Σήμερα φύγαμε απ’ την Πάρο. Περιμέναμε το καράβι τέσσερις ώρες και κουράστηκα πολύ όρθια. Έκατσα για λίγο στο σάκο, αλλά η μαμά φώναξε γιατί είχε μέσα δυο δώρα για συναδέλφους της και φοβήθηκε να μην τα σπάσω. Μούτρωσα και καθόμουν όρθια ακόμη κι όταν ήρθε το πλοίο και μπήκαμε και βρήκαμε και θέση να κάτσουμε. Η μαμά βρήκε δηλαδή. Με άφησε στην πόρτα με τα μπαγκάζια κι αυτή βρήκε τις θέσεις και ήρθε και με φώναξε. Οι θέσεις ήταν πιασμένες από δυο κοπέλες αλλά έβγαλαν από πάνω τις τσάντες τους και μας τις έδωσαν. Η μια ήταν με ίσια μαλλιά και η άλλη με σπαστά. Η μια είχε πράσινα μάτια και η άλλη καστανά. Αλλά έμοιαζαν για αδελφές.
Αυτή με τα πράσινα μάτια την έλεγαν Νατάσα και είχε τελειώσει φέτος το σχολείο και μίλαγε μ’ ένα παιδάκι, πολύ παιδάκι όμως, πιο μικρό κι από νηπιαγωγείου που ήταν αγόρι αλλά το έλεγαν Δήμητρα κι έτσι κατάλαβα ότι ήταν κοριτσάκι απλά είχε αγορίστικα μαλλιά. Η Νατάσα έτρωγε τοστ που το άνοιγε και μαζί με το ζαμπόν έχυνε μέσα και τσιπς και μου έδωσε να δοκιμάσω και ήταν πολύ ωραίο. Την άλλη την έλεγαν Βάσω αλλά άργησα πολύ να το μάθω γιατί άκουγε mp3 και δε μπορούσα να τη ρωτήσω. Κι όταν τα έβγαλε τα ακουστικά άρχισε να διαβάζει ένα χοντρό βιβλίο, πιο χοντρό κι απ’ την Οδύσσεια και δεν ήθελα να την διακόψω. Μέχρι να το πάρω απόφαση να τη ρωτήσω πως τη λένε είχε φτάσει απ’ τη σελίδα 48 στην 184. Μου είπε ότι τη λένε Βάσω και όταν την ρώτησα αν είναι ζωγράφος γέλασε σα να κορόιδευε και κορόιδευε, αλλά όχι εμένα, τον εαυτό της. Της είπα ότι εμένα με λένε Βενετία και αυτή είπε «τι ωραίο όνομα, όπως η Βενετία της Ιταλίας;» αλλά εγώ της είπα «όχι, όπως τη γιαγιά μου τη Βενετία και την ξαδέλφη μου, που κι αυτή Βενετία τη λένε».
Η Βάσω είναι διαφημίστρια αλλά δουλεύει στο σούπερ μάρκετ και δεν είναι αδελφή της Νατάσας αλλά είναι οι καλύτερες φίλες. Είχαν πάει διακοπές στην Αμοργό αλλά τώρα θα γυρίσουν στην Αθήνα και η Νατάσα θα πάει στην Κρήτη στο χωριό της και η Βάσω θα πάει στην Αντίπαρος. Της είπα να μην πάει στην Αντίπαρος γιατί έχει πολύ σαματά κι εμένα δε μ’ αρέσει η φασαρία και ο πολύς κόσμος, αλλά η Βάσω είπε ότι λατρεύει την Αντίπαρος και θα πάει για τρίτη χρονιά. Και άλλα παράξενα μου έλεγε όπως ότι δεν είναι σωστό να λες στην Αντίπαρος, αλλά στην Αντίπαρο, όπως δεν είναι σωστό να λες στον επικεφαλή, αλλά στον επικεφαλής και ότι συγκεκριμένα οι επικεφαλής δεν πρέπει να γράφονται με εψιλον- γιωτα γιατί δεν υπάρχουν επικεφαλείς, αφού όλοι έχουμε ένα κεφάλι. Μετά είπε ότι τα αρχαία είναι πιο ωραία να τα διαβάζεις απ’ το πρωτότυπο γιατί έτσι μαθαίνεις πολλές καινούριες λέξεις κι εγώ τη ρώτησα «και τι χρειάζονται οι καινούριες λέξεις άμα τις ξέρω μόνο εγώ, γιατί κανένας απ’ τους συμμαθητές μου δε διαβάζει τέτοια αρχαία». Και αυτή γέλασε και μου είπε «τουλάχιστον να διαβάζεις έστω κι απ’ τη μετάφραση» και μετά άρχισαν να μαλώνουν με τη Νατάσα, γιατί αυτή την είπε «δογματική» και η Βάσω μετά την είπε «ίσια γραμμή σε εγκεφαλογράφημα» και άρχισαν να λένε η μια στην άλλη όλο κάτι τέτοιες τρομερές βρισιές μέχρι που η Βάσω ξαναφόρεσε τα ακουστικά της και σταμάτησε εκεί η κουβέντα.
