Σαν τα ’φτιαξε με την Χαρά ήταν ακόμα νέος. Κυπαρισσάκι ευθυτενές, εύρωστο, μυρωδάτο. Κι εκείνη δίχως έγνοιες, κορίτσι ροδαλό. Ο χρόνος που ξοδεύανε ήτανε κερδισμένος και νόμισμα είχανε σκληρό: τον αυθεντικό εαυτό .
Μετά ήρθε το φανταρικό, του ξύπνησε τον άντρα εκείνον που του λέγανε θα γίνει στο Στρατό. Το δέρμα του τσιτώθηκε και σα να μη χωρούσε όλα εκείνα τα βαριά που ’πέφταν απ’ το νου. Πιέστηκε, στριμώχτηκε και η Χαρά μακριά του. Ήταν ζήτημα μηνών να βρει καινούριο ταίρι.
Ελευθερία τη λέγανε και μεγαλύτερή του. Ήτανε ανεξάρτητη, στριφνή μα ωραιοτάτη. Τον έβλεπε όταν βόλευε, όχι πολύ πυκνά κι εκείνος ήταν κυνηγός μαζί και θήραμά της. Τις ώρες που ήταν μαζί έβρισκε τον εαυτό του μα όταν ήταν χώρια της γέλαγε πιο συχνά.
Και πέρασε έτσι ο καιρός, μεγάλωνε εκείνος μα κι η Ελευθερία του μεγάλωνε κι αυτή. Και γέρασε και πέρασε η μπογιά της κι ήταν τότε που τα έφτιαξε με μια μικρή που λέγανε Ζωή. Κι αν είχε όνομα μικρό ήταν διαβόλου κάλτσα, τον κράταγε σ’ εγρήγορση, με σκέρτσα και με νάζια. Δύσκολα του καθότανε κι εκείνος είχε αρχίσει μαζί της να κουράζεται, έλεγε να την αφήσει.
Τότε μια συνάδελφος, που λέγανε Ελπίδα, του είπε πως με τη Ζωή το πράγμα θα ισιώσει: «μόλις θα κάνετε παιδιά, θα δεις, θα μαλακώσει». Και έτσι έγινε ο γάμος τους και ήρθαν τα παιδιά. Μα η ζωή δεν έστρωσε, σαν μέδουσα μονάχα άπλωνε τα πλοκάμια της τριγύρω να τον πνίξει.
Εκείνη την περίοδο υπήρχε μια γυναίκα που μάλλον τον ενδιέφερε –δεν ξέρω, ούτε εκείνος, δεν παραδέχτηκε ποτέ ούτε στον εαυτό του. Τη φλέρταρε, την κοίταζε, την είχε από κοντά, μα χέρι δεν της άπλωσε ποτέ για να την πιάσει. Σαν απιστία στη Ζωή έβλεπε την Αγάπη και δε μπορούσε θηλυκά δυο να υπηρετεί. Κι αφού τη Ζωή διάλεξε, άφησε την Αγάπη και έμεινε εκεί πιστός στου βίου του τα πάθη.
Και πέρασε έτσι ο καιρός, κόντευε τα 60. Στην τράπεζα περίμενε μια μέρα στην ούρα. «Σοφία!» αναφώνησε σαν είδε τη γυναίκα που βιαστικά προσπέρασε και πήγαινε να φύγει. «Δε με θυμάσαι, είμαι ο …» , τον κοίταξε εκείνη. Γυναίκα ωραία, στιβαρή, Βορείων Προαστίων, τυλίχτηκε στη γούνα της και με ύφος πειραγμένο «στο Bocca τότε μ’ είχες δει και γύρισες την πλάτη!». «Δεν ήταν έτσι ακριβώς, με είχες παρατήσει και είχα αξιοπρέπεια γι’ αυτό δε σου μιλούσα». Εκείνη χαμογέλασε, τα δόντια της σαν λάμες , «όταν μπορούσες να με βρεις έκανες πώς δε μ’ είδες, τώρα που θες αγόρι μου, πια δε μπορείς να με έχεις»!
