Ο Δημήτρης γύρισε προσεκτικά μια ακόμη σελίδα από τα «Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη, χαϊδεύοντας το απαλό, κιτρινισμένο χαρτί του βιβλίου. Ένα καλό που είχαν τα βιβλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης ήταν η παλαιότητά τους με το μαλακό χαρτί που δεν τσάκιζε και το γλυκό, μπεζ χρώμα. Στο «Έρως – Ήρως» ταίριαζε πολύ να ακούει ταυτόχρονα κλασική μουσική, πάτησε ήρεμα το πλήκτρο του ραδιοφώνου, αλλά το Τρίτο Πρόγραμμα συνέχιζε να μη στέλνει σήμα. Άφησε το μηχάνημα ανοιχτό και βουβό, με τα φωτάκια να αναβοσβήνουν, χωρίς να ακούγεται τίποτα.
Η Μαρία πέρασε μπροστά από την πολυθρόνα του κοιτώντας τον επιτιμητικά, χωρίς όμως αυτός να αντιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο. «Το παίζει βυθισμένος στο βιβλίο του, ο παλιομαλάκας ο ψυχωτικός» σκέφτηκε η Μαρία και προχώρησε προς την κουζίνα. Τα παιδιά θα ξυπνούσαν λογικά όπου να ‘ναι και έπρεπε να τους ετοιμάσει πρωινό. Άνοιξε το αθόρυβο ψυγείο αέρος και έβγαλε τις φέτες του τοστ, το τυρί και την γαλοπούλα. Προτού τα βάλει στην τοστιέρα, έκοψε γύρω γύρω το ένταμ, ώστε να μείνει ολόκληρο μέσα στο τοστ. Την ενοχλούσε πολύ ο ήχος από το τσιτσίρισμα στην τοστιέρα, για τον ίδιο λόγο δεν έβαζε και ποτέ βούτυρο.
Η Κική είχε ξυπνήσει εδώ και ώρα, αλλά δεν αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μετρώντας τις κλήσεις του Λεωνίδα που έμεναν αναπάντητες, μία κάθε πέντε λεπτά, σκεφτόταν ότι αν τον είχε πιάσει το άγχος να μιλήσουν χτες το βράδυ, θα μπορούσε να μετράει κλήσεις αντί για προβατάκια. Ευτυχώς που το είχε βάλει στο αθόρυβο πριν κοιμηθεί, έπαιρνε από νωρίς και μπορεί μέσα στην πρωινή ζάλη της να του απαντούσε. Ωπ, μια καινούρια κλήση, από την Ιωάννα που τριβόταν στο Λεωνίδα χτες το βράδυ. Αυτό δεν της άρεσε, έτσι χανόταν το μέτρημα από τις κλήσεις του. Πήρε το κινητό και πληκτρολόγησε ήρεμα ένα μήνυμα προς την Ιωάννα: «Ήσουν απαράδεκτη χτες βράδυ, σε παρακαλώ μην τηλεφωνήσεις ποτέ ξανά. Θυμήσου να επιστρέψεις στη μητέρα μου τα παπούτσια που σου δάνεισα.» Πατώντας το πλήκτρο για αποστολή, αναρωτήθηκε: «Ο καμένος ο αδερφός μου να ξύπνησε άραγε;»
Ο Λουκάς είχε μπλέξει τόσα πολλά ποτά το προηγούμενο βράδυ (και ίσως να είχε πάρει και ένα γαλάζιο χαπάκι που του ‘δωσε η Άντζελα, αλλά δεν ήταν σίγουρος) που το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Αποφάσισε να συρθεί μέχρι το μπάνιο και να κάνει ένα κρύο ντους, πριν να πιει καφέ η οτιδήποτε. Μετά θα τηλεφωνούσε στο Μπάμπη να τον ρωτήσει αν θυμόταν καλά μια φάση που ήταν και οι δυο τους γυμνοί, μαζί με την Άντζελα στη γκαρσονιέρα του Μπάμπη. «Εντάξει να σου πηδήξουν τη γκόμενα, αλλά και μπροστά σου;» είπε από μέσα του και έσμιξε τα φρύδια του προβληματισμένος. Προχώρησε προς το μπάνιο στηριζόμενος από τοίχο σε τοίχο, άνοιξε την πόρτα και σταμάτησε για λίγο στη λεκάνη. Αφού κατούρησε μια ποσότητα που του φάνηκε απίστευτη, άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και μπήκε στην μπανιέρα. Πήρε το τηλέφωνο, το έφερε στο πρόσωπό του και άνοιξε την παροχή του κρύου νερού. Τίποτα. Δοκίμασε την παροχή του ζεστού νερού. Πάλι τίποτα. Αισθάνθηκε κάποιον να τον κοιτάζει, γύρισε προς την ανοιχτή πόρτα και είδε τη Μαρία να έχει κοντοσταθεί στο διάδρομο. Της έδειξε το τηλέφωνο, αλλά αυτή σήκωσε τους ώμους και τα φρύδια της και συνέχισε προς το δωμάτιο της Κικής. Μάλλον θα είχε γίνει διακοπή νερού. Ο Λουκάς βγήκε από τη μπανιέρα και έψαξε για το μποξεράκι και τη φανέλα του. Είχαν εμφιαλωμένα νερά στην κουζίνα, θα έπαιρνε δυο τρία μπουκάλια και θα τα έριχνε πάνω του.
