Τη φετινή χρονιά άλλαξαν πολλά στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, κυρίως από την πλευρά της ευθύτητας και της ειλικρίνειας. Ήταν σημαντικό να απελευθερώσω τις δύσκολες ερωτήσεις από μέσα μου, να δείξω το θυμό μου, να προτείνω ριζικές αλλαγές ειδάλλως τον αποχωρισμό. Όταν το κατάφερα όμως, τους/τις πήρε όλους/ες η μπάλα και μείναν όσοι πραγματικά ήθελαν.
Παρόλο λοιπόν που είχα σχεδόν συνηθίσει τη διαδικασία, κατέβαινα χτες στο Μπιτ Παζάρ με το στομάχι μου σφιγμένο και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Γιατί είχα κάνει κατ’ αρχήν την πρόταση στη Λίτσα; Η σχέση με τους λογοτεχνικούς ήρωες είναι πολύ πιο αυστηρή και οριοθετημένη απ’ ό,τι με τους ανθρώπους. Δεν μπορούσα να αλλάξω τίποτα στη Λίτσα, το πολύ πολύ να τη φανταζόμουν κάποια στιγμή διαφορετικά. Έτσι όμως θα ήταν πάλι σαν να μην την έχω γνωρίσει.
Είχε αρκετά καλό καιρό, τα εξωτερικά τραπεζάκια της «Σελήνης» ήταν όμως άδεια. Ο κόσμος φοβόταν μάλλον μήπως βγάλει ψύχρα αργότερα. Μπήκα στο όμορφο μαγαζάκι και χαιρετηθήκαμε με το Χρήστο: «Γεια, τι γίνεται;» «Χρήστο, μήπως ήρθε μια κοπέλα και με ζήτησε;» «Τι να σου πω ένα Μιχάλη ζήτησαν… Α, εσύ είσαι, πώς θυμόμουν άλλο όνομα; Να, εκεί έχει κάτσει, πίσω από την παρέα απ’ το Δίκτυο.» Γύρισα με κάποια επιφύλαξη να κοιτάξω προς το μέρος της.
Τα σημεία που είχα φανταστεί ήταν ακριβώς έτσι: μεγάλο, πλούσιο στήθος, δυνατοί ώμοι και χέρια, στον κορμό έμοιαζε μάλλον με αντρογυναίκα. Φορούσε και το ελαφρύ πράσινο παλτό που είχα σκεφτεί ότι της άρεσε πολύ.
Έπινε μια γουλιά από την ούρσους της όταν την πλησίασα αρκετά. Χωρίς να αφήσει το ποτήρι από τα χείλη της, με κάρφωσε με το βλέμμα της. Είχε όμορφα μάτια, αμυγδαλωτά και στο χρώμα της στάχτης. Σκέφτηκα ένα στίχο του Σολωμού από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και ανατρίχιασα: «Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.»
Κατέβασε αργά το ποτήρι, έγλειψε τα χείλη με τη γλώσσα της και είπε: «Καλός το μπατέρα! Επιτέλουζ γνόριζόμασται από κοντά.» Γέλασα και κάθισα απέναντί της. «Ποιος πατέρας βρε Λίτσα;» τη ρώτησα και αυτή απάντησε αμέσως: «Ο πνεβματικός μου παταίρας!». Ήταν κι ετοιμόλογη.
Ήταν Παρασκευή, οπότε δεν με ένοιαζε πόσο νωρίς θα ξυπνήσω την επόμενη ημέρα. Παράγγειλα ένα τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, ψητά μανιτάρια, κεμπάπ γιαουρτλού και μια σαλάτα με ρόκα και βαλσάμικο. «Εσύ Λίτσα, πεινάς, θες να παραγγείλεις κάτι επιπλέον;» «Μπα, αίφαγα καλλά προτού έρθο.» Φοβήθηκα να ρωτήσω τι ακριβώς, οπότε μείναμε στις δικές μου παραγγελίες.
Η κουβέντα κύλησε κάπως αναμενόμενα, με τη Λίτσα να μιλά για τον εαυτό της σαν να ήταν μια τελείως συνηθισμένη υπάλληλος μιας εταιρείας που ασχολούνταν με το τηλεμάρκετινγκ, στην κρίση των τριάντα, να σκέφτεται από τη μια μεριά να κάνει οικογένεια και από την άλλη ότι δεν έχει βρει ακόμη τον κατάλληλο. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα πλήξει αφόρητα, με γοήτευε όμως πολύ ακριβώς επειδή ήξερα ότι πίσω από την επίφαση ηρεμίας κρυβόταν μια μανιακή δολοφόνος.