Και μετά εγώ ήθελα να ρωτήσω τι ακούει τόσες ώρες αλλά έτσι που είχε φουρκιστεί δεν τολμούσα. Και προσπαθούσα να δω τι έγραφε στην οθονη του mp3 αλλά είχε κάτι τοσοδούλικα γράμματα και δεν έβγαζα γρι. Έτσι συνέχισα να μιλάω με τη Νατάσα που ήταν καλή και γλυκιά αλλά λέγαμε για βλακείες, για το σχολείο και για τον μπαμπά που δεν είχε άδεια και έμεινε στην Αθήνα και για τη μαμά που μάλωνε συνέχεια μαζί του απ’ το τηλέφωνο γιατί νομίζει ότι ο μπαμπάς αγαπάει κι άλλη γυναίκα. Και εγώ της λέω ότι και να γίνεται αυτό, εγώ δε θα έχω ποτέ άλλη μαμά και σιγά τα αβγά δηλαδή, αλλά η μαμά κλαίει και ο μπαμπάς της λέει να μην κλαίει, αλλά αυτή κλαίει και ο μπαμπάς νευριάζει και φεύγει και όταν γυρνάει κανείς δεν τον βλέπει γιατί όλοι κοιμόμαστε πια. Και αυτά τα είπα στη Νατάσα όσο η μαμά έλειπε για καφέ γιατί αν το άκουγε ότι το είπα θα με έδερνε στα σίγουρα.
Τώρα η μαμά κοιμάται και εγώ έχω ζαλιστεί γιατί κούναγε το πλοίο, γιατί έχει και σήμερα πολλά μποφόρ. Κανονικά ήταν να φύγουμε χτες αλλά είχε απαγορευτικό. Η Νατάσα λέει ότι πριν που κούναγε περάσαμε το Κάβο Ντόρο κι ότι τώρα φτάνουμε στον Πειραιά. Της είπα να μου πει πριν φτάσουμε γιατί πρέπει να πάω τουαλέτα γιατί η μαμά είπε ότι θ’ αργήσουμε να βρούμε ταξί και θα κατουριέμαι. Και η Βάσω τότε που άκουσε γιατί πήδαγε τραγούδια στο mp3 είπε ότι θα με ειδοποιήσουν, αρκεί να τους υποσχεθώ πως, όταν πάω σπίτι θα ψάξω στο χάρτη να βρω ακριβώς πού πέφτει η Βενετία της Ιταλίας. Είπε ότι είναι ντροπή να μην ξέρω καν πού είναι η Ιταλία, γιατί υπάρχει και πλοίο που κάνει κατευθείαν τη διαδρομή Ιταλία- Πάρος και τότε εγώ την ρώτησα αν υπάρχει και τέτοια γραμμή για την Αντίπαρος. Δεν ξέρω γιατί αλλά κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη και μετά είπε στη Νατάσα «εντάξει, κι εμείς που σπουδάσαμε τι καταλάβαμε;» κι έβαλε τα ακουστικά και σταμάτησε πάλι να μιλάει.
Αυτή με τα πράσινα μάτια την έλεγαν Νατάσα και είχε τελειώσει φέτος το σχολείο και μίλαγε μ’ ένα παιδάκι, πολύ παιδάκι όμως, πιο μικρό κι από νηπιαγωγείου που ήταν αγόρι αλλά το έλεγαν Δήμητρα κι έτσι κατάλαβα ότι ήταν κοριτσάκι απλά είχε αγορίστικα μαλλιά. Η Νατάσα έτρωγε τοστ που το άνοιγε και μαζί με το ζαμπόν έχυνε μέσα και τσιπς και μου έδωσε να δοκιμάσω και ήταν πολύ ωραίο. Την άλλη την έλεγαν Βάσω αλλά άργησα πολύ να το μάθω γιατί άκουγε mp3 και δε μπορούσα να τη ρωτήσω. Κι όταν τα έβγαλε τα ακουστικά άρχισε να διαβάζει ένα χοντρό βιβλίο, πιο χοντρό κι απ’ την Οδύσσεια και δεν ήθελα να την διακόψω. Μέχρι να το πάρω απόφαση να τη ρωτήσω πως τη λένε είχε φτάσει απ’ τη σελίδα 48 στην 184. Μου είπε ότι τη λένε Βάσω και όταν την ρώτησα αν είναι ζωγράφος γέλασε σα να κορόιδευε και κορόιδευε, αλλά όχι εμένα, τον εαυτό της. Της είπα ότι εμένα με λένε Βενετία και αυτή είπε «τι ωραίο όνομα, όπως η Βενετία της Ιταλίας;» αλλά εγώ της είπα «όχι, όπως τη γιαγιά μου τη Βενετία και την ξαδέλφη μου, που κι αυτή Βενετία τη λένε».