Η Μαρία ήταν έτοιμη να χτυπήσει με τις άκρες των νυχιών της την πόρτα της Κικής (σε αυτό το σπίτι και ο παραμικρότερος θόρυβος ακουγόταν εκκωφαντικός), όταν η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Η Κική βγήκε έξω από το δωμάτιο και χαμογέλασε βεβιασμένα προς τη μητέρα της, που παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει. Σκέφτηκε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της και βρήκε το Λουκά γυμνό στο μπάνιο να ψάχνει στο καλάθι με τα άπλυτα. Τον χτύπησε με το δάχτυλο στον ώμο και του έδωσε το πράσινο μποξεράκι που είδε στην κρεμάστρα για τις πετσέτες - ό,τι και να έψαχνε, καλύτερα να το έκανε με το πουλί του κρυμμένο. Πρωί πρωί την όρεξή του είχανε.
Στην κουζίνα η Κική πήρε ένα τοστ από την πιατέλα και άρχισε να το τρώει στα όρθια. Μαζί με τη μητέρα της κοίταξαν κάπως έκπληκτες το Λουκά που πήρε τρία εμφιαλωμένα νερά στην αγκαλιά του και έφυγε (φορούσε και το μποξεράκι τελείως ανάποδα, το μέσα έξω και το μπρος πίσω), αλλά δε σχολίασαν τίποτα. Η Μαρία σκέφτηκε μόνο: «Τόσα χρόνια ψυχανάλυση, πεταμένα λεφτά. Αν τον αρχίζαμε ψυχοφάρμακα από μικρό, θα είχαμε και την ησυχία μας τουλάχιστον», ενώ η Κική είχε αφιερωθεί στο αργό μασούλημα του τοστ της.
Από το σαλόνι άρχισε να ακούγεται μια γλυκειά μελωδία, που θύμιζε κάτι από νανούρισμα και ξεχασμένα παιδικά χρόνια. Το στόμα της Κικής έμεινε μισάνοιχτο, με μια αλεσμένη μπουκιά να φαίνεται λίγο πριν τον ουρανίσκο της, ενώ η Μαρία έφερε το χέρι της στο αυτί της και κοίταξε λοξά προς την πόρτα του σαλονιού. Με αργά βήματα προχώρησαν και οι δύο προς τα εκεί.
Πάνω στο τραπεζάκι είδαν ένα σκονισμένο μουσικό κουτί με μια μπαλαρίνα που έκανε ατέρμονες πιρουέτες. Δίπλα του ήταν όρθιο ένα βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο που έγραφε: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Διηγήματα, Θέλω διαζύγιο», την τελευταία φράση με στυλό μπικ. Αισθάνθηκαν μια νέα παρουσία στο χώρο και γύρισαν προς την πόρτα του διαδρόμου. Ο Λουκάς στεκόταν γυμνός με νερά να τρέχουν στο πάτωμα από τα χέρια, τα πόδια του και το πέος του. «Τι έγινε ρε παιδιά;» είπε «Τι είναι όλος αυτός ο θόρυβος;»
[Χτες βράδυ είδα την κινηματογραφική ταινία «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, δημιουργού και της πιο πρόσφατης ταινίας «Η ψυχή στο στόμα». Το σημερινό κείμενο λειτουργεί μάλλον ως αντεστραμμένο είδωλο του «Σπιρτόκουτου», χωρίς όμως να το παρουσιάζει με κανένα τρόπο.]