Η Λίτσα βούτηξε ένα κομμάτι από το κεμπάπ στο γιαούρτι και φέρνοντας το στο στόμα της με ρώτησε «Καλλά, δεν έχεις βαρεθή τη ζοή σου;» Έφτυσα λίγο από το τσίπουρο που έπινα, καθώς δεν περίμενα τόση ειλικρίνεια (ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι στην περίπτωσή της Λίτσας, η συγκεκριμένη ερώτηση μπορούσε να ακουστεί και ως απειλή). Άρχισα να της εξηγώ ότι κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαιτερότητα του και ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε να ακούσουμε ενδιαφέροντα νέα κάθε φορά, η Λίτσα όμως φώναξε: «Α να σε πω, εγώ νώμιζα ό,τι τις μαλακήες αφτές της είχες κόψη!» κραδαίνοντας το μαχαίρι με το οποίο ήταν έτοιμη να κόψει το μανιτάρι. Κάποιοι γύρισαν να κοιτάξουν από τα άλλα τραπέζια τι γίνεται, η Λίτσα όμως έσκασε ένα τέτοιο γλυκό χαμόγελο, που όλοι κατάλαβαν ότι ήταν αστείο.
«Ξες ό,τι δεν είναι αστύο.» είπε η Λίτσα. «Δε με έφαιρες εδώ, για να σε πω τα ναία μου από τη δουλιά. Τη θέλεις;» Της απάντησα κάπως αμήχανα ότι δεν είχα τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό μου και σίγουρα δεν ήθελα να σκοτώσει κανέναν για χάρη μου.
«Ούτε καν των αφεντηκό σου;» ρώτησε πονηρά η Λίτσα, αλλά εγώ κούνησα το κεφάλι με τρόμο. Εντάξει με αηδίαζε, είπαμε, αλλά όχι και να ψάχνουν τα κομμάτια του από το Κορδελιό ως την Καλαμαριά. «Αυτώ που δε σκέφτικες» είπε η Λίτσα «είνε ότι εγώ θημώνω έφκολα. Αν δε με βρης έναν πιο σοβαρό λόγω, θα σκωτόσο εσένα.»
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα εκείνη την ώρα, καθαρά από καλλιτεχνική διαστροφή, ήταν «Κρίμα ρε γαμώτο, τόσο ωραία ιστορία και δε θα μπορέσω να τη γράψω, επειδή θα είμαι νεκρός. Μήπως να στείλω κανένα μήνυμα με το βασικό σκελετό στο Σαμμάνο;». Μέτά ήρθα λίγο στα συγκαλά μου και συνειδητοποίησα ότι πλέον μου άρεσε η ζωή μου αρκετά για να θέλω ν’ αυτοκτονήσω (όταν σκοτώνει το συγγραφέα ένας ήρωας που δημιούργησε ο ίδιος συγγραφέας, πώς να το πεις;). Έπρεπε να βρω κάτι να πω στη Λίτσα και έπρεπε να το βρω σύντομα.
Αποφάσισα να πάρω τα ρίσκα μου με την ειλικρίνεια: «Κοίτα να δεις Λίτσα» είπα «έχεις δίκιο, σε κάλεσα εδώ για ένα σοβαρό λόγο, που είναι όμως πολύ απλός. Με γοητεύεις πολύ, πάντα με γοήτευαν τρελοί άνθρωποι σαν εσένα.» Η Λίτσα με κοίταξε με έκπληξη και με ρώτησε: «Καλλά δεν έχης πρόβλημα με τις πράξης μου; Σκοτόνω ανθρώπους με τηγάνεια, τους σιδερόνω, τους μαχαιρόνω, τους φιλακίζω μέχρι να πεθάνουν της πήνας. Πώς μπορείς και γράφεις για μένα τόσο αποστασιοποιημένα;» Την τελευταία ερώτηση δε θα μπορούσε να την έχει κάνει η Λίτσα, αλλά μάλλον ρωτούσα εγώ μέσα από αυτήν.
