Η Ελένη έβαλε το μοσχολίβανο πάνω από το καρβουνάκι και έτριψε λίγη από την ξερή ρίζα που κρατούσε ανάμεσα στα δυο της δάχτυλα. Πήρε μια βαθιά εισπνοή από τον καπνό και άρχισε να λιβανίζει στο σπίτι, ξεκινώντας από την κρεβατοκάμαρα και συνεχίζοντας στο διάδρομο και την κουζίνα. Σταυροκοπήθηκε με ευλαβικό φόβο μπροστά από το εικονοστάσι, δεν ακούμπησε όμως εκεί το θυμιατήρι. Το είχε μόλις κρύψει στο ξεχαρβαλωμένο ντουλαπάκι κάτω από το νεροχύτη, όταν άκουσε τη φωνή του από την κρεβατοκάμαρα: «Γυναίκαααα, καφέ!» Το περίμενε, ώρα του ήταν να ξυπνήσει.
Άνοιξε το πετρογκάζ, άναψε ένα σπίρτο και έβαλε το μαυρισμένο μπρίκι με το νερό και τον καφέ. Σκέφτηκε για μια στιγμή να ρίξει να ρίξει λίγο ζάχαρη, αλλ’ αποφάσισε ότι κανονικά δε θα έπρεπε. «Στου κάτου κάτ’ ας μην πιει!» μουρμούρισε χαμογελώντας. Ο καφές φούσκωσε και τον σήκωσε γρήγορα για να κρατήσει το καϊμάκι του, ενώ στράφηκε προς το τραπέζι που είχε αφήσει το φλιτζάνι. Είδε ότι καθόταν ήδη εκεί.
Από τότε που άρχισε να ξυπνάει τα απογεύματα, πάντα με μούτρα εμφανιζόταν μπροστά της. Κοίταξε το φλιτζάνι με τον καφέ και τη ρώτησε: «Μωρή, πικρό τουν έκανις;». «Αφού ‘χεις ζάχαρου!» του είπε, αλλά αυτός αμέσως στράβωσε τα μούτρα του. «Δε μι νοιαζ’, θα πάου στον καφινέ, να πιω ‘ναν καφέ τς προκουπής.» «Κάνι ό,τι θες.» του είπε, πήρε το φλιτζάνι και το έχυσε στον παλαιικό νεροχύτη, που κάποια εποχή το λευκό του μάρμαρο άστραφτε, αλλά τώρα ήταν κίτρινος, με βρωμιά που είχε εισχωρήσει στους πόρους του και δεν μπορούσε να φύγει.
Αυτός σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, η Ελένη όμως έτρεξε και την άνοιξε. Κάποιες φορές αισθανόταν να την καταπιέζει πολύ αυτή η ιστορία, όπως και να ‘χε όμως ήταν μια παρηγοριά στη μοναξιά της. Τον παρακολούθησε να κατεβαίνει τα χορταριασμένα σκαλιά και να προχωρά στο λασπωμένο χωματόδρομο. Χάθηκε σαν σκιά στη γωνία του δρόμου.
Πήρε ξανά το θυμιατήρι, έβαλε ένα ακόμα μοσχολίβανο και τριμμένη ρίζα, για να κατευθυνθεί στην απέναντι μεριά του σπιτιού, με την πόρτα προς τη μικρή πλατεΐτσα της εκκλησίας. Εισέπνευσε βαθιά για άλλη μια φορά από το θυμίαμα και ξεκίνησε να λιβανίζει μπροστά από την εξώπορτα, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τον πλάτανο της πλατείας. Τα κίτρινα φύλλα είχαν μαζευτεί πλέον σε έναν τεράστιο σωρό, με ποικίλα στρώματα από σάπια, μισοσαπισμένα και ξερά φύλλα. Καμιά φορά σκεφτόταν να πάρει τη σκούπα και να τα μαζέψει σε μια γωνιά, αλλά τι σημασία είχε;
Είδε τις γειτόνισσες που είχαν μαζευτεί στα σκαλάκια της ρημαγμένης εκκλησίας, κεντούσαν, έπλεκαν και κουτσομπόλευαν. «Ο, Ιλέν’, μουνάχη σ’ είσι;» φώναξε η Φρόσω «Έλα κάτσι δω μαζί μας!» Η Ελένη πρόσεξε ότι είχαν μαζευτεί πολλές, οπότε άφησε το θυμιατήρι μπροστά τους και κάθισε σε ένα σκαλάκι. «Λιβανίζς πάλ’ Ιλέν, βουήθειά σ’!» είπε η Γιώτα και σταυροκοπήθηκε. Η Ελένη χαμογέλασε και προσπάθησε να καταλάβει ποιο θέμα συζητούσαν.
