CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

29.4.07

Sand lovers are valiant – Λίστα Άμμου 8

Something old… Sad lovers and giants – There was no time. Άμα μπλέκουν οι θλιμμένοι εραστές με εγωιστές γίγαντες, τι να σου κάνει και ο χρόνος ο έρ’μος…

Something new… Soft drugs – Defending the paint. “Don’t call if you need money, don’ t call if you want advice” –με τέτοιους στίχους, να ένα τραγούδι που δε θα γίνει ποτέ γνωστό από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας

Something borrowed… Οι Zita Swoon και οι Das Pop μπαίνουν δικαιωματικά στον κατάλογο των «δανεικών και αγύριστων»: η φωνή του Carlens στο Thinking about you all the time είναι ολόιδια με του Tom Barman και το “You”, αν είχε μια πιο «θα- τα- αποδομήσω- όλα» ενορχήστρωση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι dEUS.

Something blue… Beach house – Master of none. Μετά το πρώτο απογευματινό μπάνιο στη θάλασσα φτιάξε μια Μαργαρίτα (όχι Μιχελάκου, παρότι είναι κι αυτή να την πιεις στο ποτήρι!) και νιώσε την άμμο ακόμα ζεστή κάτω απ’ τα πόδια σου…

28.4.07

Συνέντευξη με τη Λίτσα

Τη φετινή χρονιά άλλαξαν πολλά στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, κυρίως από την πλευρά της ευθύτητας και της ειλικρίνειας. Ήταν σημαντικό να απελευθερώσω τις δύσκολες ερωτήσεις από μέσα μου, να δείξω το θυμό μου, να προτείνω ριζικές αλλαγές ειδάλλως τον αποχωρισμό. Όταν το κατάφερα όμως, τους/τις πήρε όλους/ες η μπάλα και μείναν όσοι πραγματικά ήθελαν.
Παρόλο λοιπόν που είχα σχεδόν συνηθίσει τη διαδικασία, κατέβαινα χτες στο Μπιτ Παζάρ με το στομάχι μου σφιγμένο και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Γιατί είχα κάνει κατ’ αρχήν την πρόταση στη Λίτσα; Η σχέση με τους λογοτεχνικούς ήρωες είναι πολύ πιο αυστηρή και οριοθετημένη απ’ ό,τι με τους ανθρώπους. Δεν μπορούσα να αλλάξω τίποτα στη Λίτσα, το πολύ πολύ να τη φανταζόμουν κάποια στιγμή διαφορετικά. Έτσι όμως θα ήταν πάλι σαν να μην την έχω γνωρίσει.
Είχε αρκετά καλό καιρό, τα εξωτερικά τραπεζάκια της «Σελήνης» ήταν όμως άδεια. Ο κόσμος φοβόταν μάλλον μήπως βγάλει ψύχρα αργότερα. Μπήκα στο όμορφο μαγαζάκι και χαιρετηθήκαμε με το Χρήστο: «Γεια, τι γίνεται;» «Χρήστο, μήπως ήρθε μια κοπέλα και με ζήτησε;» «Τι να σου πω ένα Μιχάλη ζήτησαν… Α, εσύ είσαι, πώς θυμόμουν άλλο όνομα; Να, εκεί έχει κάτσει, πίσω από την παρέα απ’ το Δίκτυο.» Γύρισα με κάποια επιφύλαξη να κοιτάξω προς το μέρος της.
Τα σημεία που είχα φανταστεί ήταν ακριβώς έτσι: μεγάλο, πλούσιο στήθος, δυνατοί ώμοι και χέρια, στον κορμό έμοιαζε μάλλον με αντρογυναίκα. Φορούσε και το ελαφρύ πράσινο παλτό που είχα σκεφτεί ότι της άρεσε πολύ.
Έπινε μια γουλιά από την ούρσους της όταν την πλησίασα αρκετά. Χωρίς να αφήσει το ποτήρι από τα χείλη της, με κάρφωσε με το βλέμμα της. Είχε όμορφα μάτια, αμυγδαλωτά και στο χρώμα της στάχτης. Σκέφτηκα ένα στίχο του Σολωμού από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και ανατρίχιασα: «Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.»
Κατέβασε αργά το ποτήρι, έγλειψε τα χείλη με τη γλώσσα της και είπε: «Καλός το μπατέρα! Επιτέλουζ γνόριζόμασται από κοντά.» Γέλασα και κάθισα απέναντί της. «Ποιος πατέρας βρε Λίτσα;» τη ρώτησα και αυτή απάντησε αμέσως: «Ο πνεβματικός μου παταίρας!». Ήταν κι ετοιμόλογη.
Ήταν Παρασκευή, οπότε δεν με ένοιαζε πόσο νωρίς θα ξυπνήσω την επόμενη ημέρα. Παράγγειλα ένα τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, ψητά μανιτάρια, κεμπάπ γιαουρτλού και μια σαλάτα με ρόκα και βαλσάμικο. «Εσύ Λίτσα, πεινάς, θες να παραγγείλεις κάτι επιπλέον;» «Μπα, αίφαγα καλλά προτού έρθο.» Φοβήθηκα να ρωτήσω τι ακριβώς, οπότε μείναμε στις δικές μου παραγγελίες.
Η κουβέντα κύλησε κάπως αναμενόμενα, με τη Λίτσα να μιλά για τον εαυτό της σαν να ήταν μια τελείως συνηθισμένη υπάλληλος μιας εταιρείας που ασχολούνταν με το τηλεμάρκετινγκ, στην κρίση των τριάντα, να σκέφτεται από τη μια μεριά να κάνει οικογένεια και από την άλλη ότι δεν έχει βρει ακόμη τον κατάλληλο. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα πλήξει αφόρητα, με γοήτευε όμως πολύ ακριβώς επειδή ήξερα ότι πίσω από την επίφαση ηρεμίας κρυβόταν μια μανιακή δολοφόνος.
Η Λίτσα βούτηξε ένα κομμάτι από το κεμπάπ στο γιαούρτι και φέρνοντας το στο στόμα της με ρώτησε «Καλλά, δεν έχεις βαρεθή τη ζοή σου;» Έφτυσα λίγο από το τσίπουρο που έπινα, καθώς δεν περίμενα τόση ειλικρίνεια (ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι στην περίπτωσή της Λίτσας, η συγκεκριμένη ερώτηση μπορούσε να ακουστεί και ως απειλή). Άρχισα να της εξηγώ ότι κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαιτερότητα του και ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε να ακούσουμε ενδιαφέροντα νέα κάθε φορά, η Λίτσα όμως φώναξε: «Α να σε πω, εγώ νώμιζα ό,τι τις μαλακήες αφτές της είχες κόψη!» κραδαίνοντας το μαχαίρι με το οποίο ήταν έτοιμη να κόψει το μανιτάρι. Κάποιοι γύρισαν να κοιτάξουν από τα άλλα τραπέζια τι γίνεται, η Λίτσα όμως έσκασε ένα τέτοιο γλυκό χαμόγελο, που όλοι κατάλαβαν ότι ήταν αστείο.
«Ξες ό,τι δεν είναι αστύο.» είπε η Λίτσα. «Δε με έφαιρες εδώ, για να σε πω τα ναία μου από τη δουλιά. Τη θέλεις;» Της απάντησα κάπως αμήχανα ότι δεν είχα τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό μου και σίγουρα δεν ήθελα να σκοτώσει κανέναν για χάρη μου.
«Ούτε καν των αφεντηκό σου;» ρώτησε πονηρά η Λίτσα, αλλά εγώ κούνησα το κεφάλι με τρόμο. Εντάξει με αηδίαζε, είπαμε, αλλά όχι και να ψάχνουν τα κομμάτια του από το Κορδελιό ως την Καλαμαριά. «Αυτώ που δε σκέφτικες» είπε η Λίτσα «είνε ότι εγώ θημώνω έφκολα. Αν δε με βρης έναν πιο σοβαρό λόγω, θα σκωτόσο εσένα.»
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα εκείνη την ώρα, καθαρά από καλλιτεχνική διαστροφή, ήταν «Κρίμα ρε γαμώτο, τόσο ωραία ιστορία και δε θα μπορέσω να τη γράψω, επειδή θα είμαι νεκρός. Μήπως να στείλω κανένα μήνυμα με το βασικό σκελετό στο Σαμμάνο;». Μέτά ήρθα λίγο στα συγκαλά μου και συνειδητοποίησα ότι πλέον μου άρεσε η ζωή μου αρκετά για να θέλω ν’ αυτοκτονήσω (όταν σκοτώνει το συγγραφέα ένας ήρωας που δημιούργησε ο ίδιος συγγραφέας, πώς να το πεις;). Έπρεπε να βρω κάτι να πω στη Λίτσα και έπρεπε να το βρω σύντομα.
Αποφάσισα να πάρω τα ρίσκα μου με την ειλικρίνεια: «Κοίτα να δεις Λίτσα» είπα «έχεις δίκιο, σε κάλεσα εδώ για ένα σοβαρό λόγο, που είναι όμως πολύ απλός. Με γοητεύεις πολύ, πάντα με γοήτευαν τρελοί άνθρωποι σαν εσένα.» Η Λίτσα με κοίταξε με έκπληξη και με ρώτησε: «Καλλά δεν έχης πρόβλημα με τις πράξης μου; Σκοτόνω ανθρώπους με τηγάνεια, τους σιδερόνω, τους μαχαιρόνω, τους φιλακίζω μέχρι να πεθάνουν της πήνας. Πώς μπορείς και γράφεις για μένα τόσο αποστασιοποιημένα;» Την τελευταία ερώτηση δε θα μπορούσε να την έχει κάνει η Λίτσα, αλλά μάλλον ρωτούσα εγώ μέσα από αυτήν.
Αυτό ήταν μια καλή ερώτηση. Έχοντας μεγαλώσει με τη μητέρα μου από πολύ μικρός, οι γυναίκες πάντα είχαν πολύ πιο πυκνούς και βαθείς ρόλους στη ζωή μου από ό,τι οι άντρες. Έπαιρνα τους ρόλους της μητέρας, της συζύγου, της ερωμένης, της κόρης, τους έβαζα στο μίξερ και αναρωτιόμουνα κάθε φορά τι πήγε στραβά με το τελικό αποτέλεσμα (το οποίο όμως κατανάλωνα με απίστευτη όρεξη). Επιπλέον, οι γυναίκες που με γοήτευαν περισσότερο ερωτικά ήταν αυτές που κουβαλούσαν κάποια ψυχική ανισορροπία, και γιατί μπορούσα να θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερό τους, αλλά και γιατί ζήλευα το «θάρρος» τους να περπατάνε στην άλλη μεριά, σε αυτό που ονομάζουμε τρέλα.
Προσπάθησα να τα εξηγήσω όλα αυτά στη Λίτσα, που με άκουσε με πολλή προσοχή, στο τέλος όμως κούνησε το κεφάλι στενοχωρημένη, έβγαλε από την τσάντα της έναν μπαλτά και τον ακούμπησε στο μαρμάρινο τραπεζάκι. «Δε σε αρέσο μόνο για αφτό…» είπε «και εμαίνα οι μισές αλήθχιες δε με αρέσουν καθόλου». Καθώς χάιδευε τη λαβή του μπαλτά, άρχισα να παραδέχομαι ότι πράγματι είχε δίκιο. Σίγουρα είχα δημιουργήσει μια υπερβολική γυναικεία φιγούρα, με κύριο χαρακτηριστικό την τρέλα, που παλιότερα με γοήτευε πολύ στις γυναίκες. Η Λίτσα όμως ήμουν επίσης και εγώ, ένας άνθρωπος που καταπίεζε για χρόνια το θυμό του πίσω από ένα προσωπείο ευγένειας και όταν πήρε χαμπάρι πόση οργή κουβαλούσε, είχε ανάγκη να τη σκορπίσει δεξιά και αριστερά, χωρίς να μπορεί πάντα. «Έχεις δίκιο Λίτσα», κατέληξα «θα μου άρεσε να εξαφανίσεις το αφεντικό μου, νιώθω πολλή οργή για αυτόν. Είμαι όμως αρκετά πολιτισμένος, για να θέλω συνειδητά κάτι τέτοιο. Δε με γοητεύεις μόνο ως τρελή, σε θαυμάζω και ως θαρραλέα.»
Η Λίτσα σήκωσε το μπαλτά ακριβώς απέναντι από το κούτελό μου, και μου είπε με τα μάτια της να πετάνε σπίθες: «Τι ντρέπεσε όμως περισότερο να παραδεχτείς σε αφτό το ακροατίριο, τι σου ρίχνει περισότερο τα μούτρα;» Όλα σχεδόν τα τραπέζια είχαν γυρίσει προς το μέρος μας, ενώ ο Χρήστος είχε μείνει με το δίσκο μετέωρο στα χέρια, να τρέμει ελαφρά. «Εντάξει, το βασικό κόνσεπτ σου είναι συνδυασμός από το “Matador” του Αλμοδόβαρ και το “Serial Mom” του Γουότερς!» φώναξα «Και μιμούμαι το Μποστ! Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» Η Λίτσα κατέβασε με ορμή τον μπαλτά, κόβοντας το τελευταίο κεμπάπ ακριβώς στη μέση.