Αυτό ήταν μια καλή ερώτηση. Έχοντας μεγαλώσει με τη μητέρα μου από πολύ μικρός, οι γυναίκες πάντα είχαν πολύ πιο πυκνούς και βαθείς ρόλους στη ζωή μου από ό,τι οι άντρες. Έπαιρνα τους ρόλους της μητέρας, της συζύγου, της ερωμένης, της κόρης, τους έβαζα στο μίξερ και αναρωτιόμουνα κάθε φορά τι πήγε στραβά με το τελικό αποτέλεσμα (το οποίο όμως κατανάλωνα με απίστευτη όρεξη). Επιπλέον, οι γυναίκες που με γοήτευαν περισσότερο ερωτικά ήταν αυτές που κουβαλούσαν κάποια ψυχική ανισορροπία, και γιατί μπορούσα να θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερό τους, αλλά και γιατί ζήλευα το «θάρρος» τους να περπατάνε στην άλλη μεριά, σε αυτό που ονομάζουμε τρέλα.
Προσπάθησα να τα εξηγήσω όλα αυτά στη Λίτσα, που με άκουσε με πολλή προσοχή, στο τέλος όμως κούνησε το κεφάλι στενοχωρημένη, έβγαλε από την τσάντα της έναν μπαλτά και τον ακούμπησε στο μαρμάρινο τραπεζάκι. «Δε σε αρέσο μόνο για αφτό…» είπε «και εμαίνα οι μισές αλήθχιες δε με αρέσουν καθόλου». Καθώς χάιδευε τη λαβή του μπαλτά, άρχισα να παραδέχομαι ότι πράγματι είχε δίκιο. Σίγουρα είχα δημιουργήσει μια υπερβολική γυναικεία φιγούρα, με κύριο χαρακτηριστικό την τρέλα, που παλιότερα με γοήτευε πολύ στις γυναίκες. Η Λίτσα όμως ήμουν επίσης και εγώ, ένας άνθρωπος που καταπίεζε για χρόνια το θυμό του πίσω από ένα προσωπείο ευγένειας και όταν πήρε χαμπάρι πόση οργή κουβαλούσε, είχε ανάγκη να τη σκορπίσει δεξιά και αριστερά, χωρίς να μπορεί πάντα. «Έχεις δίκιο Λίτσα», κατέληξα «θα μου άρεσε να εξαφανίσεις το αφεντικό μου, νιώθω πολλή οργή για αυτόν. Είμαι όμως αρκετά πολιτισμένος, για να θέλω συνειδητά κάτι τέτοιο. Δε με γοητεύεις μόνο ως τρελή, σε θαυμάζω και ως θαρραλέα.»
Η Λίτσα σήκωσε το μπαλτά ακριβώς απέναντι από το κούτελό μου, και μου είπε με τα μάτια της να πετάνε σπίθες: «Τι ντρέπεσε όμως περισότερο να παραδεχτείς σε αφτό το ακροατίριο, τι σου ρίχνει περισότερο τα μούτρα;» Όλα σχεδόν τα τραπέζια είχαν γυρίσει προς το μέρος μας, ενώ ο Χρήστος είχε μείνει με το δίσκο μετέωρο στα χέρια, να τρέμει ελαφρά. «Εντάξει, το βασικό κόνσεπτ σου είναι συνδυασμός από το “Matador” του Αλμοδόβαρ και το “Serial Mom” του Γουότερς!» φώναξα «Και μιμούμαι το Μποστ! Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» Η Λίτσα κατέβασε με ορμή τον μπαλτά, κόβοντας το τελευταίο κεμπάπ ακριβώς στη μέση.
Παρόλο λοιπόν που είχα σχεδόν συνηθίσει τη διαδικασία, κατέβαινα χτες στο Μπιτ Παζάρ με το στομάχι μου σφιγμένο και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Γιατί είχα κάνει κατ’ αρχήν την πρόταση στη Λίτσα; Η σχέση με τους λογοτεχνικούς ήρωες είναι πολύ πιο αυστηρή και οριοθετημένη απ’ ό,τι με τους ανθρώπους. Δεν μπορούσα να αλλάξω τίποτα στη Λίτσα, το πολύ πολύ να τη φανταζόμουν κάποια στιγμή διαφορετικά. Έτσι όμως θα ήταν πάλι σαν να μην την έχω γνωρίσει.
