Ξύπνησε γυμνός σε ένα άδειο σπίτι. Πάντα του άρεσε αυτή η αίσθηση, το σώμα του να τρίβεται στα σεντόνια, να αναπνέει με όλους τους πόρους του, να σηκώνεται και να διασχίζει τα ρεύματα του διαδρόμου, αισθανόμενος τις τρίχες του στέρνου του να ριγούν. Σήμερα όμως ένιωθε πως κάτι ήταν ριζικά διαφορετικό, ανασηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη που στόλιζε το δωμάτιό του, κατάλοιπο από μια περίοδο έντονου ναρκισσισμού, που ίσως και να μην είχε ακόμη τελειώσει. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, συνειδητοποιώντας ότι είχαν αλλάξει και αυτά χρώμα: δεν αναγνώριζε πλέον το σώμα του, ούτε καν στο παραμικρό.
[Το ποστ αυτό είναι ένα πειραματάκι συλλογικής γραφής που δοκιμάσαμε με το Σαμμάνο το μεσημέρι της Κυριακής. Το κείμενο συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στα σχόλια με δύο διαφορετικές εκδοχές. Μπορείτε γράψετε και εσείς μία δική σας εκδοχή για το τέλος, αν θέλετε, εγώ και ο Σαμμάνος θα το χαρούμε πολύ.
Επειδή φοβηθήκαμε μήπως χαθούν οι διαφορετικές εκδοχές των ιστοριών μέσα στο πλήθος, αποφασίσαμε να μην απαντούμε σε αυτά τα σχόλια. Ευχαριστούμε πολύ πάντως όσους σχολίασαν ήδη ή θα σχολιάσουν το κείμενο.
Update: Η αγαπημένη συμπλόγκερ Γιατηναρλέτα μας πρότεινε ένα τραγούδι που θα συνόδευε αυτό το ποστ, τις "Μάγισσες με ομπρέλες" της Αρλέτας και το ανέβασε για χάρη μας. Την ευχαριστούμε πολύ πολύ.]
Επειδή φοβηθήκαμε μήπως χαθούν οι διαφορετικές εκδοχές των ιστοριών μέσα στο πλήθος, αποφασίσαμε να μην απαντούμε σε αυτά τα σχόλια. Ευχαριστούμε πολύ πάντως όσους σχολίασαν ήδη ή θα σχολιάσουν το κείμενο.
Update: Η αγαπημένη συμπλόγκερ Γιατηναρλέτα μας πρότεινε ένα τραγούδι που θα συνόδευε αυτό το ποστ, τις "Μάγισσες με ομπρέλες" της Αρλέτας και το ανέβασε για χάρη μας. Την ευχαριστούμε πολύ πολύ.]
18 σχόλια:
Οι βραχίονες είχαν μακρύνει –«θέλω να μ’ αγκαλιάζεις περισσότερο». Τα πόδια είχαν κοντύνει, είχαν γίνει σχεδόν βατραχίσια –«πότε θα πάψεις να τρέχεις μακριά μου»; Τα μάτια του είχαν γίνει βιολετί –«δεν έχω δει ποτέ άνθρωπο με μοβ βλέμμα!» και τα αυτιά του μεγάλωσαν σαν του γαϊδάρου –«πότε θα μπορέσεις ν’ ακούσεις τις ανάγκες μου;». Ήταν ποτέ δυνατόν; Τι κατάρα ήταν πάλι αυτή; Να κοιμηθεί πραγματικός και να ξυπνήσει όνειρο; Και μάλιστα όχι το δικό του όνειρο μα το δικό της;
Πήρε αμέσως τηλέφωνο τον κολλητό του το Βαγγέλη, που είχαν χαθεί τους τελευταίους μήνες, είχε κολλήσει με τα παραψυχολογικά και δεν μπορούσε να συζητήσει τίποτα άλλο. τώρα ήταν η καταλληλότερη στιγμή για να ξαναβρεθούνε, στο κάτω κάτω οι φίλοι στην ανάγκη φαινονται. Σχημάτισε τους αριθμούς του τηλεφώνου και με το "καλημέρα", άκουσε την απροσδόκητη απάντηση του Βαγγέλη: ΄"Ήμουν βέβαιος πως αν πετύχαινε, θα ήμουν ο πρώτος που θα έπαιρνες τηλέφωνο. Δυστυχώς έχω διαλέξει ήδη στρατόπεδο." και αμέσως μετά το μονότονο ήχο της γραμμής που έχει κλείσει.