26.4.07

Επισκέπτη/τρια, διάβασε πρώτα το αμέσως προηγούμενο ποστ

Το αφεντικό πέρασε από μπροστά του με το συνηθισμένο σκυθρωπό βλέμμα και το προτεταμένο κάτω χείλος. Κοιτάχτηκαν με την άκρη του βλέμματός τους, στο δικό του διέκρινες μιαν ήρεμη αηδία, στου αφεντικού μια κακοκρυμμένη υποτίμηση. «Μήπως να παραιτηθώ την επόμενη βδομάδα;» σκέφτηκε. «Δε γαμιέται, ας δουλέψω κανά μήνα ακόμα.» απάντησε στον εαυτό του. Όπως το αφεντικό ανέβαινε τη σκάλα, είδε ότι φορούσε ένα ωραίο πουκάμισο, χρώμα ροζ μοβ σαν αυτό που χρησιμοποιούσε συνήθως στα ποστ του ο Σαμμάνος. Άλλο ένα refresh στη σελίδα, μπας και έχει αφήσει απάντηση στο σχόλιό του.
Τι σχόλιο, νέο ποστ του Σαμμάνου! Το έκανε ένα κόπι πέιστ στο word για να το διαβάσει με την ησυχία του, πηγαινοερχόταν πολύς κόσμος γύρω από το γραφείο του και δεν έλεγε να καρφωθεί τελείως και σήμερα. Μίκρυνε και τη γραμματοσειρά, μια χαρά, φαινόταν σαν να διαβάζει ένα κανονικό αρχείο κειμένου.
Πλάκα είχε το ποιηματάκι, έκλεινε ωραία και με τη μεταφορά του «ελαφρύς στα κιλά - ελαφρύς στο μυαλό». Ήταν και ένα τραγούδι από τις Τρύπες το «Είμαι ελαφρύς», χμμμ πώς πήγαινε αλήθεια; Μπήκε στο www.stixoi.gr, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει. Ήταν πιο τυχερός στη σύνθετη αναζήτηση του google:


Είμαι ελαφρύς
Σαν βαλίτσα στο κενό
Σαν πολύχρωμο μπαλόνι
Είμαι ελαφρύς
Είμαι ελαφρύς
Σαν talk show ανιαρό
Σαν χειμώνας που σαρώνει
Είμαι ελαφρύς
Είμαι ελαφρύς
Μια χαρούμενη κραυγή μες τη φούρια του σφαγίου
Σουξεδάκι λαικό σε κελί ψυχιατρείου
Είμαι ελαφρύς
Είμαι ελαφρύς
Πρωινή γυμναστική μες το στόμα του θηρίου
Σαν γιορτούλα παιδική σε προθάλαμο πορνείου
Είμαι ελαφρύς
Σουξεδάκι λαικό σε κελί ψυχιατρείου
Σαν βροχούλα τοξική, σαν βομβίτσα νετρονίου
σαν βομβίτσα νετρονίου

Είχε κι άλλο μετά, αλλά χανόταν το παιχνίδι με τα ελαφριά, απαίσια πράγματα. Αυτή η στροφή τον ενδιέφερε. Είχαν ψευτομαλώσει με το Σαμμάνο στα σχόλια, επειδή και καλά είχε ανεβάσει καταθλιπτικό κείμενο, το ποίημα του Σαμμάνου σκόπευε να ελαφρύνει το κλίμα στο μπλογκ. Λοιπόν θα ανέβαζε κι αυτός τους στίχους για σπάσιμο, να νομίζουν οι επισκέπτες ότι μαλώνουν κανονικά.
Μετάνιωσε όμως. Ο Σαμμάνος είχε κι ένα δίκιο, πριν μόλις μια βδομάδα είχε ανακοινώσει στους δικούς του ότι είναι γκέι, και οι καυγάδες στο σπίτι του γινόντουσαν από το πρωί ως το βράδυ. Μαλακία του βέβαια που το έκανε, έτσι κι αλλιώς ήταν τελείως θεωρητικό, εκατόν εξήντα κιλά άνθρωπος με τόσες ανασφάλειες, που να βρει γκόμενο; Είχε ένα πικρό αυτοσαρκασμό το ποίημα του τελικά, να προτείνει ως μέθοδο αδυνατίσματος αυτό που ήταν το τρίτο του βασικό πρόβλημα, το ποτό.
Σκίασε τους στίχους, πάτησε delete και έκλεισε το αρχείο word. «Γιατί να επιτεθεί κανείς σε έναν παχύσαρκο, αλκοολικό, ομοφυλόφιλο σε σοβαρή οικογενειακή κρίση;» αναρωτήθηκε. «Δεν έχει ήδη αρκετά προβλήματα από μόνος του;» Άς του άφηνε καλύτερα ένα θετικό σχόλιο, ίσως να του βοηθούσε και λίγο τη διάθεση.


[Σημείωση: η περιγραφή του Σαμμάνου είναι φανταστική, όπως και η οπτική που με παρουσιάζω να έχω. Ο ίδιος δε θεωρώ σε καμία περίπτωση πρόβλημα το να είναι κανείς/καμιά ομοφυλόφιλος/η, τουλάχιστον όχι περισσότερο από το να είσαι ετεροφυλόφιλος/η. Αν πάντως κάποιος από τους/τις αναγνώστες/τριες βρει το κείμενο σεξιστικό, θα ήθελα να το σημειώσει στα σχόλια.]

Η γρήγορη δίαιτα

(πώς να χάσετε τα κιλά των διακοπών)

Δίπλα στο κρεβάτι
σαν δεν κλείνω μάτι
βρίσκω πεταμένα όνειρα σωρό
Μες στο κομοδίνο

όσα θέλω κλείνω
και το πιο γλυκό τους παίρνω πρωινό.

Από την κουζίνα

γκρίνια και ρουτίνα
πίνουν τον καφέ τους σκέτο και βαρύ
πάνω στη μοκέτα

σε ψωμί μπαγκέτα
τυλίγω τη μιζέρια σ’ ονειρολαρδί.

«Πώς έχει αλαφρύνει»

«αφού όλο τρώει και πίνει»
καχύποπτα κοιτάζουν φίλοι κι γνωστές
Συμβουλές Διαίτης

-αν μου επιτρέπεις-
τρώγε τις ημέρες και τι νύχτες πιες:


ρίξε στο ποτήρι
βότκα ξεροσφύρι
καίει όλα τα λίπη (λύπη και λοιπά)
και χαρά μια βράση

πιες –για να σε πιάσει:
το γέλιο καίει θερμίδες, γραμμώνει την κοιλιά.

ΥΓ: ‘Ασε το μυαλό σου

μαζί με το παλτό σου
όταν θα ανέβεις για να ζυγιστείς
Γιατί ό,τι κι αν κάνεις

της πείνας να πεθάνεις
πάντα θα βαραίνεις αν μένεις ευφυής.


24.4.07

Τέσσερις μήνες: Αυτός που κάνει λάθη δεν είναι αυτός που αμαρτάνει – Peccatrix

Οι τελευταίες ημέρες υπήρξαν πολύ έντονες για μένα, όμορφα και κοπιαστικά. Κάτι που μάλλον δεν έχω αναφέρει στις δημοσιεύσεις μου είναι ότι έχω σχέση με μια γυναίκα που μένει μόνιμα στην Αθήνα, την Ε., με την οποία προσπαθούμε να συναντιόμαστε τα Σαββατοκύριακα, ως μια μεσοβέζικη λύση μέχρι τον Ιούλη που θα κατέβω μόνιμα. Ήταν ένα από αυτά τα Σαββατοκύριακα. Παρακολούθησα επίσης ένα συνέδριο για την Κοινωνιολογία της Γλώσσας που με ενδιέφερε πολύ, ενώ βρέθηκα με ωραίους ανθρώπους συζητώντας για την τέχνη, την επιστήμη και την αυτογνωσία, προτού περάσουμε στα αστεία και τις μαλακίες, για να επιστρέψουμε πάλι στις «σοβαρότερες» κουβέντες. Φυσικά και σεξ, χορός, κρασί, τσιγάρα, τζιν τόνικ. Αναρωτιόμουν σήμερα κατά πόσο όλο αυτό μπορεί να ισορροπήσει με την ηλικία μου (έχω γεννηθεί το Μάη του ’77, επομένως είμαι σχεδόν τριάντα). Δεν με έχει πιάσει καμία διάθεση αυτομαστίγωσης, ούτε αισθάνθηκα να χτυπάει το βιολογικό μου ρολόι, ντε και καλά να κάνω οικογένεια και να σοβαρευτώ. Αισθάνομαι όμως σε αυτήν την περίοδο της ζωής μου τρεις δυνάμεις, εξίσου ισχυρές και δικαιολογημένες, να τραβούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Υπάρχει σίγουρα το κομμάτι της αλλοτρίωσής μου σε έναν επαγγελματικό χώρο, που αυτήν την περίοδο διαρκεί ένα οχτάωρο, με αρκετό λουφάρισμα όμως (ας πω μόνο ότι η πλειοψηφία των ποστ έχουν δημιουργηθεί σε ώρες γραφείου, καλή ώρα σαν τον εξαφανισμένο gelial). Η συγκεκριμένη επιλογή προέκυψε επειδή αισθάνθηκα από ένα σημείο και μετά τελείως υποτιμημένος από τους εργοδότες μου, αλλά αν με παρουσιάσω γενικότερα ως επαγγελματία έχω εργαστεί από υπερβολικά έως ελάχιστα, ανάλογα με τον τύπο της δουλειάς και τους ανθρώπους που συναντούσα. Στην αλλοτρίωσή μου εντάσσω και τις πιέσεις του περιβάλλοντος μου να αναλάβω ρόλους που ταιριάζουν με την ηλικία και τη μικροαστική μου καταγωγή: είμαι τριάντα χρονών, πήγα στρατό, τελείωσα τις σπουδές μου, καιρός πια να βρω μια σταθερή δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια.
Μια άλλη δύναμη, εντελώς διαφορετικής κατεύθυνσης, είναι η λογοτεχνική και η επιστημονική μου δημιουργικότητα. Μπορεί κάποιον/α να ξενίζει η συμπαράταξη αυτών των δύο, να εξηγήσω όμως ότι γίνεται με συναισθηματικούς όρους: είναι δύο τομείς στους οποίους βγάζω γούστα, όπου όμως πρέπει να κοπιάσεις για να αναπτυχθείς ή έστω να διατηρήσεις μια ποιότητα. Δεν είναι ακριβώς δουλειά, δεν είναι μόνο διασκέδαση.
Και υπάρχουν μετά και οι απολαύσεις, με το θάρρος και την αντοχή που απαιτούν. Δεν είναι τόσο απλό να διεκδικείς ένα οργασμικό σεξ, μια βαθιά επικοινωνία, μια ενθουσιασμένη βραδινή έξοδο, θέλουν και αυτά τον κόπο τους, μια ουσιαστική εμπλοκή στις ηδονές και τους μόχθους που ζητά και δίνει η ομορφιά. Ας μην καταλάβει κανείς/καμιά μια λανθάνουσα μανιακή στάση απέναντι στα πράγματα (οφείλω να περνάω καλά συνεχώς, το πάρτι ποτέ δεν πρέπει να σταματάει κτλ.) Απλά είμαι σε μια φάση που οι όμορφοι, βαθείς άνθρωποι στη ζωή μου ολοένα και αυξάνονται, νιώθω πολύ ικανοποιημένος από το σώμα μου και τη σεξουαλική μου ζωή, βγαίνω έξω συχνά διασκεδάζοντας άνετα κι αυθόρμητα, αλλά και για αυτούς ακριβώς τους λόγους αισθάνομαι συχνά κουρασμένος κι ελλιπής απέναντι στις υπόλοιπες υποχρεώσεις μου. Και προφανώς όταν είμαι επαρκής στα άλλα, μου λείπουν αυτά.
Η συγκάτοικος μου η Λουίζα, που είναι με έναν απλό τρόπο πολύ σοφή κάποιες φορές (και έξυπνη σχεδόν πάντα) επιμένει να μου λέει ότι δεν υπάρχει τρόπος να συνδυαστούν όλα αυτά αρμονικά και ότι πρέπει να συμφιλιωθώ με τα διλήμματα, την κούραση, την ανεπάρκεια. Αν θέλω να κάνω πολλά, θα τα κάνω από λίγο και θα τρέχω να τα προλάβω. Αν αποφασίσω να εμμείνω σε κάτι, να εμβαθύνω και να βυθιστώ, οφείλω να προετοιμαστώ για την έλλειψη των υπόλοιπων πλευρών μου, την αίσθηση ότι είμαι ελλιπής ο ίδιος. Όπως εγώ το καταλαβαίνω η Λουίζα με ρωτάει αν προτιμώ να νιώθω μισός ή μισοτελειωμένος και σταθερά απαντώ το δεύτερο, με μια κρυφή αίσθηση ενοχής. Θα μου άρεσε να είμαι τέλειος και να γίνονται τέλεια όλα, το μόνο όμως που καταφέρνω με αυτόν τρόπο είναι να αυτοϋποτιμούμαι και να δηλητηριάζω τη ζωή μου. Ίσως και να είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιώ ασυνείδητα, ακριβώς για να αυτοϋποτιμούμαι και για να δηλητηριάζω τη ζωή μου.
Οι συστηματικοί/ές μας αναγνώστες/τριες θα έχουν προσέξει πως κάθε φορά που έκλεινε ένας μήνας ύπαρξης του μπλογκ, έγραφα ένα αρκετά προσωπικό κείμενο, που συνέδεε καταστάσεις της ζωής μου με το μπλόγκινγκ. Έχω ήδη γράψει για τη ματαιοδοξία, την οκνηρία και την απομόνωσή μου. Το σημερινό ποστ είναι επίσης επετειακό και μιλάει για τον εαυτό μου με έναν αρκετά προσωπικό τρόπο. Η κρίσιμη διαφορά του με τα προηγούμενα προσωπικά μου κείμενα είναι όμως πως η βασική χρονική ένδειξη εδώ δεν είναι το «όχι πια» αλλά το «ακόμη και σήμερα». Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι εμφανίζεται αμέσως μετά από ένα ποστ που σας ζητούσε να κρίνετε αρνητικά κάποια κείμενά μου. Η μετάβαση μου πιθανότατα έφτασε στο καλό σημείο να νιώθω αρκετά ασφαλής, ώστε να ζητάω κριτική και να μοιράζομαι μαζί σας την παρούσα μου κατάσταση. Αν όλα αυτά σας τα είχα πει δια ζώσης, θα είχαμε αρχίσει να γινόμαστε φίλοι.