Η Μαρία πέρασε μπροστά από την πολυθρόνα του κοιτώντας τον επιτιμητικά, χωρίς όμως αυτός να αντιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο. «Το παίζει βυθισμένος στο βιβλίο του, ο παλιομαλάκας ο ψυχωτικός» σκέφτηκε η Μαρία και προχώρησε προς την κουζίνα. Τα παιδιά θα ξυπνούσαν λογικά όπου να ‘ναι και έπρεπε να τους ετοιμάσει πρωινό. Άνοιξε το αθόρυβο ψυγείο αέρος και έβγαλε τις φέτες του τοστ, το τυρί και την γαλοπούλα. Προτού τα βάλει στην τοστιέρα, έκοψε γύρω γύρω το ένταμ, ώστε να μείνει ολόκληρο μέσα στο τοστ. Την ενοχλούσε πολύ ο ήχος από το τσιτσίρισμα στην τοστιέρα, για τον ίδιο λόγο δεν έβαζε και ποτέ βούτυρο.
Η Κική είχε ξυπνήσει εδώ και ώρα, αλλά δεν αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μετρώντας τις κλήσεις του Λεωνίδα που έμεναν αναπάντητες, μία κάθε πέντε λεπτά, σκεφτόταν ότι αν τον είχε πιάσει το άγχος να μιλήσουν χτες το βράδυ, θα μπορούσε να μετράει κλήσεις αντί για προβατάκια. Ευτυχώς που το είχε βάλει στο αθόρυβο πριν κοιμηθεί, έπαιρνε από νωρίς και μπορεί μέσα στην πρωινή ζάλη της να του απαντούσε. Ωπ, μια καινούρια κλήση, από την Ιωάννα που τριβόταν στο Λεωνίδα χτες το βράδυ. Αυτό δεν της άρεσε, έτσι χανόταν το μέτρημα από τις κλήσεις του. Πήρε το κινητό και πληκτρολόγησε ήρεμα ένα μήνυμα προς την Ιωάννα: «Ήσουν απαράδεκτη χτες βράδυ, σε παρακαλώ μην τηλεφωνήσεις ποτέ ξανά. Θυμήσου να επιστρέψεις στη μητέρα μου τα παπούτσια που σου δάνεισα.» Πατώντας το πλήκτρο για αποστολή, αναρωτήθηκε: «Ο καμένος ο αδερφός μου να ξύπνησε άραγε;»
Ο Λουκάς είχε μπλέξει τόσα πολλά ποτά το προηγούμενο βράδυ (και ίσως να είχε πάρει και ένα γαλάζιο χαπάκι που του ‘δωσε η Άντζελα, αλλά δεν ήταν σίγουρος) που το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Αποφάσισε να συρθεί μέχρι το μπάνιο και να κάνει ένα κρύο ντους, πριν να πιει καφέ η οτιδήποτε. Μετά θα τηλεφωνούσε στο Μπάμπη να τον ρωτήσει αν θυμόταν καλά μια φάση που ήταν και οι δυο τους γυμνοί, μαζί με την Άντζελα στη γκαρσονιέρα του Μπάμπη. «Εντάξει να σου πηδήξουν τη γκόμενα, αλλά και μπροστά σου;» είπε από μέσα του και έσμιξε τα φρύδια του προβληματισμένος. Προχώρησε προς το μπάνιο στηριζόμενος από τοίχο σε τοίχο, άνοιξε την πόρτα και σταμάτησε για λίγο στη λεκάνη. Αφού κατούρησε μια ποσότητα που του φάνηκε απίστευτη, άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και μπήκε στην μπανιέρα. Πήρε το τηλέφωνο, το έφερε στο πρόσωπό του και άνοιξε την παροχή του κρύου νερού. Τίποτα. Δοκίμασε την παροχή του ζεστού νερού. Πάλι τίποτα. Αισθάνθηκε κάποιον να τον κοιτάζει, γύρισε προς την ανοιχτή πόρτα και είδε τη Μαρία να έχει κοντοσταθεί στο διάδρομο. Της έδειξε το τηλέφωνο, αλλά αυτή σήκωσε τους ώμους και τα φρύδια της και συνέχισε προς το δωμάτιο της Κικής. Μάλλον θα είχε γίνει διακοπή νερού. Ο Λουκάς βγήκε από τη μπανιέρα και έψαξε για το μποξεράκι και τη φανέλα του. Είχαν εμφιαλωμένα νερά στην κουζίνα, θα έπαιρνε δυο τρία μπουκάλια και θα τα έριχνε πάνω του.
Η Μαρία ήταν έτοιμη να χτυπήσει με τις άκρες των νυχιών της την πόρτα της Κικής (σε αυτό το σπίτι και ο παραμικρότερος θόρυβος ακουγόταν εκκωφαντικός), όταν η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Η Κική βγήκε έξω από το δωμάτιο και χαμογέλασε βεβιασμένα προς τη μητέρα της, που παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει. Σκέφτηκε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της και βρήκε το Λουκά γυμνό στο μπάνιο να ψάχνει στο καλάθι με τα άπλυτα. Τον χτύπησε με το δάχτυλο στον ώμο και του έδωσε το πράσινο μποξεράκι που είδε στην κρεμάστρα για τις πετσέτες - ό,τι και να έψαχνε, καλύτερα να το έκανε με το πουλί του κρυμμένο. Πρωί πρωί την όρεξή του είχανε.