Το σοκ ήτανε δυνατό, έπιασε την καρδιά του, τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε στα πλακάκια. Άλλο πια δε θα θυμηθεί απ’ όσα είχε ζήσει. Μονάχα όσα δεν έζησε και πίστευε θα γίνει. Γιατί εκείνος νόμιζε πως είναι ένας άλλος, πιο έξυπνος, δημοφιλής, πιο μάγκας, πιο «μεγάλος». Μα σαν έπεσε χαμηλά και είδε όλο τον κόσμο να στέκεται από πάνω του, τότε μονάχα είδε πώς ήταν ότι έζησε, τίποτα παραπάνω. Κι αυτή που ονειρευότανε η μακρινή οπτασία, που έβλεπε από μακριά μα όσο κυνηγούσε ποτέ του δεν την έπιασε, πάλι μακριά την είδε. Και τότε το κατάλαβε. Δε θα ’χει Αθανασία – μονάχα τη Ζωούλα του και πια, χάνει κι εκείνη.
(πρόσφατα πρόσεξα ότι τα περισσότερα γυναικεία ονόματα έχουν νόημα, αντιθέτως με τα περισσότερα ανδρικά…)
Μετά ήρθε το φανταρικό, του ξύπνησε τον άντρα εκείνον που του λέγανε θα γίνει στο Στρατό. Το δέρμα του τσιτώθηκε και σα να μη χωρούσε όλα εκείνα τα βαριά που ’πέφταν απ’ το νου. Πιέστηκε, στριμώχτηκε και η Χαρά μακριά του. Ήταν ζήτημα μηνών να βρει καινούριο ταίρι.
Ελευθερία τη λέγανε και μεγαλύτερή του. Ήτανε ανεξάρτητη, στριφνή μα ωραιοτάτη. Τον έβλεπε όταν βόλευε, όχι πολύ πυκνά κι εκείνος ήταν κυνηγός μαζί και θήραμά της. Τις ώρες που ήταν μαζί έβρισκε τον εαυτό του μα όταν ήταν χώρια της γέλαγε πιο συχνά.
Και πέρασε έτσι ο καιρός, μεγάλωνε εκείνος μα κι η Ελευθερία του μεγάλωνε κι αυτή. Και γέρασε και πέρασε η μπογιά της κι ήταν τότε που τα έφτιαξε με μια μικρή που λέγανε Ζωή. Κι αν είχε όνομα μικρό ήταν διαβόλου κάλτσα, τον κράταγε σ’ εγρήγορση, με σκέρτσα και με νάζια. Δύσκολα του καθότανε κι εκείνος είχε αρχίσει μαζί της να κουράζεται, έλεγε να την αφήσει.
Τότε μια συνάδελφος, που λέγανε Ελπίδα, του είπε πως με τη Ζωή το πράγμα θα ισιώσει: «μόλις θα κάνετε παιδιά, θα δεις, θα μαλακώσει». Και έτσι έγινε ο γάμος τους και ήρθαν τα παιδιά. Μα η ζωή δεν έστρωσε, σαν μέδουσα μονάχα άπλωνε τα πλοκάμια της τριγύρω να τον πνίξει.
Εκείνη την περίοδο υπήρχε μια γυναίκα που μάλλον τον ενδιέφερε –δεν ξέρω, ούτε εκείνος, δεν παραδέχτηκε ποτέ ούτε στον εαυτό του. Τη φλέρταρε, την κοίταζε, την είχε από κοντά, μα χέρι δεν της άπλωσε ποτέ για να την πιάσει. Σαν απιστία στη Ζωή έβλεπε την Αγάπη και δε μπορούσε θηλυκά δυο να υπηρετεί. Κι αφού τη Ζωή διάλεξε, άφησε την Αγάπη και έμεινε εκεί πιστός στου βίου του τα πάθη.