22.4.07

Salonica is on fire - Λιστα Άμμου 7

Something old… Felt – My face is on fire. Πήγαιναν παράλληλα με τους Echo -κι εκεί δεν τους έπιαναν οι προβολείς. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα.

Something new... Trucks – Shattered. Λίγο psycho φωνητικά, λίγη οργή, λίγη απόγνωση μαζί με παρατεταμένη εφηβεία στο μπλέντερ. Έχουν γίνει ζόρικα τα κορίτσια τελευταία ή μου φαίνεται;

Something borrowed... Αν είναι να ακούσουν άνθρωποι που μισούν τους Smiths (π.χ. η αδερφή μου) τους στίχους του Morrissey, ας γίνει μέσω του Mark Ronson με την καλοκαιρινή, ζεστή και συνάμα σκοτεινή εκδοχή του Stop me.

Something blue… Mogwai – Auto rock. Αν παίζουν τέτοιο ροκ στον... αυτόματο, φαντάσου τι γίνεται όταν είναι στο τιμόνι.

(ο Άμμος παρακάτω θέλει να ψηφίσουμε το χειρότερο απ' τα χειρότερά γραπτά του. Αδελφέ, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Η μουσική μου προς απάντηση σου -χα χα)!

ΤΗι ΧΕΙΡΙΣΤΗι

Ο συμπαθέστατος Keimgreek σε ένα πρόσφατο σχόλιό του μου έγραψε «Μπορώ επίσης να σου πω ποιες ιστορίες ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ αλλά έχουμε καιρό μπροστά μας. χεχεχε.» Αυτό το σχόλιο λοιπόν μου έδωσε μια ωραία ιδέα.

Με το Σαμμάνο έχει αρχίσει ήδη να μας εκνευρίζει αυτό το ιδιότυπο κομιλφώ της μπλογκόσφαιρας: σε γενικές γραμμές ο/η επισκέπτης/τρια, είτε θα αφήσει θετικό σχόλιο, ή δε θα αφήσει καθόλου. Δε λέμε, καλή είναι και η θετική ενίσχυση, αλλά αν δε σου κάνουν κριτική πώς θα μάθεις από τα λάθη σου, πώς θα πας παραπέρα;

Το σημερινό ποστ είναι λοιπόν αφιερωμένο σε πέντε κείμενα που έχω δημοσιεύσει σε αυτό το μπλογκ και θεωρώ ότι μπορεί να μην άρεσαν σε κάποιον/α αναγνώστη/τρια ή να ενόχλησαν το γούστο του/της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αποτυχημένα: αναγνωρίζω απλώς μια συγκεκριμένη αδυναμία ή ιδιαιτερότητα στο καθένα.

Παρακαλώ θερμά τους/τις επισκέπτες/τριες που έχουν την όρεξη, να διαλέξουν ένα από αυτά ως χειρότερο και να το γράψουν στα σχόλια αυτού του ποστ, αν μπορούν και με μια σύντομη αιτιολόγηση.

Προσέξτε, θετικά σχόλια ή σχόλια του τύπου «μα όλα καλά είναι, τι σε έπιασε, είσαι τόσο ταλαντούχος» ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Οι υποψήφιες ιστορίες είναι:
Στη σχολή
Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ
Το πάρτι
Οι φοβίες κρύβουν βαθύτερα προβλήματα
Γράφουμε λες και ζούνε

[Αγαπητέ keimgreek, ο καιρός γαργάρ εγγύς +κριτίκαρον+]

Update: Η ψηφοφορία συνεχίζεται.

20.4.07

Γητεύτρια

Η Ελένη έβαλε το μοσχολίβανο πάνω από το καρβουνάκι και έτριψε λίγη από την ξερή ρίζα που κρατούσε ανάμεσα στα δυο της δάχτυλα. Πήρε μια βαθιά εισπνοή από τον καπνό και άρχισε να λιβανίζει στο σπίτι, ξεκινώντας από την κρεβατοκάμαρα και συνεχίζοντας στο διάδρομο και την κουζίνα. Σταυροκοπήθηκε με ευλαβικό φόβο μπροστά από το εικονοστάσι, δεν ακούμπησε όμως εκεί το θυμιατήρι. Το είχε μόλις κρύψει στο ξεχαρβαλωμένο ντουλαπάκι κάτω από το νεροχύτη, όταν άκουσε τη φωνή του από την κρεβατοκάμαρα: «Γυναίκαααα, καφέ!» Το περίμενε, ώρα του ήταν να ξυπνήσει.
Άνοιξε το πετρογκάζ, άναψε ένα σπίρτο και έβαλε το μαυρισμένο μπρίκι με το νερό και τον καφέ. Σκέφτηκε για μια στιγμή να ρίξει να ρίξει λίγο ζάχαρη, αλλ’ αποφάσισε ότι κανονικά δε θα έπρεπε. «Στου κάτου κάτ’ ας μην πιει!» μουρμούρισε χαμογελώντας. Ο καφές φούσκωσε και τον σήκωσε γρήγορα για να κρατήσει το καϊμάκι του, ενώ στράφηκε προς το τραπέζι που είχε αφήσει το φλιτζάνι. Είδε ότι καθόταν ήδη εκεί.
Από τότε που άρχισε να ξυπνάει τα απογεύματα, πάντα με μούτρα εμφανιζόταν μπροστά της. Κοίταξε το φλιτζάνι με τον καφέ και τη ρώτησε: «Μωρή, πικρό τουν έκανις;». «Αφού ‘χεις ζάχαρου!» του είπε, αλλά αυτός αμέσως στράβωσε τα μούτρα του. «Δε μι νοιαζ’, θα πάου στον καφινέ, να πιω ‘ναν καφέ τς προκουπής.» «Κάνι ό,τι θες.» του είπε, πήρε το φλιτζάνι και το έχυσε στον παλαιικό νεροχύτη, που κάποια εποχή το λευκό του μάρμαρο άστραφτε, αλλά τώρα ήταν κίτρινος, με βρωμιά που είχε εισχωρήσει στους πόρους του και δεν μπορούσε να φύγει.
Αυτός σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, η Ελένη όμως έτρεξε και την άνοιξε. Κάποιες φορές αισθανόταν να την καταπιέζει πολύ αυτή η ιστορία, όπως και να ‘χε όμως ήταν μια παρηγοριά στη μοναξιά της. Τον παρακολούθησε να κατεβαίνει τα χορταριασμένα σκαλιά και να προχωρά στο λασπωμένο χωματόδρομο. Χάθηκε σαν σκιά στη γωνία του δρόμου.
Πήρε ξανά το θυμιατήρι, έβαλε ένα ακόμα μοσχολίβανο και τριμμένη ρίζα, για να κατευθυνθεί στην απέναντι μεριά του σπιτιού, με την πόρτα προς τη μικρή πλατεΐτσα της εκκλησίας. Εισέπνευσε βαθιά για άλλη μια φορά από το θυμίαμα και ξεκίνησε να λιβανίζει μπροστά από την εξώπορτα, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τον πλάτανο της πλατείας. Τα κίτρινα φύλλα είχαν μαζευτεί πλέον σε έναν τεράστιο σωρό, με ποικίλα στρώματα από σάπια, μισοσαπισμένα και ξερά φύλλα. Καμιά φορά σκεφτόταν να πάρει τη σκούπα και να τα μαζέψει σε μια γωνιά, αλλά τι σημασία είχε;
Είδε τις γειτόνισσες που είχαν μαζευτεί στα σκαλάκια της ρημαγμένης εκκλησίας, κεντούσαν, έπλεκαν και κουτσομπόλευαν. «Ο, Ιλέν’, μουνάχη σ’ είσι;» φώναξε η Φρόσω «Έλα κάτσι δω μαζί μας!» Η Ελένη πρόσεξε ότι είχαν μαζευτεί πολλές, οπότε άφησε το θυμιατήρι μπροστά τους και κάθισε σε ένα σκαλάκι. «Λιβανίζς πάλ’ Ιλέν, βουήθειά σ’!» είπε η Γιώτα και σταυροκοπήθηκε. Η Ελένη χαμογέλασε και προσπάθησε να καταλάβει ποιο θέμα συζητούσαν.
Τις είχε βαρεθεί πια, όλο τα ίδια και τα ίδια έλεγαν, ιδίως για τον παλιό καιρό που το χωριό τους ήταν κεφαλοχώρι κι είχε απ’ όλα, μέχρι ράφτη, μαμή και σιδεράδικο. Καμιά φορά θυμόντουσαν κάποιον παμπάλαιο καυγά και μαλώνανε μεταξύ τους, σύντομα όμως τα βρίσκανε. Τόσα χρόνια βρίσκονταν η μια με την άλλη, θα μόνοιαζαν κάποια στιγμή οι ψυχές τους.
Η Φρόσω γύρισε και την κοίταξε με σοβαρό ύφος και της είπε: «Ξες, Ιλέν, τι ‘χω πιθυμήσ’ πιο απ’ ούλα; Κουλοκυθόπτα γλυκειά με καρύδ! Να σι σπάει τη μύτ’ όσου ψήνιτ’, να βγαίν’ αχνιστή και να τρως το πρώτου κουμμάτ’, γλυκό αλλ’ ακόμ’ καυτό και να καίγιτι η γλώσσα σ’.» Η Ελένη χαμογέλασε, της ήρθε για μια στιγμή να της πει: «Να φκιάξου, βρε Φροσ’, να σι φιλέψου κι σεν’», ήξερε όμως πόσο ανόητο θα ακουγόταν, μπορούσε να φάει η Φρόσω;
Ξαφνικά οι ομιλίες άρχισαν να χαμηλώνουν, ενώ ένας παράξενος ήχος άρχισε να φτάνει από μακριά. «Δεν μπορεί!» σκέφτηκε η Ελένη «Αυτουκίνητου;». Μάζεψε αμέσως το θυμιατήρι, χαιρέτισε βιαστικά τις γειτόνισσες, που δε φαίνονταν καθόλου ανήσυχες από το γεγονός (τι ανάγκη είχαν αυτές; ποιος τους έδινε σημασία;) και έτρεξε προς το σπίτι της. Έκλεισε το μόνο παντζούρι που παρέμενε ανοιχτό και πήγε στην κουζίνα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της από τη λεκάνη. Τελείωνε το νερό, έπρεπε να πάει αργότερα στο πηγάδι για να βγάλει. Πρώτα να έφευγαν οι ξένοι όμως, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο που έβλεπε στην πλατεία και κοίταξε ανάμεσα από τις γρίλιες.
Αρκετά παλιά, δε θυμόταν πλέον πότε, όταν ακόμα υπήρχε ρεύμα και λειτουργούσε η ασπρόμαυρη τηλεόραση, είχε δει μια εκπομπή για το πώς γυρίζουν τα σίριαλ. Αυτό το μηχάνημα που κρατούσε το νεαρό παλικάρι πρέπει να έγραφε ό,τι έβλεπε, κάμαρα το έλεγαν αν θυμόταν καλά. Η κοπέλα κρατούσε ένα μικρόφωνο και κοίταζε γύρω της κάπως φοβισμένη. Είπε στο παλικάρι: «Άντε ξεκίνα να τραβάς, να τελειώνουμε να φεύγουμε!» Αυτός σήκωσε τον αντίχειρά του προς τα πάνω και ένα πράσινο φωτάκι άναψε στο μηχάνημά του. Η κοπέλα ξεκίνησε να μιλάει: «Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στα στοιχειωμένα μέρη, επισκεφθήκαμε το χωριό Σκρετατίροβο στα ορεινά της Ηπείρου. Αν και υπήρξε κεφαλοχώρι στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρήκμασε από τον πόλεμο και μετά, ενώ παραμένει τελείως ακατοίκητο την τελευταία εικοσαετία. Πλήθος από φήμες κυκλοφορούν όμως για την τελευταία κάτοικο του χωριού, Ελένη Γκιόκα, η οποία επέμενε να κατοικεί μόνη της εδώ και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Κυνηγοί και ορειβάτες που περνούν από το χωριό υποστηρίζουν πως έχουν δει κάποιες φορές μια μαυροφορεμένη φιγούρα να περιφέρεται στα ρημαγμένα σοκάκια. Αν ζούσε όμως σήμερα η Ελένη, θα πλησίαζε τα εκατόν δέκα! Μια ακόμη περίπτωση ψυχής παγιδευμένης στον κόσμο των ζωντανών; Δεισιδαιμονίες που πηγάζουν από την αμάθεια; Τα συμπεράσματα δικά σας. Αγγελική Σπηλιώτη, από το χωριό Σκρετατίροβο, για τις Πύλες του Ανεξήγητου.»
Το φωτάκι από το μηχάνημα έσβησε και το παλικάρι ρώτησε την κοπέλα: «Δε σου μυρίζει κάτι σαν λιβάνι;». Η κοπέλα άρχισε να τρέμει και έδειξε προς το σωρό από φύλλα: «Δες, κι εκεί στο σωρό μοιάζει να έχει πατήσει πρόσφατα κάποιος!» Η Ελένη γέλασε όσο πιο πνιχτά μπορούσε, καθώς έβλεπε τα δύο νέα παιδιά να τρέχουν προς το αυτοκίνητο, παραπατώντας από τη βιασύνη τους στις πέτρες και τις λακκούβες. Κρίμα που δεν είχε πια ρεύμα, θα έδειχνε πρώτη φορά το χωριό τους η τηλεόραση και αυτή θα το έχανε. Δεν πειράζει, θα ρωτούσε τον τρελοβοσκό που της έφερνε τις προμήθειες, αν το είχε δει και πώς του φάνηκε.