Στην κουζίνα η Κική πήρε ένα τοστ από την πιατέλα και άρχισε να το τρώει στα όρθια. Μαζί με τη μητέρα της κοίταξαν κάπως έκπληκτες το Λουκά που πήρε τρία εμφιαλωμένα νερά στην αγκαλιά του και έφυγε (φορούσε και το μποξεράκι τελείως ανάποδα, το μέσα έξω και το μπρος πίσω), αλλά δε σχολίασαν τίποτα. Η Μαρία σκέφτηκε μόνο: «Τόσα χρόνια ψυχανάλυση, πεταμένα λεφτά. Αν τον αρχίζαμε ψυχοφάρμακα από μικρό, θα είχαμε και την ησυχία μας τουλάχιστον», ενώ η Κική είχε αφιερωθεί στο αργό μασούλημα του τοστ της.
Από το σαλόνι άρχισε να ακούγεται μια γλυκειά μελωδία, που θύμιζε κάτι από νανούρισμα και ξεχασμένα παιδικά χρόνια. Το στόμα της Κικής έμεινε μισάνοιχτο, με μια αλεσμένη μπουκιά να φαίνεται λίγο πριν τον ουρανίσκο της, ενώ η Μαρία έφερε το χέρι της στο αυτί της και κοίταξε λοξά προς την πόρτα του σαλονιού. Με αργά βήματα προχώρησαν και οι δύο προς τα εκεί.
Πάνω στο τραπεζάκι είδαν ένα σκονισμένο μουσικό κουτί με μια μπαλαρίνα που έκανε ατέρμονες πιρουέτες. Δίπλα του ήταν όρθιο ένα βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο που έγραφε: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Διηγήματα, Θέλω διαζύγιο», την τελευταία φράση με στυλό μπικ. Αισθάνθηκαν μια νέα παρουσία στο χώρο και γύρισαν προς την πόρτα του διαδρόμου. Ο Λουκάς στεκόταν γυμνός με νερά να τρέχουν στο πάτωμα από τα χέρια, τα πόδια του και το πέος του. «Τι έγινε ρε παιδιά;» είπε «Τι είναι όλος αυτός ο θόρυβος;»
[Χτες βράδυ είδα την κινηματογραφική ταινία «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, δημιουργού και της πιο πρόσφατης ταινίας «Η ψυχή στο στόμα». Το σημερινό κείμενο λειτουργεί μάλλον ως αντεστραμμένο είδωλο του «Σπιρτόκουτου», χωρίς όμως να το παρουσιάζει με κανένα τρόπο.]
28 σχόλια:
Ρε αδελφέ Άμμε, θα μας τρελάνεις; Σε κάθε μια ιστορία μας πετάς τουλάχιστον 2-3 πούτσους, μερικά γαμήσια, κάποια μουνιά και τώρα που εμπνέεσαι απ' το "Σπιρτόκουτο" έχεις πλύνει το στόμα σου με ροδόνερο; Α, μάλλον εσύ μας έρχεσαι αντεστραμένος,όχι η ιστορία σου! ΥΓ: Σοβαρά, θέλω να μου πεις: δεν είναι μεγάλη καύλα για έναν συγγραφέα οι εικόνες του να λένε τόσα και να κάνουν το σινεμά του μυαλού του αναγνώστη να παίζει αδιάκοπα σκηνές απ' το κείμενό του;; Για μένα πάντως έκατσε σούπερ, δε θα χρειαστεί να νοικιάσω και dvd απόψε!
Παραδόξως, δεν λειτουργεί σαν ένα μουλιασμένο (και άρα άφλεκτο) σπιρτόκουτο, αλλά πιο πολύ σαν μία μπεργκμανική εκδοχή του. Η σιωπή είναι μερικές φορές πιο εκκωφαντική κι από τα χειρότερα ουρλιαχτά. Εντάξει, είναι λίγο ακραία όλη αυτή η έλλειψη θορύβου, αλλά εδώ έχουμε δεχτεί πολύ πιο παρανοϊκές συμβάσεις (ιδίως στα κείμενα σου αγαπητέ άμμε), οπότε γιατί όχι;
Από την άλλη μεριά, δεν είμαι σίγουρος ότι ένα τόσο "πολιτισμένο" και ήσυχο περιβάλλον μεταφέρει (έστω και μέσω του παιχνιδιού της αντιστροφής) τη βία που κουβαλάει το "Σπιρτόκουτο" του Οικονομίδη. Οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων είναι παραπλήσιες βέβαια, αλλά το κείμενο σου αποδίδει περισσότερο ένα τέλμα αρρωστημένης αποστείρωσης παρά την ένταση που βράζει μέσα στις ψυχές τους. Προκαλεί στον αναγνώστη τη δίψα για ένα ξέσπασμα θορυβώδους βίας αντί να τον κάνει να την αποστρέφεται. Κοινώς, είναι μία εντελώς άλλη ταινία - παρά τις ομοιότητες.
