι εγώ σε κοιτάω. «Τι κοιτάς;» λες. Σκέφτομαι «σ’ αγαπάω» αλλά μάλλον είναι ηλίθιο, δε μπορεί να αγαπάς κάποιον που ξέρεις δυο μήνες και δεν έχεις καν σχέση μαζί του. Όμως ποια λέξη εκφράζει όλη αυτή την ενθαρρυντική συναισθηματική ευφορική αναμπουμπούλα που αισθάνομαι; «Τι;» με ξαναρωτάς.
Σκέφτομαι πως με φροντίζεις και με νοιάζεσαι, πως είσαι έξυπνος κι ευαίσθητος και gentleman μαζί, που μου ανοίγεις την πόρτα στο αμάξι και μου βρίσκεις τρελά τραγούδια στο μαγικό σου το pc, που με έφερες στις Cocos χωρίς καν να στο ζητήσω και θα με γυρίσεις και σπίτι για να μην κουραστώ οδηγήσω. Θέλω να σου πω πόσο μαγικό βρίσκω τον τρόπο που εσύ λες τα πάντα για το πώς νιώθεις για μένα, χωρίς να λες τίποτα. Με τις πράξεις σου. Τις παύσεις σου. Το γέλιο, τις σιωπές σου.
«Γιατί δε μιλάς, με τιμωρείς για κάτι;» λες σαν κάπως αγχωμένος. «Δεν είναι περίεργο που συχνά η σιωπή μοιάζει με επίπληξη, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι πώς ό,τι νιώθω μέσα μου είναι απλώς αμετάφραστο»; «Α, είμαι καλός στις μεταφράσεις» λες. «Κι όμως, οι λέξεις μου δε λένε τίποτα, αυτές οι ίδιες λέξεις που μπορούν να πουν τα πάντα, δε λένε τίποτα» χαμηλώνω το κεφάλι. «Δεν είπα τίποτα για λέξεις».
Και σκύβεις.
Και με φιλάς.