[Το σημερινό ποστ είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην ομότιτλη μπλόγκερ.]

19.4.07

Η εκταφή

Ήλιος στο νεκροταφείο, ζεστασιά. Ούτε δάκρυ, ούτε πόνος. Μια παρήγορη αίσθηση αναπόδραστου. «Κι αν δεν είχε πεθάνει τότε, θα είχε πεθάνει ως τώρα». Όλοι πεθαίνουν κάποια στιγμή.

Στα πέντε χρόνια έλειωσε το σώμα. Το ξύλο από την κάσα έγινε σαν χαρτί. Μόλις το τράβηξαν επάνω άνοιξε απρόσμενα -νούφαρο καταχθόνιο. Έμεινε λίγο μακριά και έβλεπε εκείνους. Τους ξένους άντρες να της πιάνουν το κορμί. Το φουστάνι της έπλεε –«να που γινότανε να αδυνατίσει κι άλλο». Είδε τα χέρια να τραβάνε απ’ το ύφασμα. Τα κόκαλα στου χώματος το χρώμα –λάσπη και πολυκαιρία. Το καλσόν ανέπαφο –σκέφτηκε χωρίς να θέλει την οικολογική καταστροφή. Το τράβηξαν σαν το σακί μαζί με τα οστά της.
Πλησίασε κι έπιασε τα παπούτσια. Κοίταξε τις σόλες. Απάτητες.

«Μην χαλάς την παράδοση» της είπε την τελευταία φορά που την είδε.
«Ποια είναι η παράδοση».
«Βγήκαμε, γυρίσαμε και τώρα το κορίτσι φεύγει».
«Θέλω να ανέβω πάνω απόψε» του είπε.
«Δεν μπορείς όμως πια».
«Μα γιατί; Δε σου λέω για πάντα, σου λέω γι’ απόψε»
«Για μένα δεν είσαι γι’ απόψε, μη με μπερδεύεις».
«Σ’ αγαπάω»
«Δε φτάνει η αγάπη για να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε μαζί».
«Μα τι θες πια που δε στο δίνω»
«Θέλω αυτό που δε μου δίνεις, το τίποτα που δε μπορείς. Φύγε»!
Έβγαλε τα παπούτσια της. Καινούριες γόβες κόκκινες. Τις άφησε μπροστά του.
Την πλάτη γύρισε αργά. Κατέβηκε έτσι τα σκαλιά. Και πάτησε γερά στον Κάτω Κόσμο.

Ήλιος ανεβαίνει κι άλλο στον ουρανό. Ούτε δάκρυ, ούτε πόνος. Μια παρήγορη αίσθηση αναπόδραστου. «Κι αν δεν την σκότωνα τότε, θα την σκότωνα ως τώρα». Όλους τους σκοτώνουμε κάποια στιγμή. Μέσα μας.

Βάδισε προς το αμάξι. Ικανοποιημένος. Που τουλάχιστον την σκότωσε νωρίς. Χωρίς βασανιστήρια και θάνατο αργό.
Ο ήλιος λαμπίριζε. Στραφτάλιζε από κάτω του του άντρα η ενοχή.

("λογαριάζω το μηδέν μου με το άπειρο/ και βρίσκω ανάπηρο τον κόσμο στα σημεία" -Λίνα Νικολακοπούλου)

17.4.07

Μουσικό κουτί

Ο Δημήτρης γύρισε προσεκτικά μια ακόμη σελίδα από τα «Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη, χαϊδεύοντας το απαλό, κιτρινισμένο χαρτί του βιβλίου. Ένα καλό που είχαν τα βιβλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης ήταν η παλαιότητά τους με το μαλακό χαρτί που δεν τσάκιζε και το γλυκό, μπεζ χρώμα. Στο «Έρως – Ήρως» ταίριαζε πολύ να ακούει ταυτόχρονα κλασική μουσική, πάτησε ήρεμα το πλήκτρο του ραδιοφώνου, αλλά το Τρίτο Πρόγραμμα συνέχιζε να μη στέλνει σήμα. Άφησε το μηχάνημα ανοιχτό και βουβό, με τα φωτάκια να αναβοσβήνουν, χωρίς να ακούγεται τίποτα.
Η Μαρία πέρασε μπροστά από την πολυθρόνα του κοιτώντας τον επιτιμητικά, χωρίς όμως αυτός να αντιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο. «Το παίζει βυθισμένος στο βιβλίο του, ο παλιομαλάκας ο ψυχωτικός» σκέφτηκε η Μαρία και προχώρησε προς την κουζίνα. Τα παιδιά θα ξυπνούσαν λογικά όπου να ‘ναι και έπρεπε να τους ετοιμάσει πρωινό. Άνοιξε το αθόρυβο ψυγείο αέρος και έβγαλε τις φέτες του τοστ, το τυρί και την γαλοπούλα. Προτού τα βάλει στην τοστιέρα, έκοψε γύρω γύρω το ένταμ, ώστε να μείνει ολόκληρο μέσα στο τοστ. Την ενοχλούσε πολύ ο ήχος από το τσιτσίρισμα στην τοστιέρα, για τον ίδιο λόγο δεν έβαζε και ποτέ βούτυρο.
Η Κική είχε ξυπνήσει εδώ και ώρα, αλλά δεν αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μετρώντας τις κλήσεις του Λεωνίδα που έμεναν αναπάντητες, μία κάθε πέντε λεπτά, σκεφτόταν ότι αν τον είχε πιάσει το άγχος να μιλήσουν χτες το βράδυ, θα μπορούσε να μετράει κλήσεις αντί για προβατάκια. Ευτυχώς που το είχε βάλει στο αθόρυβο πριν κοιμηθεί, έπαιρνε από νωρίς και μπορεί μέσα στην πρωινή ζάλη της να του απαντούσε. Ωπ, μια καινούρια κλήση, από την Ιωάννα που τριβόταν στο Λεωνίδα χτες το βράδυ. Αυτό δεν της άρεσε, έτσι χανόταν το μέτρημα από τις κλήσεις του. Πήρε το κινητό και πληκτρολόγησε ήρεμα ένα μήνυμα προς την Ιωάννα: «Ήσουν απαράδεκτη χτες βράδυ, σε παρακαλώ μην τηλεφωνήσεις ποτέ ξανά. Θυμήσου να επιστρέψεις στη μητέρα μου τα παπούτσια που σου δάνεισα.» Πατώντας το πλήκτρο για αποστολή, αναρωτήθηκε: «Ο καμένος ο αδερφός μου να ξύπνησε άραγε;»
Ο Λουκάς είχε μπλέξει τόσα πολλά ποτά το προηγούμενο βράδυ (και ίσως να είχε πάρει και ένα γαλάζιο χαπάκι που του ‘δωσε η Άντζελα, αλλά δεν ήταν σίγουρος) που το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Αποφάσισε να συρθεί μέχρι το μπάνιο και να κάνει ένα κρύο ντους, πριν να πιει καφέ η οτιδήποτε. Μετά θα τηλεφωνούσε στο Μπάμπη να τον ρωτήσει αν θυμόταν καλά μια φάση που ήταν και οι δυο τους γυμνοί, μαζί με την Άντζελα στη γκαρσονιέρα του Μπάμπη. «Εντάξει να σου πηδήξουν τη γκόμενα, αλλά και μπροστά σου;» είπε από μέσα του και έσμιξε τα φρύδια του προβληματισμένος. Προχώρησε προς το μπάνιο στηριζόμενος από τοίχο σε τοίχο, άνοιξε την πόρτα και σταμάτησε για λίγο στη λεκάνη. Αφού κατούρησε μια ποσότητα που του φάνηκε απίστευτη, άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και μπήκε στην μπανιέρα. Πήρε το τηλέφωνο, το έφερε στο πρόσωπό του και άνοιξε την παροχή του κρύου νερού. Τίποτα. Δοκίμασε την παροχή του ζεστού νερού. Πάλι τίποτα. Αισθάνθηκε κάποιον να τον κοιτάζει, γύρισε προς την ανοιχτή πόρτα και είδε τη Μαρία να έχει κοντοσταθεί στο διάδρομο. Της έδειξε το τηλέφωνο, αλλά αυτή σήκωσε τους ώμους και τα φρύδια της και συνέχισε προς το δωμάτιο της Κικής. Μάλλον θα είχε γίνει διακοπή νερού. Ο Λουκάς βγήκε από τη μπανιέρα και έψαξε για το μποξεράκι και τη φανέλα του. Είχαν εμφιαλωμένα νερά στην κουζίνα, θα έπαιρνε δυο τρία μπουκάλια και θα τα έριχνε πάνω του.
Η Μαρία ήταν έτοιμη να χτυπήσει με τις άκρες των νυχιών της την πόρτα της Κικής (σε αυτό το σπίτι και ο παραμικρότερος θόρυβος ακουγόταν εκκωφαντικός), όταν η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Η Κική βγήκε έξω από το δωμάτιο και χαμογέλασε βεβιασμένα προς τη μητέρα της, που παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει. Σκέφτηκε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της και βρήκε το Λουκά γυμνό στο μπάνιο να ψάχνει στο καλάθι με τα άπλυτα. Τον χτύπησε με το δάχτυλο στον ώμο και του έδωσε το πράσινο μποξεράκι που είδε στην κρεμάστρα για τις πετσέτες - ό,τι και να έψαχνε, καλύτερα να το έκανε με το πουλί του κρυμμένο. Πρωί πρωί την όρεξή του είχανε.
Στην κουζίνα η Κική πήρε ένα τοστ από την πιατέλα και άρχισε να το τρώει στα όρθια. Μαζί με τη μητέρα της κοίταξαν κάπως έκπληκτες το Λουκά που πήρε τρία εμφιαλωμένα νερά στην αγκαλιά του και έφυγε (φορούσε και το μποξεράκι τελείως ανάποδα, το μέσα έξω και το μπρος πίσω), αλλά δε σχολίασαν τίποτα. Η Μαρία σκέφτηκε μόνο: «Τόσα χρόνια ψυχανάλυση, πεταμένα λεφτά. Αν τον αρχίζαμε ψυχοφάρμακα από μικρό, θα είχαμε και την ησυχία μας τουλάχιστον», ενώ η Κική είχε αφιερωθεί στο αργό μασούλημα του τοστ της.
Από το σαλόνι άρχισε να ακούγεται μια γλυκειά μελωδία
, που θύμιζε κάτι από νανούρισμα και ξεχασμένα παιδικά χρόνια. Το στόμα της Κικής έμεινε μισάνοιχτο, με μια αλεσμένη μπουκιά να φαίνεται λίγο πριν τον ουρανίσκο της, ενώ η Μαρία έφερε το χέρι της στο αυτί της και κοίταξε λοξά προς την πόρτα του σαλονιού. Με αργά βήματα προχώρησαν και οι δύο προς τα εκεί.
Πάνω στο τραπεζάκι είδαν ένα σκονισμένο μουσικό κουτί με μια μπαλαρίνα που έκανε ατέρμονες πιρουέτες. Δίπλα του ήταν όρθιο ένα βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο που έγραφε: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Διηγήματα, Θέλω διαζύγιο», την τελευταία φράση με στυλό μπικ. Αισθάνθηκαν μια νέα παρουσία στο χώρο και γύρισαν προς την πόρτα του διαδρόμου. Ο Λουκάς στεκόταν γυμνός με νερά να τρέχουν στο πάτωμα από τα χέρια, τα πόδια του και το πέος του. «Τι έγινε ρε παιδιά;» είπε «Τι είναι όλος αυτός ο θόρυβος;»