Πήδηξε με τα βατραχοπόδαρα πάνω σε μια καρέκλα και με τις μακριές χερούκλες του προσπάθησε να ανοίξει το ντουλάπι της κουζίνας και να πιάσει τον καφέ. Ίσως λίγη καφεΐνη να τον βοηθούσε να σκεφτεί κάτι άλλο. Δίπλα στις φρυγανιές είδε τα κουλουράκια διαίτης που έτρωγε η Ματθίλδη και παραδίπλα το βάζο με το μέλι. Προς στιγμήν κάτι του φάνηκε σαν λύση με αυτά τα δυο –αλλά δε μπορούσε να το εντοπίσει.
Θυμήθηκε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που τους διάβαζε η δασκάλα στο Νηπιαγωγείο, αν έτρωγε τα κουλουράκια θα γινόταν ξανά κανονικός ή θα μεταμορφωνόταν ακόμη χειρότερα; Ή μήπως θα ψήλωνε; Δε θυμόταν τίποτα, είχαν περάσει κοντά εικοσιπέντε χρόνια από την τελευταία φορά που είχε ακούσει το παραμύθι, το έδειχνε και η τηλεόραση, αλλά πάντα βαριόταν τις ιστορίες φαντασίας. Που να το ξερε ότι θα ζούσε μια ο ίδιος. Αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του με το μέλι. Έγειρε το βαζάκι προς το μέρος του και το παχύρευστο υγρό άρχισε να τρέχει στο στόμα του, αλλά και στο σώμα του, θυμίζοντας αμυδρά σκηνή από σοφτ πορνό.
Μα καμιά αλλαγή δεν έβλεπε κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Είδε «Μy–στίλβη» στην οθόνη. «Μωρή κατσίκα» σκέφτηκε και το άρπαξε. Αλλά μονάχα «Ματθίλδη μωρό μου τι κάνεις;» είπε μελιστάλακτα. Το μέλι έτρεχε απ’ το στόμα και τα μέλη του –ακόμα και αυτό προς όφελός της δούλευε! «Καλά καρδιά μου» είπε αυτή. «Τι έκανες χτες, βγήκες με την αντροπαρέα τελικά» τον ρώτησε δήθεν από ενδιαφέρον. «Όχι» απάντησε τότε εκείνος, σκεπτόμενος ότι αφού και ο Βαγγέλης τον είχε εγκαταλείψει, μονάχα αυτή θα μπορούσε να τον επαναφέρει στην προηγούμενη κατάσταση. Έτσι προσπάθησε με ψέματα να την κατευνάσει: «Δε μπόρεσα να βγω. Σε σκεφτόμουν. Και ήθελα να σε δω. Μου ‘λειψες κουτό».