Όμορφη σκέψη πάντως. Το δε μουσικό κουτί είναι όλα τα λεφτά :)
Καλέ μου Σαμμάνε, τι να πω; Ευχαριστώ πολύ. Τόσο καλά λόγια έχουν να γραφτούν στα σχόλια από την τελευταία φορά που σχολίασε η Idaki. Και ναι η ουσία ήταν να αντιστραφώ, αλλιως θα έκανα καρικατούρα.
[Αλλά για να μην ξεχνιόμαστε: Καύλα μόνο; Χύνω.]
Φίλε Έλικα, άφησες ένα πολύ πυκνό σχόλιο, στο οποίο δεν έχει νόημα να απαντήσω με το συνήθη μου τρόπο, γιατί θα το αποδυναμώσω. Χαίρομαι πολύ πάντως που γράφεις πράγματα που δεν είχα σκεφτεί ο ίδιος και επί της ουσίας συμφωνώ στο ερμηνευτικό μέρος. Όσο για την έλλειψη εσωτερικής έντασης και την προσδοκία ενός ξεσπάσματος από τον αναγνώστη, θα συμφωνούσα μαζί σου, ήταν όμως κι αυτό ένα κομμάτι της αντιστροφής, όπως εγώ την είχα στο μυαλό μου. Να είσαι καλά.
Ευγε!
το "σπιρτόκουτο" δεν το έχω δει..απ'ότι βλέπω ο αντικατοπτρισμός λειτουργεί πολύ εδώ μέσα..πάντως το μουσικό κουτί μου θύμισε θρίλερ..
Τις ταινίες δεν τις έχω δει. Το μουσικό κουτί το βρίσκω συναρπαστικό. Το διάβασα μονορούφι. Αυτό σου έλεγα... ακριβώς. Είσαι ταλεντάρα κι εδώ αναδεικνύεται η δυνατότητά σου να μη σου φεύγει ο αναγνώστης. Η γραφή σου έχει δύναμη μεγάλη και δε χρειάζεται δεκανίκια από θρίλερ ή από ένα λεξιλόγιο που όταν χρησιμοποιείται σωστά, είναι εκφραστικότατο, ενώ όταν γράφεται ως πιασσάρικο είναι άκρως αντιαισθητικό. Πραγματικά, μπράβο σου!
Αγαπητέ Nago, σε ευχαριστώ πολύ.
Αγαπητή Ελαφίνη, και οι δύο ταινίες του Οικονομίδη έχουν πολύ ενδιαφέρον, αλλά είναι αρκετά δύσκολες για το μέσο θεατή: υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της ρητής ψυχολογικής βίας (στην «Ψυχή στο Στόμα» και της σωματικής) ενώ το λεξιλόγιο είναι πολύ σκληρό (κάποιοι θα το χαρακτήριζαν και χυδαίο). Σε πρώτο επίπεδο «αντικατοπτρισμός» μου έγκειται ακριβώς στο να απαλείψω – εσωτερικεύσω τη ρητή βία και να βουβάνω τους ήρωες (που ιδίως στο «Σπιρτόκουτο» βρίζουν και φωνάζουν συνεχώς). Σου τις συνιστώ πάντως και τις δύο ταινίες ανεπιφύλακτα. [Όσο για το τρομακτικό μουσικό κουτί, να ‘ναι καλά ο Σαμμάνος.]