Και πέρασε έτσι ο καιρός, κόντευε τα 60. Στην τράπεζα περίμενε μια μέρα στην ούρα. «Σοφία!» αναφώνησε σαν είδε τη γυναίκα που βιαστικά προσπέρασε και πήγαινε να φύγει. «Δε με θυμάσαι, είμαι ο …» , τον κοίταξε εκείνη. Γυναίκα ωραία, στιβαρή, Βορείων Προαστίων, τυλίχτηκε στη γούνα της και με ύφος πειραγμένο «στο Bocca τότε μ’ είχες δει και γύρισες την πλάτη!». «Δεν ήταν έτσι ακριβώς, με είχες παρατήσει και είχα αξιοπρέπεια γι’ αυτό δε σου μιλούσα». Εκείνη χαμογέλασε, τα δόντια της σαν λάμες , «όταν μπορούσες να με βρεις έκανες πώς δε μ’ είδες, τώρα που θες αγόρι μου, πια δε μπορείς να με έχεις»!
Το σοκ ήτανε δυνατό, έπιασε την καρδιά του, τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε στα πλακάκια. Άλλο πια δε θα θυμηθεί απ’ όσα είχε ζήσει. Μονάχα όσα δεν έζησε και πίστευε θα γίνει. Γιατί εκείνος νόμιζε πως είναι ένας άλλος, πιο έξυπνος, δημοφιλής, πιο μάγκας, πιο «μεγάλος». Μα σαν έπεσε χαμηλά και είδε όλο τον κόσμο να στέκεται από πάνω του, τότε μονάχα είδε πώς ήταν ότι έζησε, τίποτα παραπάνω. Κι αυτή που ονειρευότανε η μακρινή οπτασία, που έβλεπε από μακριά μα όσο κυνηγούσε ποτέ του δεν την έπιασε, πάλι μακριά την είδε. Και τότε το κατάλαβε. Δε θα ’χει Αθανασία – μονάχα τη Ζωούλα του και πια, χάνει κι εκείνη.
(πρόσφατα πρόσεξα ότι τα περισσότερα γυναικεία ονόματα έχουν νόημα, αντιθέτως με τα περισσότερα ανδρικά…)
12 σχόλια:
Νοηματικά πολύ τρυφερό, νοσταλγικό κι αγαπησιάρικο. Και με καλό ρυθμό για τόσο μεγάλο κείμενο. Γιατί το ποστάρισες ως πεζό και όχι ως ποίημα;
Καλησπέρα γητεύτρια
Στην αρχή πήγα να γράψω μια πολύ μικρή ιστορία, αλλά τελικά ...άπλωσε. Όσο για τη μετάλλαξή του σε μεταμοντέρνο δημοτικό τραγούδι -ήταν καθαρό ζήτημα κακοτεχνίας: δε μπορώ να ελέγξω την εμμονή μου με τις παρηχήσεις και καταλήγω σε χαζές ομοιοκαταληξίες.
Έχετε δίκιο. Τραγουδιστά διαβάζεται...
Δεκαπεντασύλλαβος στίχος, κυκλικός χορός (που χορεύεται αποκλειστικά από γυναίκες). Ό,τι πρέπει για πασχαλινό γλέντι στο χωριό, με τους άντρες από κάτω να βαράνε παλαμάκια και να κατεβάζουν καραφάκια. Πούθε βαστάει η σκούφια σου Σαμμάνε;
Αυστηρός είσαι με τον εαυτό σου. Για μένα παιδιά ξέρετε τι μετράει; Ο ρυθμός και να μου μιλάει... να μου κάνει κλικ κάτι, μια φράση ή μια λέξη μπορεί να με απογειώσει. Τα κλισέ και οι φόρμες είναι πολύ μεγάλη πρόκληση και τα γουστάρω πολύ, αλλά και το ελεύθερο κι όπου βγει πάλι μου αρέσει. Αρκεί να έχει ντουέντε ο γράφων και θα έχει και η δημιουργία του. Πάντως η σύλληψή σου ήταν πολύ επιτυχής με τα ονόματα και την χρονολογική τους τοποθέτηση... :)
Όντως διαβάζεται τραγουδιστά ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχουν ομοιοκαταληξίες. Επίσης, διαβάζοντας το θυμήθηκα αυτό το τραγούδι του Μάλαμα που λέει "καληνύχτα μαλάκα"... Ανάλογη διαδρομή
Ναι ναι, τραγουδιστό!! Όμορφο κείμενο, Σαμμάνε. Αυτές οι ανακαλύψεις μιλάνε πολύ στις ευαισθησίες μας τελικά...