Είχε αρκετά καλό καιρό, τα εξωτερικά τραπεζάκια της «Σελήνης» ήταν όμως άδεια. Ο κόσμος φοβόταν μάλλον μήπως βγάλει ψύχρα αργότερα. Μπήκα στο όμορφο μαγαζάκι και χαιρετηθήκαμε με το Χρήστο: «Γεια, τι γίνεται;» «Χρήστο, μήπως ήρθε μια κοπέλα και με ζήτησε;» «Τι να σου πω ένα Μιχάλη ζήτησαν… Α, εσύ είσαι, πώς θυμόμουν άλλο όνομα; Να, εκεί έχει κάτσει, πίσω από την παρέα απ’ το Δίκτυο.» Γύρισα με κάποια επιφύλαξη να κοιτάξω προς το μέρος της.
Τα σημεία που είχα φανταστεί ήταν ακριβώς έτσι: μεγάλο, πλούσιο στήθος, δυνατοί ώμοι και χέρια, στον κορμό έμοιαζε μάλλον με αντρογυναίκα. Φορούσε και το ελαφρύ πράσινο παλτό που είχα σκεφτεί ότι της άρεσε πολύ.
Έπινε μια γουλιά από την ούρσους της όταν την πλησίασα αρκετά. Χωρίς να αφήσει το ποτήρι από τα χείλη της, με κάρφωσε με το βλέμμα της. Είχε όμορφα μάτια, αμυγδαλωτά και στο χρώμα της στάχτης. Σκέφτηκα ένα στίχο του Σολωμού από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και ανατρίχιασα: «Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.»
Κατέβασε αργά το ποτήρι, έγλειψε τα χείλη με τη γλώσσα της και είπε: «Καλός το μπατέρα! Επιτέλουζ γνόριζόμασται από κοντά.» Γέλασα και κάθισα απέναντί της. «Ποιος πατέρας βρε Λίτσα;» τη ρώτησα και αυτή απάντησε αμέσως: «Ο πνεβματικός μου παταίρας!». Ήταν κι ετοιμόλογη.
Ήταν Παρασκευή, οπότε δεν με ένοιαζε πόσο νωρίς θα ξυπνήσω την επόμενη ημέρα. Παράγγειλα ένα τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, ψητά μανιτάρια, κεμπάπ γιαουρτλού και μια σαλάτα με ρόκα και βαλσάμικο. «Εσύ Λίτσα, πεινάς, θες να παραγγείλεις κάτι επιπλέον;» «Μπα, αίφαγα καλλά προτού έρθο.» Φοβήθηκα να ρωτήσω τι ακριβώς, οπότε μείναμε στις δικές μου παραγγελίες.
Η κουβέντα κύλησε κάπως αναμενόμενα, με τη Λίτσα να μιλά για τον εαυτό της σαν να ήταν μια τελείως συνηθισμένη υπάλληλος μιας εταιρείας που ασχολούνταν με το τηλεμάρκετινγκ, στην κρίση των τριάντα, να σκέφτεται από τη μια μεριά να κάνει οικογένεια και από την άλλη ότι δεν έχει βρει ακόμη τον κατάλληλο. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα πλήξει αφόρητα, με γοήτευε όμως πολύ ακριβώς επειδή ήξερα ότι πίσω από την επίφαση ηρεμίας κρυβόταν μια μανιακή δολοφόνος.
Η Λίτσα βούτηξε ένα κομμάτι από το κεμπάπ στο γιαούρτι και φέρνοντας το στο στόμα της με ρώτησε «Καλλά, δεν έχεις βαρεθή τη ζοή σου;» Έφτυσα λίγο από το τσίπουρο που έπινα, καθώς δεν περίμενα τόση ειλικρίνεια (ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι στην περίπτωσή της Λίτσας, η συγκεκριμένη ερώτηση μπορούσε να ακουστεί και ως απειλή). Άρχισα να της εξηγώ ότι κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαιτερότητα του και ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε να ακούσουμε ενδιαφέροντα νέα κάθε φορά, η Λίτσα όμως φώναξε: «Α να σε πω, εγώ νώμιζα ό,τι τις μαλακήες αφτές της είχες κόψη!» κραδαίνοντας το μαχαίρι με το οποίο ήταν έτοιμη να κόψει το μανιτάρι. Κάποιοι γύρισαν να κοιτάξουν από τα άλλα τραπέζια τι γίνεται, η Λίτσα όμως έσκασε ένα τέτοιο γλυκό χαμόγελο, που όλοι κατάλαβαν ότι ήταν αστείο.