Καλή μου Γητεύτρια, χαίρομαι πολύ που σου άρεσε, κυρίως γιατί γράφτηκε βιωματικά, είδα το «Σπιρτόκουτο» και σκέφτηκα αυτήν την ιστορία (πιθανότατα βέβαια να με επηρέασαν και οι κουβέντες μας, δεν υπήρχε όμως συνειδητή πρόθεση να γράψω αλλιώς). Από τα καλά σου λόγια θα κρατήσω όμως μόνο το «Πραγματικά μπράβο σου!» Ούτε ταλεντάρα είμαι, τουλάχιστον όχι ακόμη, ούτε η γραφή μου έχει τόσο μεγάλη δύναμη. Άλλο να χαιρόμαστε που το μωρό μπουσούλησε και άλλο από τη χαρά μας να λέμε ότι τρέχει. :-)
Θα σου πω κάτι και μην το δέσεις. Απλά βάλτο σε μια ακρούλα και θα το ανασύρεις κάποτε... Έχω κεραίες. Όταν τους έλεγα για το Σουρούνη μου λέγανε όλοι αν τον ξέρει η μάνα του. Ρε σεις τους έλεγα ο άνθρωπος είναι ταλεντάρα...
Έλα ρε υπερβολές...απαντούσαν και οι πιο πολλοί αρνούνταν και να διαβάσουν. Κάποιοι τον γνώρισαν από τον πρόλογο που είχε κάνει στο Αιδοίων Μονόλογοι. Τώρα ξέρουν τα βιβλία του απ'έξω. Και ξέρεις γιατι; Γιατί έχουν μάθει οι άνθρωποι στο δήθεν λεξιλόγιο ή το λογοτεχνικό μιας άλλης εποχής. Με περιγραφές λυρικές και λοιπά, που χρειάζεται τρεις σελίδες να πει ότι πέρασε το ποτάμι απέναντι. Αυτή η γραφή για τον αναγνώστη του σήμερα, είναι παρωχημένη. Μας ξεπερνάνε οι ρυθμοί και δεν το πιάνουν. Δεν μπορεί ο σύγχρονος συγγραφέας να εμμένει στη γραφή του 1700. Δεν έχει χρόνο ο αναγνώστης. Θέλει κάτι ξεκούραστο και να τον αγγίζει. Να βγαίνει απ'αυτόν. Να αναγνωρίζει τον εαυτό του. Περιττό να σου πω ότι οι αντιρρησίες φίλοι μου, το καινούριο το διάβασαν πριν από μένα. Ούτε όμως θέλει και Μπουκόφσκι ή Μπορίς Βιάν, γιατί δεν έχει μπούφλα μέσα του, είναι εκτονωμένος. Ούτε προλαβαίνει για τα πολύ ρομαντικά ή τα πολύ δραματικά. Θυμήσου τους μεγάλους που έβλεπαν μπροστά... Έχεις διαβάσεις Τσέχωφ; Ο άνθρωπος είχε ξεπεράσει την εποχή του κατά πολύ.
Καλή μου Γητεύτρια,
σίγουρα με κολακεύει και με ενθαρρύνει πολύ το σχόλιό σου. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι αναφέρεις συγγραφείς που με γοητεύουν πολύ (Σουρούνη, Βιαν, Μπουκόφσκι) και που ίσως έχουν επηρεάσει το γράψιμό μου (μήπως είσαι φιλολογίνα και δεν μας το λες;).
Στο μπλογκ πάντως δεν έχω μπει (ακόμη) στη διαδικασία να γράφω για ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, κείμενα που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά και όχι τα άλλα. Ξεκίνησε ως αυτοέκφραση σε μια μεταβατική περίοδο της ζωής μου και συνεχίζει ως μια διαδικασία μαθητείας και επικοινωνίας, που επιμένει να είναι ταπεινόφρων. Δε με απασχολεί καν η έντυπη έκδοση αυτών των κειμένων, τα σκορπίζω στους πέντε ιντερνετικούς ανέμους και όπου έφτασαν έφτασαν. Αν θέλεις το μπλογκ είναι και μια γενικότερη άσκηση για τη ματαιοδοξία μου, που στο παρελθόν με είχε ταλαιπωρήσει παραπάνω από πολύ.
Αν πάντως οι κεραίες σου να έχουν δίκιο, δεσμεύομαι ότι θα σας μιλάω και μετά το πρώτο μου μπεστ σέλερ. Φαντάζομαι πως θα αναγνωρίζω τότε ότι χωρίς τη δική σας ενθάρρυνση, δε θα έφτανα ποτέ εκεί που τελικά έφτασα. :-D
Γελάω... Άμμε γιατί μαζί σου παρασύρομαι και κάνω κουβέντα πιο γενική και ξεφεύγω από το θέμα. Χαίρομαι που έχουμε κοινές συγγραφικές αδυναμίες. Και όχι μην ανησυχείς δεν είμαι φιλόλογος.