Τις είχε βαρεθεί πια, όλο τα ίδια και τα ίδια έλεγαν, ιδίως για τον παλιό καιρό που το χωριό τους ήταν κεφαλοχώρι κι είχε απ’ όλα, μέχρι ράφτη, μαμή και σιδεράδικο. Καμιά φορά θυμόντουσαν κάποιον παμπάλαιο καυγά και μαλώνανε μεταξύ τους, σύντομα όμως τα βρίσκανε. Τόσα χρόνια βρίσκονταν η μια με την άλλη, θα μόνοιαζαν κάποια στιγμή οι ψυχές τους.
Η Φρόσω γύρισε και την κοίταξε με σοβαρό ύφος και της είπε: «Ξες, Ιλέν, τι ‘χω πιθυμήσ’ πιο απ’ ούλα; Κουλοκυθόπτα γλυκειά με καρύδ! Να σι σπάει τη μύτ’ όσου ψήνιτ’, να βγαίν’ αχνιστή και να τρως το πρώτου κουμμάτ’, γλυκό αλλ’ ακόμ’ καυτό και να καίγιτι η γλώσσα σ’.» Η Ελένη χαμογέλασε, της ήρθε για μια στιγμή να της πει: «Να φκιάξου, βρε Φροσ’, να σι φιλέψου κι σεν’», ήξερε όμως πόσο ανόητο θα ακουγόταν, μπορούσε να φάει η Φρόσω;
Ξαφνικά οι ομιλίες άρχισαν να χαμηλώνουν, ενώ ένας παράξενος ήχος άρχισε να φτάνει από μακριά. «Δεν μπορεί!» σκέφτηκε η Ελένη «Αυτουκίνητου;». Μάζεψε αμέσως το θυμιατήρι, χαιρέτισε βιαστικά τις γειτόνισσες, που δε φαίνονταν καθόλου ανήσυχες από το γεγονός (τι ανάγκη είχαν αυτές; ποιος τους έδινε σημασία;) και έτρεξε προς το σπίτι της. Έκλεισε το μόνο παντζούρι που παρέμενε ανοιχτό και πήγε στην κουζίνα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της από τη λεκάνη. Τελείωνε το νερό, έπρεπε να πάει αργότερα στο πηγάδι για να βγάλει. Πρώτα να έφευγαν οι ξένοι όμως, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο που έβλεπε στην πλατεία και κοίταξε ανάμεσα από τις γρίλιες.
Αρκετά παλιά, δε θυμόταν πλέον πότε, όταν ακόμα υπήρχε ρεύμα και λειτουργούσε η ασπρόμαυρη τηλεόραση, είχε δει μια εκπομπή για το πώς γυρίζουν τα σίριαλ. Αυτό το μηχάνημα που κρατούσε το νεαρό παλικάρι πρέπει να έγραφε ό,τι έβλεπε, κάμαρα το έλεγαν αν θυμόταν καλά. Η κοπέλα κρατούσε ένα μικρόφωνο και κοίταζε γύρω της κάπως φοβισμένη. Είπε στο παλικάρι: «Άντε ξεκίνα να τραβάς, να τελειώνουμε να φεύγουμε!» Αυτός σήκωσε τον αντίχειρά του προς τα πάνω και ένα πράσινο φωτάκι άναψε στο μηχάνημά του. Η κοπέλα ξεκίνησε να μιλάει: «Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στα στοιχειωμένα μέρη, επισκεφθήκαμε το χωριό Σκρετατίροβο στα ορεινά της Ηπείρου. Αν και υπήρξε κεφαλοχώρι στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρήκμασε από τον πόλεμο και μετά, ενώ παραμένει τελείως ακατοίκητο την τελευταία εικοσαετία. Πλήθος από φήμες κυκλοφορούν όμως για την τελευταία κάτοικο του χωριού, Ελένη Γκιόκα, η οποία επέμενε να κατοικεί μόνη της εδώ και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Κυνηγοί και ορειβάτες που περνούν από το χωριό υποστηρίζουν πως έχουν δει κάποιες φορές μια μαυροφορεμένη φιγούρα να περιφέρεται στα ρημαγμένα σοκάκια. Αν ζούσε όμως σήμερα η Ελένη, θα πλησίαζε τα εκατόν δέκα! Μια ακόμη περίπτωση ψυχής παγιδευμένης στον κόσμο των ζωντανών; Δεισιδαιμονίες που πηγάζουν από την αμάθεια; Τα συμπεράσματα δικά σας. Αγγελική Σπηλιώτη, από το χωριό Σκρετατίροβο, για τις Πύλες του Ανεξήγητου.»