[Χτες βράδυ είδα την κινηματογραφική ταινία «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, δημιουργού και της πιο πρόσφατης ταινίας «Η ψυχή στο στόμα». Το σημερινό κείμενο λειτουργεί μάλλον ως αντεστραμμένο είδωλο του «Σπιρτόκουτου», χωρίς όμως να το παρουσιάζει με κανένα τρόπο.]

15.4.07

Του Θωμά και των άλλων απίστων - Λίστα Άμμου 6

Something old… Guided by voices – Chasing Heather Crazy. Άλλος ένας που δε μπορείς να πιάσεις θηλυκός αχινός (lo-fi με συνειρμούς Ελύτη, ε, μα τι άλλο θέλετε;)

Something new… Cloud room – Hey now now. Οξεία Ανοιξίτιδα έχω πάθει, Άμμε φέρε τον ζουρλομανδύα που λέγαμε σε χρώμα λαχανοκαναρινί!

Something borrowed… Walkmen – The rat . Τραγούδι ένα κι ένα για την επιστροφή του απίστου ( "you have a nerve to be asking a favor/ you have a nerve to be calling my number" κλπ ). Elephant – Misfit (θα μπορούσε να είναι πιστό -στυλιστικά- αντίγραφο του πρώτου –μόνο λίγο πιο απλό, λίγο πιο κοριτσίστικο)

Something blue… Sia – Breathe me. Δεν τρελαίνομαι, αλλά πολύς ντόρος γίνεται και το προσφέρω στο τυχόν maistream ακροατήριο αυτού του -κατά τ’ άλλα- ψαγμένου blog :-Ρ

Σάμμος

Ξύπνησε γυμνός σε ένα άδειο σπίτι. Πάντα του άρεσε αυτή η αίσθηση, το σώμα του να τρίβεται στα σεντόνια, να αναπνέει με όλους τους πόρους του, να σηκώνεται και να διασχίζει τα ρεύματα του διαδρόμου, αισθανόμενος τις τρίχες του στέρνου του να ριγούν. Σήμερα όμως ένιωθε πως κάτι ήταν ριζικά διαφορετικό, ανασηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη που στόλιζε το δωμάτιό του, κατάλοιπο από μια περίοδο έντονου ναρκισσισμού, που ίσως και να μην είχε ακόμη τελειώσει. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, συνειδητοποιώντας ότι είχαν αλλάξει και αυτά χρώμα: δεν αναγνώριζε πλέον το σώμα του, ούτε καν στο παραμικρό.

[Το ποστ αυτό είναι ένα πειραματάκι συλλογικής γραφής που δοκιμάσαμε με το Σαμμάνο το μεσημέρι της Κυριακής. Το κείμενο συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στα σχόλια με δύο διαφορετικές εκδοχές. Μπορείτε γράψετε και εσείς μία δική σας εκδοχή για το τέλος, αν θέλετε, εγώ και ο Σαμμάνος θα το χαρούμε πολύ.
Επειδή φοβηθήκαμε μήπως χαθούν οι διαφορετικές εκδοχές των ιστοριών μέσα στο πλήθος, αποφασίσαμε να μην απαντούμε σε αυτά τα σχόλια. Ευχαριστούμε πολύ πάντως όσους σχολίασαν ήδη ή θα σχολιάσουν το κείμενο.

Update: Η αγαπημένη συμπλόγκερ Γιατηναρλέτα μας πρότεινε ένα τραγούδι που θα συνόδευε αυτό το ποστ, τις "Μάγισσες με ομπρέλες" της Αρλέτας και το ανέβασε για χάρη μας. Την ευχαριστούμε πολύ πολύ.]

13.4.07

Γράφουμε, λες και ζούνε

[Σας προειδοποιώ, το τέλος είναι για γερά νεύρα. Άμμος]

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
δεν ξέρο γιατί είμαι τόσο άτοιχη με τους άντρες. Χτες το βράδι βγήκα με τον πολιτή από τη δουλιά που με άρεσε πολλύ, αυτών με τα πεταχτά δόντγια που σε έχω πη, το Χαράλαμπο. Με πήγε σε ένα ωραίω μαγαζί στη μπαραλιακή που δεν το είξερα, Θερμαηκό το λένε, παίζει ορέα μουσηκή. Με κέρασε και την ούρσους που ήπχια, ώλα ήταν πολλύ καλά. Όταν βγείκαμε από το μαγαζί περάσαμαι απέναντη και κοιτάζαμε το φεγγάρι, μετά με φίλεισε με γλώσα και με έπχιασε το βυζί.
Έμαινε λίγο πιο πέρα και με πρότινε να πάμε σπίτι του. Ανεβήκαμαι επάνω, βγάλαμε τα ρούχα μας και παίσαμε στο κρεβάτη. Στην αρχή χάρεικα πολλύ γιατί την είχε πολλοί μεγάλοι, όχι σαν του βλάκα του Νίκου, που το έψαχναις με το μεγενθυντικό φακό. Να καταλάβης ήταν πεσμένο τόσο μακρί και χοντρό, που έμγοιαζε με καυλομένο. Είχε βέβαια πολές τρίχες στο σόμα του, αλά σκέφτηκα ότι αφτό διωρθώνεται έφκολα. Μετά ώμος από πέντε λεπτά τελίωσε και εγώ δεν είχα καταλάβη τίποτα.
Εγώ έχω ακούσει στην τηλεώραση τον Θάνο τον Ασκειτή να λέει ότι πρέπι να συζητάμαι ανοιχτά για το σεξ χωρίς ταμπού και ανατολές. Τον είπα λοιπόν ότι δεν εφχαριστήθηκα καθόλου γιατί έχει πρώορη εκσπερμάτοση, αλλά αφτός με είπε ότι λέω μαλακίες και δεν τον είχε παραπονεθή καμμία μέχρι τώρα. Εγώ τότε σκέφτικα ότι δε μπαίρνει από λόγια και πρέπι να βρω μια άλλη λίση.
Πρέπει όμος τώρα να σε αφίσσω αγαπημένο μου ημερολόγιο, θέλο να πάω από το σπήτι του για να τον κάνω αποτρίχοση. Εντάξη δεν έχει πολύ μέλον αφτή η ιστορία, καλό είναι όμως να διωρθώσο ότι μπορώ.