«Ξες ό,τι δεν είναι αστύο.» είπε η Λίτσα. «Δε με έφαιρες εδώ, για να σε πω τα ναία μου από τη δουλιά. Τη θέλεις;» Της απάντησα κάπως αμήχανα ότι δεν είχα τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό μου και σίγουρα δεν ήθελα να σκοτώσει κανέναν για χάρη μου.
«Ούτε καν των αφεντηκό σου;» ρώτησε πονηρά η Λίτσα, αλλά εγώ κούνησα το κεφάλι με τρόμο. Εντάξει με αηδίαζε, είπαμε, αλλά όχι και να ψάχνουν τα κομμάτια του από το Κορδελιό ως την Καλαμαριά. «Αυτώ που δε σκέφτικες» είπε η Λίτσα «είνε ότι εγώ θημώνω έφκολα. Αν δε με βρης έναν πιο σοβαρό λόγω, θα σκωτόσο εσένα.»
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα εκείνη την ώρα, καθαρά από καλλιτεχνική διαστροφή, ήταν «Κρίμα ρε γαμώτο, τόσο ωραία ιστορία και δε θα μπορέσω να τη γράψω, επειδή θα είμαι νεκρός. Μήπως να στείλω κανένα μήνυμα με το βασικό σκελετό στο Σαμμάνο;». Μέτά ήρθα λίγο στα συγκαλά μου και συνειδητοποίησα ότι πλέον μου άρεσε η ζωή μου αρκετά για να θέλω ν’ αυτοκτονήσω (όταν σκοτώνει το συγγραφέα ένας ήρωας που δημιούργησε ο ίδιος συγγραφέας, πώς να το πεις;). Έπρεπε να βρω κάτι να πω στη Λίτσα και έπρεπε να το βρω σύντομα.
Αποφάσισα να πάρω τα ρίσκα μου με την ειλικρίνεια: «Κοίτα να δεις Λίτσα» είπα «έχεις δίκιο, σε κάλεσα εδώ για ένα σοβαρό λόγο, που είναι όμως πολύ απλός. Με γοητεύεις πολύ, πάντα με γοήτευαν τρελοί άνθρωποι σαν εσένα.» Η Λίτσα με κοίταξε με έκπληξη και με ρώτησε: «Καλλά δεν έχης πρόβλημα με τις πράξης μου; Σκοτόνω ανθρώπους με τηγάνεια, τους σιδερόνω, τους μαχαιρόνω, τους φιλακίζω μέχρι να πεθάνουν της πήνας. Πώς μπορείς και γράφεις για μένα τόσο αποστασιοποιημένα;» Την τελευταία ερώτηση δε θα μπορούσε να την έχει κάνει η Λίτσα, αλλά μάλλον ρωτούσα εγώ μέσα από αυτήν.
Αυτό ήταν μια καλή ερώτηση. Έχοντας μεγαλώσει με τη μητέρα μου από πολύ μικρός, οι γυναίκες πάντα είχαν πολύ πιο πυκνούς και βαθείς ρόλους στη ζωή μου από ό,τι οι άντρες. Έπαιρνα τους ρόλους της μητέρας, της συζύγου, της ερωμένης, της κόρης, τους έβαζα στο μίξερ και αναρωτιόμουνα κάθε φορά τι πήγε στραβά με το τελικό αποτέλεσμα (το οποίο όμως κατανάλωνα με απίστευτη όρεξη). Επιπλέον, οι γυναίκες που με γοήτευαν περισσότερο ερωτικά ήταν αυτές που κουβαλούσαν κάποια ψυχική ανισορροπία, και γιατί μπορούσα να θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερό τους, αλλά και γιατί ζήλευα το «θάρρος» τους να περπατάνε στην άλλη μεριά, σε αυτό που ονομάζουμε τρέλα.