Το φωτάκι από το μηχάνημα έσβησε και το παλικάρι ρώτησε την κοπέλα: «Δε σου μυρίζει κάτι σαν λιβάνι;». Η κοπέλα άρχισε να τρέμει και έδειξε προς το σωρό από φύλλα: «Δες, κι εκεί στο σωρό μοιάζει να έχει πατήσει πρόσφατα κάποιος!» Η Ελένη γέλασε όσο πιο πνιχτά μπορούσε, καθώς έβλεπε τα δύο νέα παιδιά να τρέχουν προς το αυτοκίνητο, παραπατώντας από τη βιασύνη τους στις πέτρες και τις λακκούβες. Κρίμα που δεν είχε πια ρεύμα, θα έδειχνε πρώτη φορά το χωριό τους η τηλεόραση και αυτή θα το έχανε. Δεν πειράζει, θα ρωτούσε τον τρελοβοσκό που της έφερνε τις προμήθειες, αν το είχε δει και πώς του φάνηκε.
[Το σημερινό ποστ είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην ομότιτλη μπλόγκερ.]
Άνοιξε το πετρογκάζ, άναψε ένα σπίρτο και έβαλε το μαυρισμένο μπρίκι με το νερό και τον καφέ. Σκέφτηκε για μια στιγμή να ρίξει να ρίξει λίγο ζάχαρη, αλλ’ αποφάσισε ότι κανονικά δε θα έπρεπε. «Στου κάτου κάτ’ ας μην πιει!» μουρμούρισε χαμογελώντας. Ο καφές φούσκωσε και τον σήκωσε γρήγορα για να κρατήσει το καϊμάκι του, ενώ στράφηκε προς το τραπέζι που είχε αφήσει το φλιτζάνι. Είδε ότι καθόταν ήδη εκεί.
Από τότε που άρχισε να ξυπνάει τα απογεύματα, πάντα με μούτρα εμφανιζόταν μπροστά της. Κοίταξε το φλιτζάνι με τον καφέ και τη ρώτησε: «Μωρή, πικρό τουν έκανις;». «Αφού ‘χεις ζάχαρου!» του είπε, αλλά αυτός αμέσως στράβωσε τα μούτρα του. «Δε μι νοιαζ’, θα πάου στον καφινέ, να πιω ‘ναν καφέ τς προκουπής.» «Κάνι ό,τι θες.» του είπε, πήρε το φλιτζάνι και το έχυσε στον παλαιικό νεροχύτη, που κάποια εποχή το λευκό του μάρμαρο άστραφτε, αλλά τώρα ήταν κίτρινος, με βρωμιά που είχε εισχωρήσει στους πόρους του και δεν μπορούσε να φύγει.
Αυτός σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, η Ελένη όμως έτρεξε και την άνοιξε. Κάποιες φορές αισθανόταν να την καταπιέζει πολύ αυτή η ιστορία, όπως και να ‘χε όμως ήταν μια παρηγοριά στη μοναξιά της. Τον παρακολούθησε να κατεβαίνει τα χορταριασμένα σκαλιά και να προχωρά στο λασπωμένο χωματόδρομο. Χάθηκε σαν σκιά στη γωνία του δρόμου.