Η Λίτσα έκλεισε το ημερολόγιο και κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ήδη οχτώμιση, αν δε βιαζόταν, δε θα προλάβαινε το Hondos Centre στην Εγνατία και μετά τρέχα γύρευε που θα έβρισκε ζεστό κερί Veet για αποτρίχωση. Έβαλε το πράσινο παλτό της και πέταξε στην τσάντα της τα δύο μπρελόκ με κλειδιά και το πορτοφόλι της. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες σιχτίριζε τον εαυτό της που είχε νοικιάσει σπίτι χωρίς ασανσέρ, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις που βιαζόταν έχανε πολύτιμο χρόνο.
Ήταν όμως τυχερή τελικά, ο Δημήτρης από το ψιλικατζίδικο ξεκλείδωνε εκείνη την ώρα τη μηχανή του μπροστά από την εξώπορτά της πολυκατοικίας τους, στην πλατεία Κουλέ Καφέ.. Η Λίτσα ξεκούμπωσε το παλτό και τράβηξε τους ώμους της προς τα πίσω για να φανεί καλύτερα το στήθος της. «Αχ βρε Δήμητρη μου, καλεισπέρα, μήπως πηγένεις στο κέντρο;». Ο Δημήτρης της απάντησε κοιτώντας το στήθος της: «Λιτσάκι, Συκιές πηγαίνω, στο πατρικό μου, αλλά για σένα θα κάνω μια παράκαμψη.» Η Λίτσα ανέβηκε στο XT του Δημήτρη και κόλλησε το στήθος της στην πλάτη του, αγκαλιάζοντάς τον και καλά για να μην πέσει.
Στο Hondos Centre εκνευρίστηκε με την πωλήτρια που ήθελε να της πασάρει τη νέα αποτριχωτική κρέμα τζελ Veet για άντρες. «Μα σε λέο κοπέλα μου, εγώ θαίλω το κλασσηκό το κερί, αφτό ξέρω να χροισιμοπειώ.» «Έχει ξανακάνει αποτρίχωση ο σύντροφός σας; Μπορεί να πονέσει πολύ και να μη συνεχίσει, οι άντρες αντέχουν λιγότερο από εμάς στον πόνο. Η κρέμα τζελ που σας προτείνω είναι τελείως ανώδυνη.» «Ξέρο εγώ τι σε λέω, δεν ιππάρχει ούτε μία στο εκατωμήριο να πονέση.» είπε η Λίτσα, άρπαξε ένα κερί από το ράφι και έφυγε προς το ταμείο.
Ανέβηκε στο διαμέρισμα του Χαράλαμπου και άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά του. Στην κουζίνα το μπεν μαρί δεν άργησε να ζεστάνει και η Λίτσα πήρε μαζί και το κατσαρολάκι στην κρεβατοκάμαρα, για να κρατιέται ζεστό το κερί. Κοίταξε τον Χαράλαμπο στο κρεβάτι και αναρωτήθηκε από πού να ξεκινούσε. «Ας κάνο σήμερα στέρνω και κοιληά, έχει και λίγο στους όμους αλλά δεν πειράζη» σκέφτηκε και άρχισε να απλώνει το ζεστό κερί με τη σπάτουλα στο στέρνο του Χαράλαμπου, προσέχοντας να μην πλησιάσει υπερβολικά στην αριστερή θηλή.
Μετά από είκοσι λεπτά το ο κορμός του Χαράλαμπου ήταν τελείως καθαρός από τρίχες, και γυάλιζε από το πρόσφατο πέρασμα με νερό, για να φύγουν τα υπολείμματα κεριού. «Και ούτε μια κοκινήλα» σκέφτηκε η Λίτσα «βολέβη πολλύ έτσι η αποτρίχοση». Έβγαλε από την τσάντα της το κουτί με τα προφυλακτικά και άρχισε να γδύνεται. Όταν ήταν πια τελείως γυμνή έλυσε το σπάγκο που ένωνε το πέος του Χαράλαμπου με τον πολυέλαιο και το κρατούσε όρθιο. Όπως το περίμενε, είχε πλέον σταθεροποιηθεί. «Καλά τα έλαιγα στο ειμερολόγιο» σκέφτηκε η Λίτσα «σαν καυλομένο είναι». Του φόρεσε ένα προφυλακτικό, άπλωσε τα πόδια της από τις δύο μεριές της λεκάνης του και καβάλησε το ορθωμένο πέος του. Καθώς κρατιόταν από το κουζινομάχαιρο που ήταν καρφωμένο στην καρδιά του Χαράλαμπου, σκεφτόταν με ικανοποίηση ότι είχε όλη τη νύχτα μπροστά της.


[Προηγούμενες ιστορίες της Λίτσας μπορεί να διαβάσει κανείς εδώ, εδώ κι εδώ.]

11.4.07

Σύντομο ενημερωτικό διάλειμμα ΙΙΙ – Το χωριό Καλιβάτσι

Ο μπλογκερ NAgo ξεκίνησε μέσω του μπλογκ του μια φιλότιμη πρωτοβουλία για το χωριό Καλιβάτσι (Kalivaci), ένα ορεινό χωριό στο νομό Τεπελενίου στη νότια Αλβανία. Συγκεκριμένα γίνεται η προσπάθεια να βοηθηθούν τα παιδιά των σχολείων του χωριού (Δημοτικό και Γυμνάσιο) που απαριθμεί 110 μαθητές. Η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων που μένουν στο χωριό είναι αρκετά δύσκολη, οπότε προέκυψε η ιδέα να προσφερθούν σε κάθε παιδί-μαθητή, στις 12 Αυγούστου που γιορτάζονται και τα 70 χρόνια της λειτουργίας του σχολείου, μια σχολική τσάντα για κάθε μαθητή μαζί με τη γραφική ύλη (τετράδια, μολύβια, κασετίνα, γεωμετρικά σχήματα, πλαστελίνες). Προς το παρόν συγκεντρώνεται υλικό μόνο στην Αθήνα, στην American Bank of Albania, αλλά σύντομα θα υπάρξει σημείο συγκέντρωσης υλικού και στη Θεσσαλονίκη.

[Το κείμενο αυτό είναι περίληψη του αρχικού κειμένου που έγραψε ο NAgo. Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, να ζητήσετε διευκρινίσεις ή ό,τι άλλο, μπορείτε να επισκεφτείτε το μπλογκ του.]

Έφυγα νωρίς

Η Κορνηλία ίσιωσε τη φωτογραφία του Γιώργου, ώστε να είναι παράλληλη με την άκρη της εταζέρας και στη συνέχεια έστρωσε το κεντημένο σεμέν τα πεθεράς της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χτένισε τα μαλλιά της με τα χέρια, βασισμένη στην αχνή εικόνα που έδινε το σεληνόφως. Δεν της άρεσε καθόλου το κανονικό φως, ούτε το ηλεκτρικό, ούτε του ήλιου.
Η πολυθρόνα που καθόταν ο Γιώργος είχε πάλι αλλάξει θέση, ποιος είχε έρθει να καθίσει και τη μετακίνησε τόσο μακριά; Την έστρεψε ώστε να κοιτάζει προς το ανατολικό παράθυρο, πάντα του άρεσε του Γιώργου αυτή η θέα. Άνοιξε και τις κουρτίνες, ώστε να φαίνεται καθαρά ο δρόμος με τους ευκάλυπτους που οδηγούσε μακριά από το σπίτι τους.
Ένιωσε να διψά και άνοιξε τη βιτρίνα με τα κρυστάλλινα ποτήρια. Τοποθέτησε το ψηλό κολονάτο ποτήρι στο κέντρο του τραπεζιού και πήγε στο μπάνιο, όπου έκρυβαν το ποτό της. Το έφερε, έριξε λίγο μέσα στο ποτήρι και κάθισε στον καναπέ.
Τελικά δεν είχε όρεξη να πιει. Θα διάβαζε ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Γιώργου, τα «Ποιήματα». Άνοιξε τυχαία μια σελίδα:

«Tαξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους

άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού -
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.

Zωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.»

Του άρεσε πολύ αυτό το ποίημα του Γιώργου, το «Θερινό Ηλιοστάσι», της το είχε διαβάσει τόσες πολλές φορές που το ήξερε απ’ έξω. Με τέτοιο ελάχιστο φως δε θα μπορούσε να το διαβάσει κι αλλιώς, φανταζόταν γράμματα και στίχους για να ολοκληρώνεται το κείμενο.
Ακούμπησε στενοχωρημένη το βιβλίο στο τραπέζι, δίπλα από το κρυστάλλινο ποτήρι με το διάφανο ποτό. Της έλειπε πολύ ο Γιώργος, τρία χρόνια τώρα που είχε φύγει από κοντά της. Τα δάκρυα είχαν στερέψει από την αρχή, ένα βάρος παρέμενε όμως πάντα στην ψυχή της, ένα βάρος που δεν μπορούσε να σηκώσει. Αποφάσισε να ξεκουραστεί, η μόνη λύτρωση από τούτες τις σκέψεις ήταν αυτός ο παράξενος ύπνος δίχως όνειρα, στον οποίο βυθιζόταν τα τελευταία τρία χρόνια.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

«Γιώργοοοοο!» ακούστηκε έντρομη η φωνή της Μαρίας από το σαλόνι και αμέσως μετά το ποδοβολητό της προς την κρεβατοκάμαρα. Ο Γιώργος ακόμη κοιμόταν, γυμνός και τυλιγμένος με ένα σεντόνι. «Μμμμ, έλα ρε μωρό τι είναι;» μουρμούρισε μες στον ύπνο του και έκρυψε το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι, γυρίζοντας μπρούμυτα. Κυριακή ήταν, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ξυπνήσει από νωρίς.
Η Μαρία τράβηξε το σεντόνι και αμέσως μετά άρχισε να ταρακουνάει το αριστερό πόδι του Γιώργου για να ξυπνήσει, φωνάζοντας «Ξύπνα, Γιώργο, ξύπνα!» Ο Γιώργος δεν καλοκατάλαβε τι συμβαίνει, οπότε γύρισε ανάσκελα, εμφανίζοντας και μια αξιοπρεπέστατη πρωινή στύση. «Έλα ρε μωρό να κάνουμε αγκαλιές, τι θέλεις πρωί πρωί;» ρώτησε, ανοίγοντας τα χέρια, αλλά με κλειστά ακόμα τα μάτια.
«Μόνο για τέτοια δεν έχω όρεξη!» είπε η Μαρία, συνεχίζοντας να του κουνάει το πόδι. «Ήρθε ξανά η Κορνηλία, παιδί μου, το καταλαβαίνεις;» Ο Γιώργος ξύπνησε αμέσως και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Δεν τον ένοιαξε ένα ντυθεί, έτσι κι αλλιώς μόνο οι δυο τους ήταν στο σπίτι (ή καλύτερα έτσι νόμιζαν). Έτρεξε προς το σαλόνι, για να συνειδητοποιήσει ότι η Μαρία είχε δίκιο: η πολυθρόνα ήταν πάλι γυρισμένη προς το ανατολικό παράθυρο, εκεί όπου στάθηκε πριν τρία χρόνια η Κορνηλία και του φώναξε για την δει, καθώς έπινε ένα ποτήρι χλωρίνη, μετά από μια πρόποση προς το μέρος του. Αυτός περπατούσε στο δρόμο με τους ευκάλυπτους, φεύγοντας από το σπίτι του, μετά από έναν καυγά που θα είχε οδηγήσει κανονικά στο χωρισμό τους. Όλες οι δεύτερες λεπτομέρειες ήταν επίσης παρούσες στο δωμάτιο, το κρυστάλλινο ποτήρι μισογεμάτο με χλωρίνη στο τραπεζάκι, τα «Ποιήματα» του Σεφέρη ανοιγμένα στην ίδια πάντα σελίδα (ήταν και φιλόλογος, δεν μπορούσε να τα πετάξει), οι τραβηγμένες κουρτίνες στο ανατολικό παράθυρο.
Ο Γιώργος έφερε τα χέρια του μπροστά από τα γεννητικά του όργανα, με την ξαφνική σκέψη ότι μπορεί να τον έβλεπαν και άλλα μάτια πέρα από της Μαρίας. Από το άγχος του το πέος του είχε ελαχιστοποιηθεί, οπότε χρειάστηκε μόνο το ένα του χέρι. Άπλωσε το άλλο προς τη Μαρία, η οποία χώθηκε στην αγκαλιά του. Τρέμοντας, αμίλητοι, άρχισαν να μαζεύουν κάποια βασικά πράγματα από το σπίτι, για να μπορέσουν να μείνουν σε ξενοδοχείο και στη συνέχεια να νοικιάσουν κάπου. Αυτό που δυστυχώς δεν ήξεραν ακόμα ήταν πως η Κορνηλία στοίχειωνε τα πράγματα και όχι το σπίτι.

[Αφιερωμένο στο Νίκο Σ. και εμπνευσμένο ελεύθερα από ένα έργο του.]

8.4.07

Το Πάσχα κι η Αμμάσταση –Λίστα Άμμου 5

Something old… Δεν το περίμενα, αλλά τόσα χρόνια μετά ακόμα μου γαργαλάει τις αισθήσεις, όπως το ανθρακικό το λαιμό μέσα σε μια καυτή μέρα! Pete Yorn - For Nancy

Something new… Όχι τόσο καινούριο, αλλά τόσο ανοιξιάτικο! Spinto band - Oh Mandy

Something borrowed… Λιώσαμε σόλες κάποτε στο «χοροστάσιο» με τους Garbage στο «Happy when it rains». Ο Richard Cheese έχει ιεροσυλήσει ασύστολα σε πολλά γνωστά τραγούδια, αλλά η «πάμε- κλακέτα- μιούζικαλ» εκδοχή του εν λόγω τραγουδιού είναι αρκετά χαριτωμένη!

Something blue… Ό,τι πρέπει για να μην αισθάνεστε «blue», αλλά … γαλάζια σήμερα –μέρα που είναι! Μανώλης Φάμελος – Γαλάζια Μυστικά.