χαχαχα... κι εγώ δεν τους αντέχω!Κι έχω και πολλούς κολλητούς που να μην πω... για την τύχη μου! ;)
Γιατι να μην ανησυχει καλε, τι εχουν οι φιλολογοι? Η μηπως νομιζετε κυριε αμμε οτι οι φιλολογινες εχουν εστω ακουσει να ψιθυριζονται τα ονοματα Βιαν και Μπουκοφσκι? Μπας και πηγαμε σε διαφορετικη σχολη?
Η ιστορια μου αρεσε πολυ, αλλα φοβαμαι οτι χανω πολλα απο το νοημα της επειδη δεν εχω δει την ταινια. Παντως ειναι μαλλον καλο το οτι στεκεται και μονη της, χωρις να ειναι απαραιτητος ο παραλληλισμος με το Σπιρτοκουτο
Χμμμ, καλά το ήξερα, σας λιβάνισα πολύ και πήρατε αέρα!! :PPP
Καλέ μου Άμμε, φυσικά και θα γράφω καλά λόγια, γιατί η γραφή σου με συγκινεί πολύ, είναι ένα υβρίδιο των χαρακτηριστικών που μ'αρέσουν πολύ και βρίσκω συνήθως σε ξένους συγγραφείς. Μου θυμίζει φαντασία και ζωντάνια του Gaiman σε συνδυασμό με matter-of-fact Christie και υπερρεαλιστή Μαρκές. Δυστυχώς δεν έχω το ένστικτο της γητεύτριας και δεν μπορώ να προφητεύσω την κατάληξή σας (αν και τον Σουρούνη τον ανακάλυψα στο Σοφό Παιδί και τον ερωτεύτηκα, πιάνει;).
Και αν δεν σχολιάσω σε κάποιο κείμενο συνήθως είναι επειδή δεν βρήκα ακόμη ένα αποκλειστικό μισάωρο για να το απολαύσω με την ησυχία μου ;)
Ωχωχ, η (Σια)Μέζα με έδωσε στεγνά! Καλή μου Γητεύτρια και εγώ δεν τους πολυμπορώ, αλλά είμαι ένας από αυτούς και συγκεκριμένα γλωσσολόγος. Με τόσες Φιλοσοφικές Σχολές πάντως βγαίνει τέτοιο πλήθος από εμάς κάθε χρόνο, που θα βρεις και μερικούς να συνεννοηθείς σαν άνθρωπος. Ελπίζω να ανήκω σε αυτήν την κατηγορία.
Αγαπητή (Σια)Μέζα, δε ζήτησα εγώ από τη Γητεύτρια να μην ανησυχεί, αυτή κατάλαβε να το υπονοώ από την ερώτησή που της έκανα. Εντάξει, είπαμε να κάνουμε αυτοκριτική, αλλά όχι και να αυτομαστιγωνόμαστε κιόλας.
Όσο για αυτό που με ρωτάς, στην ίδια σχολή πήγαμε, και μου έχουν μείνει πραγματικά υπέροχες αναμνήσεις από τις σπινθηροβόλες συζητήσεις στα αμφιθέατρα και τις ποιητικές βραδιές που οργανώναμε (λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα).
Το «Σπιρτόκουτο» να το δείτε, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα σας αρέσει. Από το το ίδιο το κείμενο δε χάνεις πάντως πολλά, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι της ιστορίας που να λείπει και να εξηγείται από την ταινία. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε, είσαι αρκετά διαφορετική αναγνώστρια από τους/τις προηγούμενους/ες.
Και καλή μου Idaki, το ξέρω ότι είσαι ειλικρινής και προφανώς αστειευόμουν. Εσύ με πιάνεις αδιάβαστο όμως, από τους τρεις συγγραφείς που αναφέρεις έχω διαβάσει μόνο τον Μάρκες (σχεδόν όλα του όμως). Θες να μας δώσεις λίγα στοιχεία για τον Gaiman και τον Christie;
[Φαντάζομαι ότι δεν έκανες ακόμη την επέμβαση λέιζερ. Τις καλύτερες ευχές μου και από εδώ.]
Είπα να χαριτολογήσω κι εγώ καλέ, και μετά κόντεψε να μου μείνει το Μιράντα Παπαδοπούλου στο λαιμό...
Ο Marquez φαίνεται, τολμώ να πω, σε πολλά κείμενά σου. Αλλά TON Christie? TON?? ΤΟΝ!! Άμμε; Είστε καλά; Η Άγκαθα; Τη θυμάστε; Δεν μπορεί... :PPPΡΡ (ευχαριστώ για τα γέλια πάντως!)