Πήρε ξανά το θυμιατήρι, έβαλε ένα ακόμα μοσχολίβανο και τριμμένη ρίζα, για να κατευθυνθεί στην απέναντι μεριά του σπιτιού, με την πόρτα προς τη μικρή πλατεΐτσα της εκκλησίας. Εισέπνευσε βαθιά για άλλη μια φορά από το θυμίαμα και ξεκίνησε να λιβανίζει μπροστά από την εξώπορτα, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τον πλάτανο της πλατείας. Τα κίτρινα φύλλα είχαν μαζευτεί πλέον σε έναν τεράστιο σωρό, με ποικίλα στρώματα από σάπια, μισοσαπισμένα και ξερά φύλλα. Καμιά φορά σκεφτόταν να πάρει τη σκούπα και να τα μαζέψει σε μια γωνιά, αλλά τι σημασία είχε;
Είδε τις γειτόνισσες που είχαν μαζευτεί στα σκαλάκια της ρημαγμένης εκκλησίας, κεντούσαν, έπλεκαν και κουτσομπόλευαν. «Ο, Ιλέν’, μουνάχη σ’ είσι;» φώναξε η Φρόσω «Έλα κάτσι δω μαζί μας!» Η Ελένη πρόσεξε ότι είχαν μαζευτεί πολλές, οπότε άφησε το θυμιατήρι μπροστά τους και κάθισε σε ένα σκαλάκι. «Λιβανίζς πάλ’ Ιλέν, βουήθειά σ’!» είπε η Γιώτα και σταυροκοπήθηκε. Η Ελένη χαμογέλασε και προσπάθησε να καταλάβει ποιο θέμα συζητούσαν.
Τις είχε βαρεθεί πια, όλο τα ίδια και τα ίδια έλεγαν, ιδίως για τον παλιό καιρό που το χωριό τους ήταν κεφαλοχώρι κι είχε απ’ όλα, μέχρι ράφτη, μαμή και σιδεράδικο. Καμιά φορά θυμόντουσαν κάποιον παμπάλαιο καυγά και μαλώνανε μεταξύ τους, σύντομα όμως τα βρίσκανε. Τόσα χρόνια βρίσκονταν η μια με την άλλη, θα μόνοιαζαν κάποια στιγμή οι ψυχές τους.
Η Φρόσω γύρισε και την κοίταξε με σοβαρό ύφος και της είπε: «Ξες, Ιλέν, τι ‘χω πιθυμήσ’ πιο απ’ ούλα; Κουλοκυθόπτα γλυκειά με καρύδ! Να σι σπάει τη μύτ’ όσου ψήνιτ’, να βγαίν’ αχνιστή και να τρως το πρώτου κουμμάτ’, γλυκό αλλ’ ακόμ’ καυτό και να καίγιτι η γλώσσα σ’.» Η Ελένη χαμογέλασε, της ήρθε για μια στιγμή να της πει: «Να φκιάξου, βρε Φροσ’, να σι φιλέψου κι σεν’», ήξερε όμως πόσο ανόητο θα ακουγόταν, μπορούσε να φάει η Φρόσω;
Ξαφνικά οι ομιλίες άρχισαν να χαμηλώνουν, ενώ ένας παράξενος ήχος άρχισε να φτάνει από μακριά. «Δεν μπορεί!» σκέφτηκε η Ελένη «Αυτουκίνητου;». Μάζεψε αμέσως το θυμιατήρι, χαιρέτισε βιαστικά τις γειτόνισσες, που δε φαίνονταν καθόλου ανήσυχες από το γεγονός (τι ανάγκη είχαν αυτές; ποιος τους έδινε σημασία;) και έτρεξε προς το σπίτι της. Έκλεισε το μόνο παντζούρι που παρέμενε ανοιχτό και πήγε στην κουζίνα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της από τη λεκάνη. Τελείωνε το νερό, έπρεπε να πάει αργότερα στο πηγάδι για να βγάλει. Πρώτα να έφευγαν οι ξένοι όμως, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο που έβλεπε στην πλατεία και κοίταξε ανάμεσα από τις γρίλιες.