Η φωνή της Ματθίλδης ξαφνικά βράχνιασε, θυμίζοντας τις σεξουαλικές φωνές των σταρ και των γραμμών 090. Την είχε εκπαιδεύσει καλά, για τα βράδια που δεν κατάφερναν να βρεθούνε, τουλάχιστον να κάνουν τηλεφωνικό σεξ. "Κι εμένα μου έλειψες μωρό μου, πολύ..." του είπε κι αυτός ασυναίσθητα έφερε το χέρι του μπροστά από τη λεκάνη του. Το ακουστικό του έπεσε αμέσως μετά από το άλλο χέρι και άρχισε να ψάχνει και με τα δύο το πέος του. Είχε μεταφορφωθεί γενικώς σε βάτραχο από τη μέση και κάτω! Άρπαξε το ακουστικό και άρχισε να τσιρίζει: "Μωρή κακούργα το βουντού μου έκανες; Πάρε τώρα την κατάρα σου πίσω, θα σε σκοτώσω ακούς;"
Το γάργαρο γέλιο της Ματθίλδης αντήχησε στα αυτιά του σαν εκρήξεις στο καζάνι της Κολάσεως. «Βουντού; Τι εννοείς βρε κουτό»; «Μ έχεις κάνει ένα κοντοπόδαρο βατράχι με χέρια ουραγκοτάγκου και γαϊδουροαυτιά! Τι σου έφταιξα; Γιατί;». «Αχ, αγάπη μου, νομίζω ότι για κάποιο λόγο μου περιγράφεις τον πραγματικό σου εαυτό: από τη μέση και κάτω ένα γλοιώδες βατράχι που το νοιάζει μόνο να πηδάει, από τη μέση και πάνω ένας μάτσο γορίλας που θέλει μόνο να αρπάζει και απ’ το λαιμό και πάνω ένας γάιδαρος –ξεροκέφαλος και αναίσθητος. Γιατί συγχύζεσαι τόσο. Μάλλον πρέπει να ευγνωμονείς όποιον στα έδειξε όλα αυτά. Και δεν είμαι εγώ!».
Η σκέψη του είχε πάρει μάλλον λάθος δρόμο, η Ματθίλδη δεν είχε καμία σχέση με τη μεταμόρφωσή του, ή αυτό ήθελε να τον πείσει ότι συμβαίνει. Τι εννοούσε τότε ο Βαγγέλης για την επιλογή στρατόπεδου; Αποφάσισε να τον ξαναπάρει τηλέφωνο κι αν δεν του μιλούσε, θα πήγαινε μέχρι το σπίτι του. Έλπιζε μόνο να προλάβαινε να φτάσει πριν τον ανακαλύψουν τα δελτία ειδήσεων. Κάλεσε τον αριθμό και με το που άκουσε τη γραμμή να ανοίγει, είπε με την πιο ήρεμη φωνή που μπορούσε να έχει: "Βαγγέλη, σε ικετεύω, στο όνομα της φιλίας μας, έχεις καμία σχέση με αυτό που μου συμβαίνει; Πες μου, αν πρέπει να καταλάβω κάτι για να ξαναγίνω άνθρωπος, είμαι μεγάλος μαλάκας, το ξέρω..." η φωνή του όμως τότε έσπασε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
«Όταν είπα ότι διάλεξα στρατόπεδο δεν εννοούσα εναντίον σου, εννούσα απλά υπέρ μου. Υπερ της ψυχικής μου υγείας. Με χάλαγες ρε τελευταία, ήσουν μεγάλος σπασαρχίδης» του είπε ο Βαγγέλης με ένα ύφος δικαίωσης. «Την έσπαγες και σ’ εμένα και στην Ματθίλδη και σ όλο τον κόσμο. Τώρα απλά πληρώνεις τα σπασμένα σου! Κι εγώ δεν έχω καμία ανάμειξη σ'αυτό. Και η μόνη λύση που έχω να προτείνω είναι σ' αυτά που ήδη σου είπα. Απ’ αυτά πρέπει εσύ να σκεφτείς τι θα κάνεις». «Με τόσα σπασίματα που ανέφερες μάλλον πρέπει να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο» είπε εκείνος. «Στο τοίχο όχι, αλλά… Σκέψου ποιος πραγματικά σου έδειξε αυτό που οι άλλοι βλέπουμε σ’ εσένα». Ποιος σου είπε την αλήθεια σου σήμερα το πρωί;