Προσπάθησα να τα εξηγήσω όλα αυτά στη Λίτσα, που με άκουσε με πολλή προσοχή, στο τέλος όμως κούνησε το κεφάλι στενοχωρημένη, έβγαλε από την τσάντα της έναν μπαλτά και τον ακούμπησε στο μαρμάρινο τραπεζάκι. «Δε σε αρέσο μόνο για αφτό…» είπε «και εμαίνα οι μισές αλήθχιες δε με αρέσουν καθόλου». Καθώς χάιδευε τη λαβή του μπαλτά, άρχισα να παραδέχομαι ότι πράγματι είχε δίκιο. Σίγουρα είχα δημιουργήσει μια υπερβολική γυναικεία φιγούρα, με κύριο χαρακτηριστικό την τρέλα, που παλιότερα με γοήτευε πολύ στις γυναίκες. Η Λίτσα όμως ήμουν επίσης και εγώ, ένας άνθρωπος που καταπίεζε για χρόνια το θυμό του πίσω από ένα προσωπείο ευγένειας και όταν πήρε χαμπάρι πόση οργή κουβαλούσε, είχε ανάγκη να τη σκορπίσει δεξιά και αριστερά, χωρίς να μπορεί πάντα. «Έχεις δίκιο Λίτσα», κατέληξα «θα μου άρεσε να εξαφανίσεις το αφεντικό μου, νιώθω πολλή οργή για αυτόν. Είμαι όμως αρκετά πολιτισμένος, για να θέλω συνειδητά κάτι τέτοιο. Δε με γοητεύεις μόνο ως τρελή, σε θαυμάζω και ως θαρραλέα.»
Η Λίτσα σήκωσε το μπαλτά ακριβώς απέναντι από το κούτελό μου, και μου είπε με τα μάτια της να πετάνε σπίθες: «Τι ντρέπεσε όμως περισότερο να παραδεχτείς σε αφτό το ακροατίριο, τι σου ρίχνει περισότερο τα μούτρα;» Όλα σχεδόν τα τραπέζια είχαν γυρίσει προς το μέρος μας, ενώ ο Χρήστος είχε μείνει με το δίσκο μετέωρο στα χέρια, να τρέμει ελαφρά. «Εντάξει, το βασικό κόνσεπτ σου είναι συνδυασμός από το “Matador” του Αλμοδόβαρ και το “Serial Mom” του Γουότερς!» φώναξα «Και μιμούμαι το Μποστ! Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» Η Λίτσα κατέβασε με ορμή τον μπαλτά, κόβοντας το τελευταίο κεμπάπ ακριβώς στη μέση.
17 σχόλια:
τελειο.
θα το διαβασω 5-6 φορες ακομα μηπως μου ερθει κατι καλο να αφησω για σχολιο
lol!arketa sourealistiko kai m aresei.to litsa einai kapos kits kai banal alla pisteuo oti gi auton akrivos to logo to xrisimopoihses.einai polu koinotupo gia n anikei s ena xehoristo prosopo...ki omos!
episis itan euxaristo na diavazo gia meri tis polis mou tis latremenis salonikis.etsi gi allagi!blogger tis salonikis enotheite!
Τι ιστορία κι αυτή χωρίς αίμα και σπέρμα; Μονάχα ένας "σκελετός" βρέθηκε και αυτός λογοτεχνικού κειμένου! Πάντως η σκέψη ότι η ηρωίδα σκοτώνει τον συγγραφέα/ δημιουργό της ήταν ανατριχιαστική -γιατί για τους περισσότερους αυτό συμβαίνει μεταφορικά (ο ήρωας γεννιέται τρώγοντας τα σπλάχνα του συγγραφέα!) αλλά η Λίτσα μπορεί να ρουφήξει κανονικά τον εγκέφαλο του δημιουργού της μέσα από το αφτί του, σαν χοχλιό μπουμπουριστό -σλούρπ (καλά, το έκανα τελείως σπλάτερ)!,
καλώς σε βρήκα και πάλι!πολλλυυυυυύ ωραίο το κείμενο!η λίτσα σε στυλ φωνή της συνείδησης?καλά,όλοι από κάπου ξεκινάμε,η έμπνευση δεν έρχεται έτσι ξεκούδουνα από μόνη της!το αφεντικό σου πάντως πρέπει να σε βασανίζει πολύ άσχημα ε?