Αρκετά παλιά, δε θυμόταν πλέον πότε, όταν ακόμα υπήρχε ρεύμα και λειτουργούσε η ασπρόμαυρη τηλεόραση, είχε δει μια εκπομπή για το πώς γυρίζουν τα σίριαλ. Αυτό το μηχάνημα που κρατούσε το νεαρό παλικάρι πρέπει να έγραφε ό,τι έβλεπε, κάμαρα το έλεγαν αν θυμόταν καλά. Η κοπέλα κρατούσε ένα μικρόφωνο και κοίταζε γύρω της κάπως φοβισμένη. Είπε στο παλικάρι: «Άντε ξεκίνα να τραβάς, να τελειώνουμε να φεύγουμε!» Αυτός σήκωσε τον αντίχειρά του προς τα πάνω και ένα πράσινο φωτάκι άναψε στο μηχάνημά του. Η κοπέλα ξεκίνησε να μιλάει: «Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στα στοιχειωμένα μέρη, επισκεφθήκαμε το χωριό Σκρετατίροβο στα ορεινά της Ηπείρου. Αν και υπήρξε κεφαλοχώρι στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρήκμασε από τον πόλεμο και μετά, ενώ παραμένει τελείως ακατοίκητο την τελευταία εικοσαετία. Πλήθος από φήμες κυκλοφορούν όμως για την τελευταία κάτοικο του χωριού, Ελένη Γκιόκα, η οποία επέμενε να κατοικεί μόνη της εδώ και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Κυνηγοί και ορειβάτες που περνούν από το χωριό υποστηρίζουν πως έχουν δει κάποιες φορές μια μαυροφορεμένη φιγούρα να περιφέρεται στα ρημαγμένα σοκάκια. Αν ζούσε όμως σήμερα η Ελένη, θα πλησίαζε τα εκατόν δέκα! Μια ακόμη περίπτωση ψυχής παγιδευμένης στον κόσμο των ζωντανών; Δεισιδαιμονίες που πηγάζουν από την αμάθεια; Τα συμπεράσματα δικά σας. Αγγελική Σπηλιώτη, από το χωριό Σκρετατίροβο, για τις Πύλες του Ανεξήγητου.»
Το φωτάκι από το μηχάνημα έσβησε και το παλικάρι ρώτησε την κοπέλα: «Δε σου μυρίζει κάτι σαν λιβάνι;». Η κοπέλα άρχισε να τρέμει και έδειξε προς το σωρό από φύλλα: «Δες, κι εκεί στο σωρό μοιάζει να έχει πατήσει πρόσφατα κάποιος!» Η Ελένη γέλασε όσο πιο πνιχτά μπορούσε, καθώς έβλεπε τα δύο νέα παιδιά να τρέχουν προς το αυτοκίνητο, παραπατώντας από τη βιασύνη τους στις πέτρες και τις λακκούβες. Κρίμα που δεν είχε πια ρεύμα, θα έδειχνε πρώτη φορά το χωριό τους η τηλεόραση και αυτή θα το έχανε. Δεν πειράζει, θα ρωτούσε τον τρελοβοσκό που της έφερνε τις προμήθειες, αν το είχε δει και πώς του φάνηκε.
[Το σημερινό ποστ είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην ομότιτλη μπλόγκερ.]
7 σχόλια:
την επόμενη φορά που θα επικοινωνήσεις με τα πνεύματα μέσα από τη μαγική σου γυάλα, πάρε τη συνταγή για την κολοκυθόπια! SLURP.
ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΣΑΙ!!! Μιλάμε για φαντασία εκρηκτική! Καταπληκτικές οι περιγραφές σου στις λεπτομέρειες. Η παρατηρητικότητά σου μοναδική, οι διάλογοι ολοζώντανοι όπως πάντα. Μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που γράφεις. Σε διαβάζω πάντα απνευστί και ότι κι αν γράφεις είναι απόλαυση. Στο συγκεκριμένο, αυτό που μου αρέσει πιο πολύ είναι το ρεαλιστικό της απόδοσης των χαραχτήρων. Που ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος χαράς, μια μιζέρια και μια μονοτονία είναι διάχυτη, κανένα συναίσθημα, πλην του δεσμού που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις γυναίκες, δεσμός ανάγκης που έχει η μια για την παρουσία της άλλης, αδιάφορη έως ενοχλητική η παρουσία του άντρα, αλλά τον νοιάζεται κιόλας, μη βάζοντας ζάχαρη στον καφέ του,όχι από αγάπη αλλά από καθήκον αγάπης, που υπαγορεύει να τον προσέχει. Παρ' όλα αυτά, δε βγαίνει πίκρα ή αδικαίωτο, αντίθετα βγαίνει ρεαλιστικά κι εδώ είναι το ενδιαφέρον, η παθητική αποδοχή μιας ζωής, που ξέρουν ότι αυτή είναι και δεν αλλάζει. Η ηρωίδα δεν πονάει. Πονάει ο αναγνώστης...