Εκδοχή Α:
Έκλεισε το τηλέφωνο και η πρώτη του αντίδραση ήταν πάρει ξανά τη Ματθίλδη, σταμάτησε όμως στο τρίτο νούμερο. Η Ματθίλδη δεν του είχε πει πρώτη την αλήθεια, απλά την είχε επιβεβαιώσει. Για μια στιγμή φωτίστηκε και προχώρησε με τεράστια άλματα πίσω στην κρεβατοκάμαρα. Ο καθρέφτης συνέχιζε να δείχνει το ίδιο απαίσιο είδωλο, καταλάβαινε όμως πλέον ότι ήτανε φίλος του, ούτε εχθρός, ούτε κόλακας. Άγγιξε τη στιλπνή επιφάνεια για να ανακαλύψει ότι έμοιαζε περισσότερο με ζελατίνα. Πίεσε λίγο περισσότερο και το χέρι του άρχισε να βυθίζεται, στη συνέχεια το μπράτσο του, ο ώμος του ο κορμός του. Όταν ένιωσε και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του να αφήνει πίσω την υγρή επιφάνεια, άνοιξε τα μάτια του. Ξυπνούσε γυμνός και αγκαλιάζοντας σφιχτά τη Ματθίλδη, η οποία γουργούρισε παραπονιάρικα: "Όχι πάλι σεξ ρε μωρό, καλά καλά δεν ξυπνήσαμε..." "Όχι αγάπη μου" της είπε "θα πέρασουμε πολλές ώρες αγκαλιά, πριν να κάνουμε έρωτα." Συνειδητοποίησε όσο τα έλεγε αυτά, πως το στόμα του δεν είχε την πικρή γεύση από τα τσιγάρα, όπως κάθε πρωί, αλλά μάλλον μια λεπτή επίγευση από μέλι.
(Εκδοχή β’)
Γύρισε στον καθρέφτη του. Τον κοίταξε. «I ll put a spell on you, cause you’ re mine». Ο καθρέφτης. Ο καθρέφτης τον είχε μαγέψει. Αυτός τον είχε παγιδεύσει. Η ίδια η εικόνα του. Έπιασε με λύσσα το σκαμπό πλάι απ’ το κρεβάτι και το πέταξε με δύναμη πάνω του. Το τζάμι ράγισε κι έμοιαζε με μικρά κομμάτια ενός γυάλινου πάζλ. Λίγο μετά το ένα έπεσε κάτω. Ήταν εκείνο που καθρέφτιζε τα χείλη του. Εκείνος ένιωσε έναν πόνο κι ακούμπησε αντανακλαστικά το πρόσωπό του σ’ εκείνο το σημείο. Μα… δεν έπιασε τίποτα. Πού ήταν το στόμα του; Σήκωσε τα μάτια. Το κομμάτι της μύτης γλίστρησε κι αυτό και μετά εκείνο του δεξιού αφτιού. Προσπάθησε να τα κρατήσει με τα χέρια του μα η κίνησή του ήταν πάντα ένα βήμα πιο πίσω. Πίο πίσω από τη φθορά. Συνέχισε να δυαλύεται, έπεσε η θηλή και το ένα μέρος του στέρνου, η κλείδα, τα δάχτυλα των χεριών. Και μετά γοργά, σαν τραπουλόχαρτα που τα πήρε ο αέρας, ακολούθησε το υπόλοιπο σώμα. Εκείνος στεκόταν ανήμπορος, με τα χέρια να έχουν ήδη κοπεί, από ώρα. Παρακολουθούσε την αποδόμησή του μέχρι που έπεσε και το τελευταίο κομμάτι του αριστερού ματιού. Μετά δεν έβλεπε πια– ένιωθε μονάχα. Να χάνεται. Να μην υπάρχει. Ένα τίποτα. Χωρίς την εικόνα του.
(εκδοχή γ)
Ο καθρέφτης! φυσικά! Τα παραμύθια έσφιζαν από ιστορίες για μαγεμένους καθρέφτες και τα παράδοξα "κόλπα" τους στην πραγματικότητα των ανθρώπων. Γύρισε γρήγορα στο δωμάτιο, και άνοιξε την ντουλάπα για να κοιταχτεί στον μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη, που έντυνε ένα φύλλο της.