Όσο για τον Neil Gaiman, πιστεύω πως θα σου αρέσει. Τον συστήνει όμορφα αυτή η μικρή ιστορία: The Case Of Four And Twenty Blackbirds. Το Google ανά χείρας, θα σου χρειαστεί μόλις θυμηθείς πού ξέρεις τους ήρωες... Αν σου αρέσει να διαβάζετε στα αγγλικά, βέβαια - αλλιώς θα πρέπει να ψάξω αν έχει μεταφραστεί κάποιο βιβλίο του...
Ευχαριστώ για τις ευχές, η εγχείρηση είναι στις 28, μέχρι τότε σερφάρω μετά μανίας ;)
...να διαβάζεις, even (πάλι διόρθωνα τους πληθυντικούς, αμάν πια!)
“..o Christie…” LOOL! Με μπέρδεψε το matter of fact που αναφέρεις, το πήρα για τίτλο μυθιστορήματος και δε μου έκανε συνδυασμό με το όνομα. Εντάξει, προφανώς και έχω διαβάσει την θεία Άγκαθα, πιθανόν να πρόσεξες την επιρροή της και στο Neverending story με τη μίσιζ Μυρτλ.
Ευχαριστώ πολύ για το λινκ, άι σπικ ιγγλις γκουντ εντ άι εμ σεκιούρ άι γουιλ ριντ δε χίστορι ιζι.
Ααααααααχ ο Μαρκες!(δακρυα χαρας)
Αη σπηκ ινγλαντ βερη μπεστ του!
καλε, και μια ερωτηξις ακομα, που καταλαβατε κυριε αμμε οτι ειμαι η μεζα και οχι η Σια???
Υπέθεσα από το σχόλιο ότι μιλάει η φιλόλογος από τις δυο σας και από ό,τι θυμάμαι αυτή είναι η Μέζα. Αν κάνω λάθος, διορθώστε με, είναι κρίμα η σχέση μας να οικοδομηθεί πάνω σε μία παρεξήγηση.
Ειμαστε και οι δυο φοιτητριες φιλολογιας για να ακριβολογουμε, απλως εγω, η Μεζα, εχω βαλει σκοπο να δημιουργησω εναν αστικο μυθο και τριγυρναω και λεω στον κοσμο οτι ειμαι στο ΤΕΙ Παραψυχολογιας Χαρτομαντειας Αστρολογιας και Αναγνωσης Σπλαχνων Ορνιθων. Γιαυτο δημιουργηθηκε η παρεξηγησις. Μπαι δε γουεη, αν σας βρισκω ονλαην, περαστε απο το ολοκαινουργιο σι-μποξ του βλογ μας(κατω απο τα λινκς ακριβως) για να τα πουμε!
μου αρέσουν οι ιστορίες με π*τσους, μ*νια, γ*μησια και τα σχετικά. κιπ γκόινγκ!
Γεια σου ρε Keimgreek! Μας βρήκες στη βαριά κουλτούρα και είπες να μας θυμίσεις το «παν μέτρον άριστον». Λοιπόν, σοβαρά τώρα, κάτι που μου αρέσει σε σένα, είναι ότι τα σχόλιά και τα ποστ σου έχουν μια χαρακτηριστική αμεσότητα και ειλικρίνεια. Δεν ξέρω πολλούς/ες μπλόγκερ που θα μπορούσαν να γράψουν σε σχόλιο την πρόταση «μου αρέσουν οι ιστορίες με πούτσους, μουνιά, γαμήσια και τα σχετικά. Κιπ γκόινγκ!» (δεν ξέρω πώς το λένε αυτό που έκανα, αντίστροφη λογοκρισία ίσως;) Μην ανησυχείς, το μπλογκ αυτό προσπαθεί να είναι και του λιμανιού και του σαλονιού, ισορροπίες ψάχνουμε λίγο, αλλα θα τις βρούμε κάποια στιγμή, τι διάολο.
mporo episis na su pw poies istories DEN MOU ARESUN, alla exume kairo mprosta mas. hehehe.
Αγαπητέ Keimgreek, δεν έχουμε και τόσο καιρό όσο νομίζεις. Πέρνα μια βόλτα από το μπλογκ την Κυριακή…
:) :)`:)
(συμπλήρωμα)
συγνώμηηηηη. δεν είμαι από τους τύπους που λένε ότι μου αρέσουν οι ιστορίες με πούτσους και μουνιά! Είχα βάλει αστεράκι! ***** !!!
;-pppp
Καλή μου Γιατηναρλέτα,
:-D
Φίλε Keimgreek, σε αυτό το μπλόγκ λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη (και αντιστοίχως τον πούτσο πούτσο, το μουνί μουνι και πάει λέγοντας). Εφαρμόζουμε λοιπόν και τεχνικές αντίστροφης λογοκρισίας.
Δημοσίευση σχολίου