Αχ τι μου θύμισαε μπρε Αδελφέ Αμμω..... τα χρόνια που μόλις ειχε ανοίξει η Σελήνη ημουν μόνιμος θαμώνας. Δεν το περιμενα να υπάρχει ακόμα. Βλακεία μου βέβαια. Δώσε χαιρετίσματα στον Χρίστο, μπορεί και να με θυμάται, απο τον Γιάννη να του πεις, τον οδοντογιατρό, που ερχόταν καθε ΣΒΚ τους χειμόνες απο Ζαgora kαι κερνούσε όλα τα φρικιά. Πα πα πα...
Καλημέρα σας και βοήθειά μας.
ΟΚ το παίρνω πίσω - Μ΄ΑΡΕΣΕ ΤΡΕΛΑ!!
Οι ιδέες πίσω από το κείμενο, η ίδια η Λίτσα από κοντά, ο τρόμος σου και φυσικά το τέλος!
ΥΓ. Τελικά... βλέπω :D
κρίμα που δεν είχε αίμα...ίσως έπρεπε να σου ανοίξει το κεφάλι στα δύο ή έστω να σκοτώσει τον Χρήστο γιατί κλείνει το μαγαζί νωρίς.
Καλώς τους/τες!
Λόγω τετραημέρου ήμουν αρκετά στους δρόμους, οπότε εγκατέλειψα προς στιγμήν τις ευγενείς μου συνήθειες των συχνών απαντήσεων.
Φίλε Φαητμπάκ, περιμένω με αγωνία το σχόλιό σου. Μην αργείς...
Αγαπητή συναγωνίστρια danossiel, καλωσόρισες! Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, το όνομα Λίτσα πράγματι επιλέχτηκε για την αντίθεσή του. Να είσαι καλά!
Καλέ μου Σαμμάνε, σε ευχαριστώ πολύ που έφερες το ποστ στον ίσιο δρόμο, έστω και στα σχόλια. Στο μεταξύ μου έδωσες ιδέα, μήπως να κάνω τη Λίτσα sci fi, ότι και καλά είναι εξωγήινη, να ρουφάει το μυαλό αθώων θυμάτων και να μπαίνει στο σώμα τους για να κάνει φόνους;
Καλώς την Περσσεφόνη! Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι για την εξαφάνισή σου, κυρίως από το μπλογκ σου. Ελπίζω να περνάς τόσο καλά, ώστε να μην έχεις χρόνο για μπλόγκινγκ :-) Το αφεντικό μου δε με βασανίζει ιδιαίτερα, απλώς μου προκαλεί έντονα συναισθήματα αηδίας.
Αγαπητέ εν μοδερνισμώ αδελφέ Γούφα, και εγώ τον πρώτο καιρό πήγαινα πολύ συχνά, οπότε ίσως και να είμαι ένα από τα φρικιά που κέρναγες :-D Βεβαίως θα του δώσω χαιρετίσματα, ελπίζω να μη πάθει σοκ από την απάντηση στην ερώτηση "Και πώς και ξέρεις τον κυρ-Γιάννη;"
Αχ Idaki μου, πολύ χαίρομαι που πήγε καλά η επέμβαση (και νιώθω εξαιρετικά κολακευμένος που ήρθες να με διαβάσεις με το που άνοιξες τα ματάκια σου!) Και εμένα μου άρεσε όπως τα έμπλεξα όλα, ιδίως ότι έβαλα κομμάτια από το δικό μου ημερολόγιο, στη θέση του ημερολογίου της Λίτσας.
Λοιπόν Αλβέρτε, δεν είναι καθόλου κακή ιδέα η Λίτσα με το δαμόκλειο μπαλτά πάνω από το κεφάλι του Χρήστου λέγοντας: "Πρην της πένται δεν έχοιζ να πας πουθαινά!"
Έχει πολλή πλάκα πάντως ότι όλοι οι Θεσσαλονικιοί σχολιαστές πηγαίνουν ή πήγαιναν συχνά στο μαγαζί. Λέτε να γνωριζόμαστε φατσικά όλοι;
Διάβασα κι άλλες ιστορίες τις Λίτσας και σε όλες είχα την ίδια απορία. Καλά να γράφει κανείς ανορθόγραφα το καταλαβαίνω, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να μιλάει ανορθόγραφα, όταν μάλιστα εκφράζεται σωστά και προχωρημένα, πχ "γραφεις για μένα τόσο αποστασιοποιημένα; Μήπως μπορώ να έχω μιαν εξήγηση για τη λειτουργία της ανορθόγραφης ομιλίας της Λίτσας στα κείμενα;
Καλημέρα
Τε-λει-ο
Δε θα το ελεγα σουρεαλιστικο, πιο πολυ εχει μια ατμοσφαιρα ονειρου. ο συγγραφεας πότε αισθανεται οικεια ποτε νιωθει εντονο αγχος. φυσικα πεφτει μεσα στην εμφανιση της ηρωιδας του, ξαφνιαζεται ομως απο την προσωπικοτητα της.