Η Βάσω είναι διαφημίστρια αλλά δουλεύει στο σούπερ μάρκετ και δεν είναι αδελφή της Νατάσας αλλά είναι οι καλύτερες φίλες. Είχαν πάει διακοπές στην Αμοργό αλλά τώρα θα γυρίσουν στην Αθήνα και η Νατάσα θα πάει στην Κρήτη στο χωριό της και η Βάσω θα πάει στην Αντίπαρος. Της είπα να μην πάει στην Αντίπαρος γιατί έχει πολύ σαματά κι εμένα δε μ’ αρέσει η φασαρία και ο πολύς κόσμος, αλλά η Βάσω είπε ότι λατρεύει την Αντίπαρος και θα πάει για τρίτη χρονιά. Και άλλα παράξενα μου έλεγε όπως ότι δεν είναι σωστό να λες στην Αντίπαρος, αλλά στην Αντίπαρο, όπως δεν είναι σωστό να λες στον επικεφαλή, αλλά στον επικεφαλής και ότι συγκεκριμένα οι επικεφαλής δεν πρέπει να γράφονται με εψιλον- γιωτα γιατί δεν υπάρχουν επικεφαλείς, αφού όλοι έχουμε ένα κεφάλι. Μετά είπε ότι τα αρχαία είναι πιο ωραία να τα διαβάζεις απ’ το πρωτότυπο γιατί έτσι μαθαίνεις πολλές καινούριες λέξεις κι εγώ τη ρώτησα «και τι χρειάζονται οι καινούριες λέξεις άμα τις ξέρω μόνο εγώ, γιατί κανένας απ’ τους συμμαθητές μου δε διαβάζει τέτοια αρχαία». Και αυτή γέλασε και μου είπε «τουλάχιστον να διαβάζεις έστω κι απ’ τη μετάφραση» και μετά άρχισαν να μαλώνουν με τη Νατάσα, γιατί αυτή την είπε «δογματική» και η Βάσω μετά την είπε «ίσια γραμμή σε εγκεφαλογράφημα» και άρχισαν να λένε η μια στην άλλη όλο κάτι τέτοιες τρομερές βρισιές μέχρι που η Βάσω ξαναφόρεσε τα ακουστικά της και σταμάτησε εκεί η κουβέντα.
Και μετά εγώ ήθελα να ρωτήσω τι ακούει τόσες ώρες αλλά έτσι που είχε φουρκιστεί δεν τολμούσα. Και προσπαθούσα να δω τι έγραφε στην οθονη του mp3 αλλά είχε κάτι τοσοδούλικα γράμματα και δεν έβγαζα γρι. Έτσι συνέχισα να μιλάω με τη Νατάσα που ήταν καλή και γλυκιά αλλά λέγαμε για βλακείες, για το σχολείο και για τον μπαμπά που δεν είχε άδεια και έμεινε στην Αθήνα και για τη μαμά που μάλωνε συνέχεια μαζί του απ’ το τηλέφωνο γιατί νομίζει ότι ο μπαμπάς αγαπάει κι άλλη γυναίκα. Και εγώ της λέω ότι και να γίνεται αυτό, εγώ δε θα έχω ποτέ άλλη μαμά και σιγά τα αβγά δηλαδή, αλλά η μαμά κλαίει και ο μπαμπάς της λέει να μην κλαίει, αλλά αυτή κλαίει και ο μπαμπάς νευριάζει και φεύγει και όταν γυρνάει κανείς δεν τον βλέπει γιατί όλοι κοιμόμαστε πια. Και αυτά τα είπα στη Νατάσα όσο η μαμά έλειπε για καφέ γιατί αν το άκουγε ότι το είπα θα με έδερνε στα σίγουρα.
Τώρα η μαμά κοιμάται και εγώ έχω ζαλιστεί γιατί κούναγε το πλοίο, γιατί έχει και σήμερα πολλά μποφόρ. Κανονικά ήταν να φύγουμε χτες αλλά είχε απαγορευτικό. Η Νατάσα λέει ότι πριν που κούναγε περάσαμε το Κάβο Ντόρο κι ότι τώρα φτάνουμε στον Πειραιά. Της είπα να μου πει πριν φτάσουμε γιατί πρέπει να πάω τουαλέτα γιατί η μαμά είπε ότι θ’ αργήσουμε να βρούμε ταξί και θα κατουριέμαι. Και η Βάσω τότε που άκουσε γιατί πήδαγε τραγούδια στο mp3 είπε ότι θα με ειδοποιήσουν, αρκεί να τους υποσχεθώ πως, όταν πάω σπίτι θα ψάξω στο χάρτη να βρω ακριβώς πού πέφτει η Βενετία της Ιταλίας. Είπε ότι είναι ντροπή να μην ξέρω καν πού είναι η Ιταλία, γιατί υπάρχει και πλοίο που κάνει κατευθείαν τη διαδρομή Ιταλία- Πάρος και τότε εγώ την ρώτησα αν υπάρχει και τέτοια γραμμή για την Αντίπαρος. Δεν ξέρω γιατί αλλά κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη και μετά είπε στη Νατάσα «εντάξει, κι εμείς που σπουδάσαμε τι καταλάβαμε;» κι έβαλε τα ακουστικά και σταμάτησε πάλι να μιλάει.