Ο πεθαμμένος και η Αμμάσταση

Ντρέπουμαι που είμαι αδιόρθωτα εγωιστής. Φαντάστηκα ένα νέο να στέκει στο παραθύρι μια κάμαρης και να βλέπει αντίκρυ, πέρα από τον κήπο με τα δέντρα και τα λουλούδια, το παράθυρο μιας κοπέλας. Πριν να πέσει στο βαθύ ύπνο του, την κοπέλα αυτή την αγαπούσε πολύ, και αυτή τον άφησε. Ο νέος έχει μόλις ξυπνήσει και σκέφτεται τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αυτήν.
Έχασα κάθε διάθεση. Δεν ξέρω, δεν μπορώ, να εξακολουθήσω να γράφω. Η υπόστασή μου είναι όλο διακυμάνσεις. Το σχήμα μου χάνεται μέσα στα δοχεία που γεμίζω. Η προσοχή στέκεται και κοιτά τα έξω αντικείμενα που με περιβάλλουν. Παρατηρώ τον υπολογιστή που σκυμμένος γράφω σε αυτόν, το ίντερνετ καφέ με τους νεαρούς που κάνουν τσατ και παίζουν World of Warcraft.
Πρέπει να ξαναμπλέξω στην υπόθεσή μου το νέο που στέκεται και βλέπει από το παράθυρο. Είναι ερωτευμένος με την κοπέλα της γειτονιάς. Όμως τώρα ανάμεσα στους δύο, φορέας του θαυμασμού, δεν υπάρχει το γλυκοκέλαδο αηδόνι, όπως στα χρόνια της Μαρίας της Γαλλίας που ο σιδηρόφραχτος ιππότης στον πύργο του αναστέναζε.
Ύστερα από την τραγική εικόνα που δώσαμε παραπάνω, δεν χωρούν πια συναισθηματικές διαχύσεις. Πρέπει να ακολουθήσει ο θάνατος του ήρωα, που δεν έχει να ακουμπήσει πουθενά ανάμεσα στα ερείπια. Πρέπει να περιγράψω την τραγική αυτοκτονία του νέου. Αποφασίζω να το κάνω με τρόπο περίπλοκο, να συμβαίνει μέσα σε ένα όνειρο και ταυτόχρονα στην πραγματικότητα της αφήγησης. Ο νέος αυτός έχει βυθιστεί σε ύπνο εδώ και καιρό, μετά από ένα ατύχημα. Στον ύπνο του βλέπει ότι δεν κοιμάται, στην πραγματικότητα κοιμάται ύπνο βαθύ. Αναρωτιέμαι ποιος θα καταλάβει.
Εξακολουθώ με τη σκέψη "τι χρειάζεται στο κάτω κάτω της γραφής το μπλογκινγκ;" Δεν είναι τάχα μια αρρωστιάρικη συνέπεια της εποχής, ένα ξέσπασμα ανίας, πάθος άγνωστο σε εποχές μεγάλες, όταν η έκφραση κυλά αβίαστα σαν επακόλυθο της δράσης;
Ο νέος που στεκόταν στο παράθυρο και έβλεπε απέναντί του την αγαπημένη του κοπέλα, μελαγχολούσε γιατί καταλάβαινε ότι τίποτα δεν υπήρχε που να τους επιτρέπει την ένωση. Μιλούσε και έκλαιγε ο νέος. Η καρδιά του έλεγε ότι η εξακολούθηση της ζωής είναι ακατόρθωτη.
Ο νέος πηδά από το παράθυρο. Ο αναγνώστης νομίζει ως εκείνο το σημείο πως το όνειρο του νέου είναι η πραγματικότητά του. Γράφω αμέσως μετά: "Ο κολλητός του ανέλαβε το χρέος να δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στους αστυνομικούς, αφού οι γονείς του βρίσκονταν ακόμη σε κατάσταση σοκ (είχαν αποδεχτεί την ιδέα ότι μπορεί να παρέμενε φυτό για κάποιο διάστημα, αλλά το να αυτοκτονήσει στον ύπνο του ήταν κάτι που τους υπερέβαινε). Ναι ήταν ήσυχο παιδί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, όταν χώρισε με την κοπέλα του τον πήρε λίγο από κάτω, αλλά τον στήριξαν οι φίλοι του και συνήλθε. Μα, δεν έκανε απόπειρα και έπεσε σε κώμα, γλίστρησε ένα πρωί που πήγαινε στη δουλειά και χτύπησε πάνω στην κόχη του κομοδίνου. Δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, όχι, κάποιες φορές παραμιλούσε μόνο και έλεγε: «νυστάζω, θέλω να κοιμηθώ» ή αγκομαχούσε στον ύπνο του, σαν να έκανε σεξ. Ναι, σηκώθηκε ένα βράδυ και πήδηξε, έτσι απλά. Κανείς δεν ξέρει, μάλλον θα έβλεπε κάποιο όνειρο και υπνοβάτησε, αφού είπαμε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα." Νιώθω πολύ έξυπνος.
Στο ποστ υπάρχει ένας νέος που ονειρεύεται και πέφτει από το παράθυρο όσο υπνοβατεί. Μέχρι εκείνο το σημείο ο αναγνώστης νομίζει ότι ο νέος πήρε ναρκωτικά και αυτοκτόνησε μέσα στην τρέλα του. Στο μυαλό μου όμως υπάρχει και ένας τρίτος νέος, αυτός που ξύπνησε κατά τη διάρκεια της υπνοβασίας του, που είχε δει αυτό το όνειρο, που είδε την κοπέλα απέναντι και αποφάσισε συνειδητά να πηδήξει. Συνειδητοποιώ τις περιπλοκές της αφήγησής και του νου μου κι αισθάνομαι διανοούμενος καλλιτέχνης.
Σκέφτομαι ότι σκότωσα έναν ακόμα ήρωά μου, μαζί με το Χριστό, Μεγάλη Πέμπτη.
Πώς θα μπορέσω να πιστέψω την απ' τον τάφο ανάσταση του Χριστού; Δεν μπορώ να καταλάβω τη βεβαιότητα μιας αναμονής της ενδόξου ανάστασης, την ώρα που το σώμα κρέμεται απ' το ξύλο σταυρωμένο, καταστρέφοντας κάθε υπόσχεση χαράς. "Χριστός Ανέστη" ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής. "Χριστός Ανέστη" την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου και την ξανακερδίζω με τη μνήμη. "Χριστός Ανέστη", η φωνή των αιώνων επιμένει και καταλαβαίνω το χρέος μου. Δεν πρέπει να αφήσω μέσα στο χώμα το νέο που αυτοκτόνησε, να τον ξεχάσω όπως ξεχνιούνται όλα μέσα στο ρεύμα του χρόνου. Πρέπει να γεφυρώσω το μεγάλο χάσμα που η προσωρινή μας αντίληψη ανοίγει ανάμεσα στον καθημερινό βίο και το θάνατο, χωρίζοντας τον ζωντανό από τον πεθαμένο. Πρέπει, το καταλαβαίνω ως χρέος μου, ο νέος που πέθανε να θελήσω να αναστηθεί, γιατί αλλιώς η ζωή μένει αδικαιολόγητη. Αργά, πολύ σιγανά σκέφτουμαι, κι αφού περιπέσω στο σφάλμα διδάσκουμαι. Σκέφτουμαι ότι η ανάσταση είναι απαραίτητη, κυρίως για να εννοηθούν οι μικροί, οι ταπεινοί και καταφρονημένοι, οι καθημερινοί ήρωες. Η ανάσταση είναι για όλους. Κανένας ας μην είναι υπερήφανος.
Κοίταξα την αντανάκλασή μου στη διπλανή σβησμένη οθόνη. Είδα το έξοχο πρόσωπο του ωραιότερου νέου, που γεννιούνταν πάνω από τους ώμους του πεθαμένου μου σώματος. Στράφηκα χαρούμενος να δω. Τον αναγνώρισα. Ήταν ο νέος που αυτοκτόνησε αναστημένος.

Αδελφοί, να είστε χαρούμενοι. Εχτροί και φίλοι αγκαλιασμένοι φιληθείτε. Ο ουρανός που χτίζουμε όλοι μαζί μας στεγάζει. Το σύμπαν είναι η αγκαλιά μας.

[Το ποστ αυτό είναι μία σύνθεση από τρία κείμενα: το αμέσως προηγούμενο ποστ (γαλάζιο χρώμα), το "ο Πεθαμένος και η Ανάσταση" του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (λευκό χρώμα), και σημερινές προσθήκες (μωβ χρώμα)]

5.4.07

Σεξύπνιος

Ένιωθε όλο και πιο αδύναμος, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει, σαν να είχε εγκλωβιστεί σε έναν εφιάλτη που ποτέ δεν τελείωνε. Στην αρχή ήταν περίφημα, έβγαινε ακόμα από την κατάθλιψη μετά το χωρισμό και του άρεσε όλο αυτό το πανηγύρι των ανθρώπων και των αισθήσεων γύρω του. Η μία σεξουαλική εμπειρία διαδεχόταν την άλλη, το χανγκόβερ από τα ποτά της προηγούμενης βραδιάς συναντούσε αυτό της επόμενης, γνώριζε τόσους ανθρώπους που δε θυμόταν τα ονόματά τους την επόμενη ημέρα. Κοιμόταν λίγο για να τα προλάβει όλα.
Στην πορεία όμως άρχισε να κουράζεται, ενώ η γκρίνια από τη δουλειά γινόταν συνεχώς μεγαλύτερη. Από παλιά το είχε να αργεί χαρακτηριστικά, τώρα όμως το πράγμα είχε παραγίνει, τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας έφτανε με μισή ώρα καθυστέρηση τουλάχιστον. Έπαιρνε η μάνα του τηλέφωνα, χτυπούσαν και τα τρία ξυπνητήρια μαζί και με τα πολλά κατάφερνε να μπουσουλήσει μέχρι το μπάνιο, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να σύρει τα πόδια του μέχρι το πρώτο ταξί που θα έβρισκε. Να κοιμηθεί έστω κι ένα βράδυ από νωρίς, ούτε που το σκεφτόταν.
Η έλλειψη ύπνου δεν επηρέαζε βέβαια μόνο τα επαγγελματικά του, αλλά και τον τρόπο που διασκέδαζε. Οι πιο κοντινοί του γνωστοί θεωρούσαν ότι είχε αρχίσει να ξεφεύγει, τη μια χοροπήδαγε σαν τον τρελό στο κλαμπ και την άλλη τον έβρισκαν αποκοιμισμένο σε ένα σκαμπό. Το πιο ακραίο όμως σύμπτωμα συνέβαινε με τις γκόμενες, με τις οποίες έκανε το καλύτερο σεξ κοιμισμένος. Είχαν να το λένε οι γυναίκες της παρέας για αυτόν, ότι έπρεπε να περιμένεις λίγο για να κοιμηθεί, ώστε να χαρείς κρεβάτι μαζί του. Ξύπνιος δεν είχε καμιά ιδιαίτερη φαντασία, έμπαινε και έβγαινε απλά μέχρι να τελειώσει, στον ύπνο του όμως γινόταν ένα ορμητικό, καυλωμένο αρσενικό με εξαιρετικές αντοχές και ευρηματικότητα. Από ένα φοιτητή Ψυχολογίας έμαθε κάποια στιγμή ότι το συγκεκριμένο είναι διαταραχή του ύπνου και λέγεται σεξυπνία, αλλά δεν το θεώρησε πρόβλημα. Στο κάτω κάτω κέρδος ήτανε να κάνει σεξ και κοιμισμένος.
Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν πως το μυαλό του φύραινε ολοένα και περισσότερο, από την αϋπνία, τα ποτά και τα ναρκωτικά. Μια Παρασκευή βράδυ πήρε αμφεταμίνες μαζί με κάποιους φίλους του, για να κρατηθούν μέχρι το άλλο πρωί, αυτός ειδικά που σερνόταν ήδη. Μισή ώρα αργότερα η διάθεση του είχε ανεβεί τόσο, που ήταν βέβαιος ότι μπορεί να πετάξει. Είπε στους φίλους του ότι προτιμά να γλιτώσει τα λεφτά για το ταξί και πήδηξε από το μπαλκόνι.