ξερει οτι εχει απεναντι το δημιουργημα του και περιμενε πως μπορουσε να την κουμανταρει, μα δε γινεται ετσι κι αυτο τον κανει να καταλαβει πως η Λιτσα ειναι αυτος. και μεσα σ'ολα αυτα κι ο φοβος απεναντι στο δολοφονο, η σκεψη ποσο υπεροχη ιστορια θα κανανε ολα αυτα και το φιναλε με μια εξομολογηση αναπαντεχη.
γιατι σου τα λεω ολα αυτα, αφου τα ξερεις - εσυ τα εγραψες. γιατι τα βρηκα απιθανα. η λιτσα εξαρχης ηταν καλη ιδεα μα αυτο το κειμενο με εντυπωσιασε
Μην αφήσεις τη Λίτσα να σε σκοτώσει...
Αγαπητέ/ή Μπαρούφε, η απορία σου είναι αρκετά δικαιολογημένη. Κατ' αρχήν γίνεται για πλάκα: η Λίτσα είναι και καλά τόσο ανορθόγραφη, που μιλάει και ανορθόγραφα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως είναι κι ένας υπαινιγμός μου για το πόσο καρτούν είναι ο χαρακτήρας, διασκεδαστικός αλλά τραβηγμένος από τα μαλλιά. Τώρα, στο συγκεκριμένο κείμενο γίνεται λίγο η φωνή της συνείδησής μου, όπως πολύ σωστά παρατήρησε η Περσσεφόνη. Επομένως μιλάει και σκέφτεται κάπως πιο επεξεργασμένα από ό,τι σε άλλες ιστορίες.
Φίλε Φαητμπάκ, τι άλλο να πω, σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια.
Καλό μου τίποτα μην ανησυχείς, γλίτωσα από του Χάρου τα δόντια, αλλά είμαι σώος και αβλαβής.
Στην έρημος α.ε.
Απ'οσο καταλάβα, σκουπίζετε στην έρημο, σηκώνετε σκόνη και προκαλείτε θύελλα.
Θέλω να σας δώσω τα συγχαρητήριά μου για την αλλαγή του τοπίου.
Διάβασα κάποιες splatter ιστορίες και τις τελευταίες εξελίξεις, που μου άρεσαν περισσότερο. Ελπίζω να είστε ακόμη σώος και αβλαβής για το επόμενο ποστ, να μπορέσω να συνεχίσω την ανάγνωση αυτού του blog (μάλλον φοβίθηκα την λίτσα).
Στερεοφωνικός χαιρετισμός
Μάλλον δεν ήσουν ο τύπος της (γκομενικά), αλλιώς θα σου λεγα εγώ... Το "Λίτσα" βγαίνει από το "Ψυχανωμαλίτσα";
Αγαπητέ X-ray, χαίρομαι που σας αρέσουμε και μας το γράφετε και τόσο ωραία, γεγονός που δείχνει από τη μεριά σας υψηλή αισθητική, αλλά και αβρούς τρόπους. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σας ικανοποιήσουμε, εσάς και το υπόλοιπο πιστό κοινό μας.
Φίλε ΕΛικα, είναι αλήθεια ότι δεν έχω ιδιαίτερη πέραση στις δολοφόνους λαϊκής καταγωγής, είμαι κάπως φλώρος/ μετροσέξουαλ για τα γούστα τους. Όσο για το όνομα της, θα έπρεπε να έχεις καταλάβει ότι οι υπερφυσικές της ικανότητες στο ξεπάστρεμα ανθρώπων, θα εξηγούνταν μόνο από το βαφτιστικό ΕΛίτσα.
Θεά η Λίτσα!
Γιατί δεν μας δίνετε λίγο ακόμα?...
Litsa, come back!!!
Το funclub σου σε ζητάει!...
Πήγε Σεπτέμβρης κι ακόμα να φανείς...
Δημοσίευση σχολίου