Κοιτάχτηκε καλά, ελπίζοντας η τωρινή του εικόνα να έχει βελτιωθεί ή ίσως να βρει την λύση στο πως έφτασε μέχρι εκεί. Τίποτα.. Εγερνε το φύλλο της ντουλάπας λίγο πιο δω, λίγο πιο κει μήπως και το φως του αποκαλύψει κάτι παραπάνω.. και τότε το είδε.. Ενα πρόσωπο, χωρίς σώμα, μάλλον ένα χαμόγελο χωρίς πρόσωπο καν, να του γελά σαρκαστικά στο γυαλί. Ποιος κερατάς είσαι? Γιατί μου το κάνεις αυτό? Το χαμόγελο χωρίς πρόσωπο, μια εμφανιζόταν μια εξαφανιζόταν στην αντανάκλαση, αποκαλύπτοντας κάθε τόσο δύο σειρές μυτερά δόντια με τους κυνόδοντες να εξέχουν. Οσο κι αν απείλησε, ικέτεψε, επιχειρηματολόγησε δεν πήρε καμμία απόκριση. Στο τέλος χτύπησε με δύναμη την πόρτα κάνοντας τον καθρέφτη να σωριαστεί πάνω στα ρούχα της ντουλάπας. Ευτυχώς δεν έσπασε, γιατί το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν και εφτά χρόνια γρουσουζιάς. Μα γυρίζοντας προς το δωμάτιο κόντεψε να μείνει πάνω στα βατραχίσια πόδια του. Το χαμόγελο ήταν εκεί, πίσω του, προς την μεριά του τοίχου. Δεν ήταν αντανάκλαση! Με ένα απότομο πήδημα, βούτηξε να πιάσει το πλάσμα στο οποίο ανήκε το αλλόκοτο χαμόγελο, το οποίο τώρα μισόφεγγε με την μορφή ενός τεράστιου ριγέ γάτου. Βρέθηκε όμως φαρδύς πλατύς στο πάτωμα, καθώς είχε πέσει απ' το κρεβάτι του, καθώς το όνειρο τον είχε προδώσει και το υποσύνειδητο ίσα που είχε καταφέρει να του περάσει ένα μήνυμα με όσα είχε δει..
Εκείνη την στιγμή το ραδιόφωνο άνοιξε αυτόματα σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, που είχε επιλέξει αντί για ξυπνητήρι και το τραγούδι που άκουσε τον έκανε να μείνει εκεί στο πάτωμα, με την κανονική του μορφή φυσικά, αλλά με το ίδιο παράδοξο χαμόγελο που είχε ο Γάτος του Τσέσαϊρ και στο όνειρο του :
"..one pill makes you larger, and one pill makes you small, and the ones that mother gives you don't do anything at all..."
κάτι σχετικό, αλλά όχι τόσο μακαβριο...
Ομορφα ομορφα! :) Δεν μπορω ν αποφασισω ποια εκδοχη μ αρεσει πιο πολυ..
WOW!!!
Καύλα η ιστορία, και πήρε αμέσως μορφή ο ήρωας στο μυαλό μου - όλες έχουμε έναν πρώην που άξιζε τέτοια τύχη... Για το λόγο αυτό, και για να ξορκίσω την πρόσφατη ακεφιά μου με ένα άκρως σαδιστικά ικανοποιητικό αποτέλεσμα, διαλέγω το τέλος του Σαμμάνου. Βγάζω το καπέλο και στους δύο, βέβαια!
Μπράβο. Μπορώ κι εγώ να συνεισφέρω με τον τρόπο μου;
http://www.esnips.com/doc/459e1e90-3db2-40ab-b24c-7812a34e34c6/03-ΜΑΓΙΣΣΕΣΜΕ-ΟΜΠΡΕΛΕΣ
αν δεν αρχίσει με κλικ κάντα copy paste τη διεύθυνση
Το τραγούδι ανέβηκε για σένα στο σημερινό ποστ.
Καλημέρα και καλή ακρόαση
Δημοσίευση σχολίου