Ο κολλητός του ανέλαβε το χρέος να δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στους αστυνομικούς, αφού οι γονείς του βρίσκονταν ακόμη σε κατάσταση σοκ (είχαν αποδεχτεί την ιδέα ότι μπορεί να παρέμενε φυτό για κάποιο διάστημα, αλλά το να αυτοκτονήσει στον ύπνο του ήταν κάτι που τους υπερέβαινε). Ναι ήταν ήσυχο παιδί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, όταν χώρισε με την κοπέλα του τον πήρε λίγο από κάτω, αλλά τον στήριξαν οι φίλοι του και συνήλθε. Μα, δεν έκανε απόπειρα και έπεσε σε κώμα, γλίστρησε ένα πρωί που πήγαινε στη δουλειά και χτύπησε πάνω στην κόχη του κομοδίνου. Δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, όχι, κάποιες φορές παραμιλούσε μόνο και έλεγε: «νυστάζω, θέλω να κοιμηθώ» ή αγκομαχούσε στον ύπνο του, σαν να έκανε σεξ. Ναι, σηκώθηκε ένα βράδυ και πήδηξε, έτσι απλά. Κανείς δεν ξέρει, μάλλον θα έβλεπε κάποιο όνειρο και υπνοβάτησε, αφού είπαμε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα.

[Στη δημοσίευση αυτή βλέπετε και τον πίνακα του Άγγλου ζωγράφου Henry Fuseli, «Ο Εφιάλτης».]

3.4.07

Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ

Η Ντίνα τράβηξε μια τζούρα ακόμα, κράτησε μέσα τον καπνό και συνέχισε να κοιτά σαν χαμένη τον πίνακα. Ήταν μια αρκετά καλή αναπαραγωγή, με την επιφάνεια κανονικού τελάρου και ξύλινες κορνίζες, αλλά έμοιαζε παράταιρο σε αυτό το σπίτι. Εξέπνευσε τον καπνό, σχηματίζοντας μικρά δαχτυλίδια προς τα πάνω. Πολύ καλό ήταν, καλαματιανό, όχι σαν τα αλβανικά που βρίσκανε συνήθως. Η φίλη της η Ιωάννα είχε κατεβεί ένα τριήμερο στη Μάνη να δει τους γονείς της και είχε φέρει γερή προμήθεια, μια εβδομάδα θα τους κρατούσε σίγουρα.
Ο πίνακας ήταν φτιαγμένος από τρία κομμάτια και η Ντίνα είχε σκάσει να βρει πώς τους λέγανε αυτούς τους πίνακες, της ερχόταν συνεχώς η λέξη «τρίφυλλο», αλλά ήταν σίγουρη ότι είχαν άλλο όνομα. Κόλλησε να κοιτάζει το γυμνό ζευγάρι, που έμοιαζαν με τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο. Τι όμορφα που φαίνονταν μαζί, τόσο ευτυχισμένοι σε αυτόν τον παράξενο κήπο. Ξαφνικά της ήρθε η επιθυμία να φιλήσει το Στάθη, του είχε γυρισμένη την πλάτη τόσην ώρα που είχε κολλήσει με τον πίνακα.


Με το που έστρεψε το κεφάλι της στην άλλη μεριά, είδε το Στάθη να φιλάει την Ιωάννα και να έχουν μισοξαπλώσει στον καναπέ. Πήρε μια τζούρα κι ενώ κρατούσε τον καπνό στα πνευμόνια της, αποφάσισε να συνεχίσει προς το παρόν με τον πίνακα. Ήταν μια εικόνα που μπορούσε τουλάχιστον να διαχειριστεί.
Στο κέντρο γινόταν αρκετά διαφορετικός, αφού παρουσίαζε ένα απέραντο όργιο σε ένα καταπράσινο λιβάδι με νερά. Ο Στάθης της είχε πει πως του αρέσει πολύ η Ιωάννα και ότι θα ήταν ωραία να κάνουν κάτι όλοι μαζί, αύτη όμως το πήρε καθαρά για αστείο. Τελικά δεν ήταν καθόλου αστείο, συνέβαινε τώρα δίπλα της. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως να το δοκίμαζε, είδε όμως όλα αυτά τα γυμνά κορμιά να μπλέκονται μεταξύ τους και να ξεπροβάλλουν από παράξενες σφαίρες και κιούπια κι αηδίασε.

Το γάρο πλησίαζε προς το τέλος του και σε λίγο θα της έκαιγε τα δάχτυλα. Το κράτησε από την άκρη της τζιβάνας και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. Εκείνη την ώρα αισθάνθηκε το χέρι του Στάθη να της χαϊδεύει το μπούτι. Με φαινομενική ηρεμία γύρισε και του χαμογέλασε: «Τι θέλεις μωρό μου;» «Ρε Ντίνα, δε μας βλέπεις που έχουμε αρχίσει, έλα κι εσύ…» «Ναι, ναι τώρα.»
Στη δεξιά πλευρά τα πράγματα γίνονταν τελείως μπερδεμένα και τρελά, περίπου σαν την ψυχική της διάθεση. Ήταν φανερό πως όλοι βρίσκονταν πλέον στην Κόλαση, όπου τιμωρούνταν για τις αμαρτίες τους. Για μια στιγμή η Ντίνα φωτίστηκε: αυτό ήταν το νόημα του πίνακα, ο άνθρωπος ξεκινάει αθώος, με αγνή αγάπη, το ελεύθερο σεξ και η προστυχιά του όμως τον οδηγούν τελικά στην κόλαση.

Συνέχισε να κρατάει το γάρο στα δάχτυλά της και στράφηκε προς το μέρος του Στάθη και της Ιωάννας. Χαϊδεύονταν πλέον και φιλιούνταν με πάθος, ενώ ο Στάθης προσπαθούσε να βγάλει το παντελόνι από τα πόδια του, χωρίς όμως να σηκωθεί και να αφήσει την Ιωάννα.
Η Ντίνα κράτησε το γάρο στην άκρη των χειλιών της και άρχισε να τον χαϊδεύει στην πλάτη. Ο Στάθης χαμογέλασε και γύρισε προς αυτήν, αφήνοντας την να του ξεκουμπώσει το παντελόνι και να του το βγάλει σιγα σιγά. Η Ιωάννα του φιλούσε πλέον το λαιμό και το στόμα όσο η Ντίνα κατέβαζε και το σλιπ του.
Πήρε με την άκρη των δαχτύλων της το γάρο από το στόμα και χάιδεψε τον πούτσο του, που τεντώθηκε τελείως προς τα πάνω. Το γάρο της έκαιγε πλέον τα δάχτυλα, οπότε με μια γρήγορη κίνηση το έσβησε στα αρχίδια του Στάθη.

[Σε αυτή τη δημοσίευση βλέπετε και το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων: Εδέμ – Εκκλησιαστικός Παράδεισος – Κόλαση». Για το ζωγράφο μπορείτε να διαβάσετε κάποια περιληπτικά στοιχεία εδώ και πιο αναλυτικά εδώ.]

1.4.07

Ευχή και κατάρα

Σαν τα ’φτιαξε με την Χαρά ήταν ακόμα νέος. Κυπαρισσάκι ευθυτενές, εύρωστο, μυρωδάτο. Κι εκείνη δίχως έγνοιες, κορίτσι ροδαλό. Ο χρόνος που ξοδεύανε ήτανε κερδισμένος και νόμισμα είχανε σκληρό: τον αυθεντικό εαυτό .
Μετά ήρθε το φανταρικό, του ξύπνησε τον άντρα εκείνον που του λέγανε θα γίνει στο Στρατό. Το δέρμα του τσιτώθηκε και σα να μη χωρούσε όλα εκείνα τα βαριά που ’πέφταν απ’ το νου. Πιέστηκε, στριμώχτηκε και η Χαρά μακριά του. Ήταν ζήτημα μηνών να βρει καινούριο ταίρι.
Ελευθερία τη λέγανε και μεγαλύτερή του. Ήτανε ανεξάρτητη, στριφνή μα ωραιοτάτη. Τον έβλεπε όταν βόλευε, όχι πολύ πυκνά κι εκείνος ήταν κυνηγός μαζί και θήραμά της. Τις ώρες που ήταν μαζί έβρισκε τον εαυτό του μα όταν ήταν χώρια της γέλαγε πιο συχνά.
Και πέρασε έτσι ο καιρός, μεγάλωνε εκείνος μα κι η Ελευθερία του μεγάλωνε κι αυτή. Και γέρασε και πέρασε η μπογιά της κι ήταν τότε που τα έφτιαξε με μια μικρή που λέγανε Ζωή. Κι αν είχε όνομα μικρό ήταν διαβόλου κάλτσα, τον κράταγε σ’ εγρήγορση, με σκέρτσα και με νάζια. Δύσκολα του καθότανε κι εκείνος είχε αρχίσει μαζί της να κουράζεται, έλεγε να την αφήσει.
Τότε μια συνάδελφος, που λέγανε Ελπίδα, του είπε πως με τη Ζωή το πράγμα θα ισιώσει: «μόλις θα κάνετε παιδιά, θα δεις, θα μαλακώσει». Και έτσι έγινε ο γάμος τους και ήρθαν τα παιδιά. Μα η ζωή δεν έστρωσε, σαν μέδουσα μονάχα άπλωνε τα πλοκάμια της τριγύρω να τον πνίξει.
Εκείνη την περίοδο υπήρχε μια γυναίκα που μάλλον τον ενδιέφερε –δεν ξέρω, ούτε εκείνος, δεν παραδέχτηκε ποτέ ούτε στον εαυτό του. Τη φλέρταρε, την κοίταζε, την είχε από κοντά, μα χέρι δεν της άπλωσε ποτέ για να την πιάσει. Σαν απιστία στη Ζωή έβλεπε την Αγάπη και δε μπορούσε θηλυκά δυο να υπηρετεί. Κι αφού τη Ζωή διάλεξε, άφησε την Αγάπη και έμεινε εκεί πιστός στου βίου του τα πάθη.
Και πέρασε έτσι ο καιρός, κόντευε τα 60. Στην τράπεζα περίμενε μια μέρα στην ούρα. «Σοφία!» αναφώνησε σαν είδε τη γυναίκα που βιαστικά προσπέρασε και πήγαινε να φύγει. «Δε με θυμάσαι, είμαι ο …» , τον κοίταξε εκείνη. Γυναίκα ωραία, στιβαρή, Βορείων Προαστίων, τυλίχτηκε στη γούνα της και με ύφος πειραγμένο «στο Bocca τότε μ’ είχες δει και γύρισες την πλάτη!». «Δεν ήταν έτσι ακριβώς, με είχες παρατήσει και είχα αξιοπρέπεια γι’ αυτό δε σου μιλούσα». Εκείνη χαμογέλασε, τα δόντια της σαν λάμες , «όταν μπορούσες να με βρεις έκανες πώς δε μ’ είδες, τώρα που θες αγόρι μου, πια δε μπορείς να με έχεις»!
Το σοκ ήτανε δυνατό, έπιασε την καρδιά του, τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε στα πλακάκια. Άλλο πια δε θα θυμηθεί απ’ όσα είχε ζήσει. Μονάχα όσα δεν έζησε και πίστευε θα γίνει. Γιατί εκείνος νόμιζε πως είναι ένας άλλος, πιο έξυπνος, δημοφιλής, πιο μάγκας, πιο «μεγάλος». Μα σαν έπεσε χαμηλά και είδε όλο τον κόσμο να στέκεται από πάνω του, τότε μονάχα είδε πώς ήταν ότι έζησε, τίποτα παραπάνω. Κι αυτή που ονειρευότανε η μακρινή οπτασία, που έβλεπε από μακριά μα όσο κυνηγούσε ποτέ του δεν την έπιασε, πάλι μακριά την είδε. Και τότε το κατάλαβε. Δε θα ’χει Αθανασία – μονάχα τη Ζωούλα του και πια, χάνει κι εκείνη.

(πρόσφατα πρόσεξα ότι τα περισσότερα γυναικεία ονόματα έχουν νόημα, αντιθέτως με τα περισσότερα ανδρικά…)

Μετά Βαΐων και ψαμμάτων - Λίστα Άμμου 4

Something old… "Διάφανα Κρίνα – Κυριακή των Βαΐων". Ένα ολέθριο τίποτα κεντημένο απ' τ΄αστρα.

Something new… "Built to spill - Liar". Σήμερα γιορτάζουν οι ψεύτες. Σε δυο Κυριακές (του Θωμά) οι άπιστοι. Καλά πάμε!

Something borrowed… Από πιτσιρίκι το αγαπημένο μου τραγούδι του Spingsteen ήταν το "I’m on fire". Εδώ οι Electrelane του μεταγγίζουν ηλεκτρική ενέργεια –τζιζζζζζ!

Something blue… "Air - Once upon a time", a f-air-ytale!