Η Κορνηλία ίσιωσε τη φωτογραφία του Γιώργου, ώστε να είναι παράλληλη με την άκρη της εταζέρας και στη συνέχεια έστρωσε το κεντημένο σεμέν τα πεθεράς της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χτένισε τα μαλλιά της με τα χέρια, βασισμένη στην αχνή εικόνα που έδινε το σεληνόφως. Δεν της άρεσε καθόλου το κανονικό φως, ούτε το ηλεκτρικό, ούτε του ήλιου.
Η πολυθρόνα που καθόταν ο Γιώργος είχε πάλι αλλάξει θέση, ποιος είχε έρθει να καθίσει και τη μετακίνησε τόσο μακριά; Την έστρεψε ώστε να κοιτάζει προς το ανατολικό παράθυρο, πάντα του άρεσε του Γιώργου αυτή η θέα. Άνοιξε και τις κουρτίνες, ώστε να φαίνεται καθαρά ο δρόμος με τους ευκάλυπτους που οδηγούσε μακριά από το σπίτι τους.
Ένιωσε να διψά και άνοιξε τη βιτρίνα με τα κρυστάλλινα ποτήρια. Τοποθέτησε το ψηλό κολονάτο ποτήρι στο κέντρο του τραπεζιού και πήγε στο μπάνιο, όπου έκρυβαν το ποτό της. Το έφερε, έριξε λίγο μέσα στο ποτήρι και κάθισε στον καναπέ.
Τελικά δεν είχε όρεξη να πιει. Θα διάβαζε ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Γιώργου, τα «Ποιήματα». Άνοιξε τυχαία μια σελίδα:
«Tαξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού -
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Zωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.»
Του άρεσε πολύ αυτό το ποίημα του Γιώργου, το «Θερινό Ηλιοστάσι», της το είχε διαβάσει τόσες πολλές φορές που το ήξερε απ’ έξω. Με τέτοιο ελάχιστο φως δε θα μπορούσε να το διαβάσει κι αλλιώς, φανταζόταν γράμματα και στίχους για να ολοκληρώνεται το κείμενο.
Ακούμπησε στενοχωρημένη το βιβλίο στο τραπέζι, δίπλα από το κρυστάλλινο ποτήρι με το διάφανο ποτό. Της έλειπε πολύ ο Γιώργος, τρία χρόνια τώρα που είχε φύγει από κοντά της. Τα δάκρυα είχαν στερέψει από την αρχή, ένα βάρος παρέμενε όμως πάντα στην ψυχή της, ένα βάρος που δεν μπορούσε να σηκώσει. Αποφάσισε να ξεκουραστεί, η μόνη λύτρωση από τούτες τις σκέψεις ήταν αυτός ο παράξενος ύπνος δίχως όνειρα, στον οποίο βυθιζόταν τα τελευταία τρία χρόνια.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
«Γιώργοοοοο!» ακούστηκε έντρομη η φωνή της Μαρίας από το σαλόνι και αμέσως μετά το ποδοβολητό της προς την κρεβατοκάμαρα. Ο Γιώργος ακόμη κοιμόταν, γυμνός και τυλιγμένος με ένα σεντόνι. «Μμμμ, έλα ρε μωρό τι είναι;» μουρμούρισε μες στον ύπνο του και έκρυψε το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι, γυρίζοντας μπρούμυτα. Κυριακή ήταν, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ξυπνήσει από νωρίς.
Η Μαρία τράβηξε το σεντόνι και αμέσως μετά άρχισε να ταρακουνάει το αριστερό πόδι του Γιώργου για να ξυπνήσει, φωνάζοντας «Ξύπνα, Γιώργο, ξύπνα!» Ο Γιώργος δεν καλοκατάλαβε τι συμβαίνει, οπότε γύρισε ανάσκελα, εμφανίζοντας και μια αξιοπρεπέστατη πρωινή στύση. «Έλα ρε μωρό να κάνουμε αγκαλιές, τι θέλεις πρωί πρωί;» ρώτησε, ανοίγοντας τα χέρια, αλλά με κλειστά ακόμα τα μάτια.
«Μόνο για τέτοια δεν έχω όρεξη!» είπε η Μαρία, συνεχίζοντας να του κουνάει το πόδι. «Ήρθε ξανά η Κορνηλία, παιδί μου, το καταλαβαίνεις;» Ο Γιώργος ξύπνησε αμέσως και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Δεν τον ένοιαξε ένα ντυθεί, έτσι κι αλλιώς μόνο οι δυο τους ήταν στο σπίτι (ή καλύτερα έτσι νόμιζαν). Έτρεξε προς το σαλόνι, για να συνειδητοποιήσει ότι η Μαρία είχε δίκιο: η πολυθρόνα ήταν πάλι γυρισμένη προς το ανατολικό παράθυρο, εκεί όπου στάθηκε πριν τρία χρόνια η Κορνηλία και του φώναξε για την δει, καθώς έπινε ένα ποτήρι χλωρίνη, μετά από μια πρόποση προς το μέρος του. Αυτός περπατούσε στο δρόμο με τους ευκάλυπτους, φεύγοντας από το σπίτι του, μετά από έναν καυγά που θα είχε οδηγήσει κανονικά στο χωρισμό τους. Όλες οι δεύτερες λεπτομέρειες ήταν επίσης παρούσες στο δωμάτιο, το κρυστάλλινο ποτήρι μισογεμάτο με χλωρίνη στο τραπεζάκι, τα «Ποιήματα» του Σεφέρη ανοιγμένα στην ίδια πάντα σελίδα (ήταν και φιλόλογος, δεν μπορούσε να τα πετάξει), οι τραβηγμένες κουρτίνες στο ανατολικό παράθυρο.
Ο Γιώργος έφερε τα χέρια του μπροστά από τα γεννητικά του όργανα, με την ξαφνική σκέψη ότι μπορεί να τον έβλεπαν και άλλα μάτια πέρα από της Μαρίας. Από το άγχος του το πέος του είχε ελαχιστοποιηθεί, οπότε χρειάστηκε μόνο το ένα του χέρι. Άπλωσε το άλλο προς τη Μαρία, η οποία χώθηκε στην αγκαλιά του. Τρέμοντας, αμίλητοι, άρχισαν να μαζεύουν κάποια βασικά πράγματα από το σπίτι, για να μπορέσουν να μείνουν σε ξενοδοχείο και στη συνέχεια να νοικιάσουν κάπου. Αυτό που δυστυχώς δεν ήξεραν ακόμα ήταν πως η Κορνηλία στοίχειωνε τα πράγματα και όχι το σπίτι.
[Αφιερωμένο στο Νίκο Σ. και εμπνευσμένο ελεύθερα από ένα έργο του.]