Αλλά και τα αντρικά ονόματα έχουν νοήματα, ψάξτο!
Αγαπητό τίποτα
δεχόμαστε και μελοποιήσεις! Στείλε τη μουσική με την οποία τραγουδάς το κείμενό μου σε επόμενο πόστ! :)
Έλικα
γεννήθηκα στην Αθήνα, γονείς από νησιά αλλά πάντα προτιμούσα τα βουνά. Αν πατρίδα είναι όπου αγαπάς, τελευταία γυρνάω στην εξορία.
Εσύ, πόθεν έσχες;
Μάγια dear,
ελπίζω μόνο η διαδρομή των ανδρικών προσδοκιών να σου θύμισε το εν λόγω άσμα και όχι και το άτομό μου! Και παρεμπιπτόντως, εκτός απ’ τον αξιότιμο Μάλαμα, υπάρχουν και άλλοι καλλιτέχνες στη… ΛΙΣΤΑ ΑΜΜΟΥ (αυτοδιαφημίζομαι, τι κατάντια)! ;)
Idάκι
Έχω την εντύπωση ότι όλες οι αρετές και τα ιδανικά, οι ωραίες μυρωδιές και γεύσεις, εξαντλήθηκαν στην ονοματοδοσία θηλυκών. Στους άντρες κάτι αρχαιοπρεπή μείνανε, κάτι χριστιανικές έννοιες! Για να το λες εσύ όμως κάτι (κάποιον; χμ!) έχεις στο νου σου; Ομολόγησε!!
Γητεύτρια
Είναι λίγο απογοητευτικό που συμφωνείς με την πορεία που περιγράφουν τα ονόματα. Σημαίνει ότι πιστεύεις κι εσύ (όπως και η Μάγια και ο Μάλαμας) πως υπάρχουν άνθρωποι που την ακολουθούν. Δείξε τους συμπόνια, δεν ξέρουν τι κάνουν (και τι χάνουν)...
ΥΓ: Και δεν είμαι μετριόφρων! Ξέρω πως έχω ταλέντο: έχω το μοναδικό χάρισμα να καταστρέφω μια καλή ιδέα με την υλοποίηση της!
Αν είναι για την (Ε)λευθεριά να χάσεις τη Χαρά σου χέσε την όμορφη Ζωή και πήδα της Ελπίδα γιατί γραμμή σε στέλνουνε στη σκύλα την Αγάπη που αν είσαι χάνος και πιαστείς στη πνιγερή αγκαλιά της πακέτο σου φορτώνεται και η γριά Σοφία κι εσύ μαλάκα χαίρεσαι για την Αθανασία.
http://www.lostinmusic-vain.blogspot.com και
http://www.hallucinations1.blogspot.com
Είπα επιτυχής δεν είπα συμφωνώ για να την ακολουθήσει κάποιος, πόσο μάλλον εγώ. :)
Την Ελευθερία θα είχα πάντα και παραλλήλως με τη Ζωή. Τα υπόλοιπα τρία είναι περαστικά, εφήμερα και περιστασιακά.
Προς τους τελευταίους σχολιαστές:
ο Σαμμάνος μου μήνυσε ότι είναι χωρίς σύνδεση εδώ και μία εβδομάδα και σας ζητάει συγγνώμη που δεν μπορεί να απαντήσει στα σχόλια. Ελπίζει να έχει λυθεί μέχρι το Πάσχα, ώστε να ανεβάσει τη νέα Λίστα Άμμου.
Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον vain για το λινκ του.
Δημοσίευση σχολίου