Έχεις λαμπρό μέλλον παλικάρι και θα με θυμηθείς λίαν συντόμως, γιατί έχεις τέτοια άσβεστη φλόγα γραφής μέσα σου, που δεν κρατιέται. Θα την ανάψεις την πυρκαγιά και θα φωτίσει και θα ζεστάνει. Σου πάνε πολύ τα περιγραφικά θέματα γιατί η μνήμη σου είναι φωτογραφική κι αυτό είναι μεγάλο προσόν. Εσύ μπορείς να γράψεις μυθιστόρημα και η περιγραφή να περιορίζεται μέσα σε ένα σπίτι. Γιατί όταν γράφεις βλέπεις. Στήνεις τους ήρωες σου, τους παρακολουθείς από ψηλά και τους περιγράφεις λεπτομερώς.
Σε καταπόλαυσα... και δε φαντάζεσαι τη χαρά μου που δοκίμασες τη δύναμή σου και στο επίπεδο κείμενο, αυτό που δεν έχει στοιχεία θρίλερ, ούτε εξωπραγματικές καταστάσεις γιατί δεν τα έχει ανάγκη η γραφή σου.
Όσο για την αφιέρωση... κερνάω απόψε εγώ Άμμε μου... καρυδόπτα και όχι μόνο! Από χαρά. Μεγάλη μου τιμή και το εκτιμώ αληθινά.
Γι αυτό όταν με το καλό θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου που θα γράψεις, θα είμαι από κάτω στην πρώτη σειρά να καμαρώνω... ;)
αν ο Poe είχε επισκεφτεί το Σκρετατίροβο....το διάβασα μέχρι το τέλος με φοβερό ενδιαφέρον (και συνήθως βαριέμαι)...καλό βράδυ σε όλους
Τέλειο, εκπληκτικό σκηνικό, μ' άρεσε η έκθεση της αληθινής υπόστασης του χωριού, και ζήλεψα.
Πότε θα γράψεις για την ξωθιά Βοργία λοιπόν;
;)
Πολύ ωραία η έκπληξη στο τέλος.
Πήρα και σήμερα τη δόση μου
Σ ευχαριστώ.Υπέροχο
Πολύ μου αρέσει το Blogoχωριό μας... Κάνεις τη βόλτα σου στο βιβλιοπωλείο, διαβάζεις ένα γραφτό του Άμμου ζεστό ζεστό από το φούρνο, καλημερίζεις και πας παρά πέρα για καφέ.
Καλώς τους/τες!
Συγγνώμη που απαντώ καθυστερημένα, αλλά έφυγα χτες πρωι από το σπίτι και γύρισα σήμερα ξημερώματα.
Αγαπητέ μου Keimgreek,
τα πνεύματα μου είπαν ότι θα σου στείλουν μέιλ με τη συνταγή.
Καλη μου Γητεύτρια, τι άλλο να πω από το ότι με συγκίνησες πραγματικά; Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Αγαπητή Ελαφίνη, χαίρομαι που σου άρεσε, αν και ο παραλληλισμός με τον Πόε, νομίζω ότι είναι κατά τι υπρβολικός.
Καλώς την Idaki! Ιστορία για ξωθιά Βοργία; Εφτασεεεε!
Αγαπητή Switchblade sister, να είσαι καλά, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Καλή μου γειτόνισσα, ΓιατηνΑρλέτα, σε ευχαριστώ πολύ κι εσένα. Τόσα χρόνια φούρναρης, έχω γράψει...
Δημοσίευση σχολίου