Τα τελευταία καλοκαίρια μου μοιάζουν πολύ με το ομώνυμο τραγούδι του Σαββόπουλου, ψυχολογικά έντονα, με χαρές και λύπες, ελπίδες για το μέλλον και απογοητεύσεις από το παρόν. Κοιτώντας τις προηγούμενες χρονιές, πριν σας μιλήσω για φέτος, το καλοκαίρι του 2004 ήμουν κλεισμένος στο σπίτι ασθμαίνοντας να ολοκληρώσω τη διπλωματική μου για το μεταπτυχιακό (την 1η Σεπτέμβρη ή την κατέθετα ή με διαγράφανε από φοιτητή), του 2005 ήμουν φαντάρος σε ένα απομονωμένο φυλάκιο της Χίου χωρίς έναν άνθρωπο να συνεννοηθώ, και του 2006 με είχαν πιάσει διάφορα ψυχολογικά όντας ταυτόχρονα ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση. Φτάνουμε λοιπόν στο καλοκαίρι του 2007 που ξεκίνησε με πολλά πράγματα μετέωρα, αλλά γενικώς ελπιδοφόρο: θα μετακόμιζα στην Αθήνα για να είμαι στην ίδια πόλη με την κοπέλα μου και να την ψάξω με το Πανεπιστήμιο, ελπίζοντας να βρω σχετικά σύντομα δουλειά.
Οι πρώτες αναταραχές ξεκίνησαν τον Ιούνη, που χώρισα με την Ε., και παρόλο που δεν το παραδεχόμουν έχασα το βασικότερο κίνητρο για να ξεκινήσω αισιόδοξα στην Αθήνα. Παράλληλα άρχισα να αγχώνομαι πολύ με μια ανακοίνωση που θα παρουσίαζα στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας μαζί με ένα φίλο μου γλωσσολόγο, το Γιάννη, συνειδητοποιώντας ότι η δυσκολία μας να συμπέσουμε στους τρόπους δουλειάς και προγραμματισμού δε θα μας εγκατέλειπε στα ακαδημαϊκά μας (ο Γιάννης δούλεψε πολύ, αλλά μέχρι να καταλάβω ότι το κάνει, πέρασα διάφορες φάσεις, από το να είμαι εξοργισμένος μαζί του, μέχρι να του προτείνω να κάνει μόνος του την ανακοίνωση). Αρχές του Ιούλη βρίσκουμε σπίτι με το συγκάτοικό μου (πάλι το Γιάννη που σας έλεγα) και ξεκινάω να πακετάρω, αποφασίζω όμως σε ένα πέρασμά μου από την Αθήνα να κάνω μια χαλαρή κουβέντα με ένα καθηγητή για μια ιδέα που είχα (και σκεφτόμουν ότι ίσως κάποια στιγμή οδηγήσει σε διδακτορικό μες στη χρονιά). Πηγαίνω χαλαρά με μια βερμούδα και τη βαλίτσα στο χέρι, και εν περιλήψει η συζήτηση κυλά κάπως έτσι:
- Καλησπέρα, τι κάνετε κτλ.
- Για πες μου, τι ήθελες να συζητήσουμε;
- Λοιπόν σκεφτόμουν να κάνω αυτό κι αυτό και ήθελα τη γνώμη σας αν έχει κάποια βάση ως ιδέα, με ποιους καθηγητές να μιλήσω... Ξέρω ότι εσείς ασχολείστε περισσότερο με ζητήματα ιδεολογίας, οπότε θέλω απλώς μια δεύτερη γνώμη από εσάς...
- Η ιδέα είναι πολύ ενδιαφέρουσα, σε αναλαμβάνω.
- Ε, δεν καταλάβατε, εγώ δεν ήρθα για να σας προτείνω να είστε στην επιτροπή μου, αλλά...
- Ναι, εγώ όμως σε αναλαμβάνω.
Και βρίσκομαι λοιπόν στα ξεκούδουνα να συζητάω για το πώς θα γράψω το υπόμνημα – πρόταση και ότι θα πρέπει να το έχω τελειώσει ως τον Οκτώβρη, γιατί μετά ο καθηγητής θα έπαιρνε άδεια και δεν μπορούσε να δεχτεί διδακτορικούς. Επιστρέφω Θεσσαλονίκη, συνεχίζω το πακετάρισμα και παράλληλα διαβάζω μια για την ανακοίνωση, μια για το διδακτορικό. Η μετακόμιση γίνεται τελικά τις ημέρες του καύσωνα στην Αθήνα, με το φορτηγό να έρχεται δύο ώρες νωρίτερα, τον ένα φίλο που θα βοηθούσε να παθαίνει ατύχημα και τον άλλο να έρχεται στην ώρα του, δηλαδή δύο ώρες αργότερα (όπως καταλάβατε την έκανα μόνος μου, μαζί με τον οδηγό του φορτηγού). Περνάω την εβδομάδα του καύσωνα μαζεύοντας βιβλιογραφία και μοντάροντας τα έπιπλα του ΙΚΕΑ (ο Γιάννης είχε φύγει ήδη για να δουλέψει στην Κρήτη, γκρρρ) ενώ μέσα σε όλο τον ορυμαγδό το κινητό μου βγάζει ένα ηλεκτρονικό πρόβλημα και αρχίζει να καίει τις σιμ που του βάζεις, πάνε όλοι μου οι αριθμοί τηλεφώνων.
Κατεβαίνω για λίγες μέρες Καλαμάτα και μπαίνουμε πλέον στον Αύγουστο, οπότε ετοιμάζομαι για Σαμοθράκη. Οι κουβέντες μου στην Καλαμάτα με έναν πολύ καλό φίλο μου του Γιώργο, την αδερφή του τη Στέλλα και την κοπέλα του, με βοηθούν να καταλάβω ότι αν αγαπάς και εκτιμάς μια γυναίκα, πρέπει να δίνεις και να ζητάς παραπάνω ευκαιρίες, οπότε περνώντας από Αθήνα τα ξαναβρίσκουμε με την Ε. και αποφασίζουμε να πάμε μαζί διακοπές στη Σαμοθράκη. Περνάμε εξαιρετικά για τέσσερις μέρες, με το που φτάνω όμως Καλαμάτα βρίσκω ένα ελληνοαμερικάνο θείο μου να έχει πάθει σοβαρό ατύχημα και αρχίζουμε να αλλάζουμε βάρδιες με τη μητέρα μου στο νοσοκομείο, αφού η οικογένειά του είναι στην Αμερική. Ο Γιάννης είναι ακόμα Κρήτη κι ενώ σχεδίαζα να κατέβω κι εγώ για να δουλέψουμε μαζί, ο θείος με εγκλωβίζει Καλαμάτα και μπαίνουμε σε μια φάση να δουλεύουμε την ανακοίνωση από απόσταση, με μέιλ και τηλέφωνα (να ‘ναι καλά ο άνθρωπος, αλλά καταλαβαίνετε πως το ατύχημα του θείου ήταν το κερασάκι στην τούρτα).
Λίγο πριν την εκπνοή του καλοκαιριού ήρθε και το ολοκαύτωμα της Πελοποννήσου να με βρει στην Καλαμάτα. Την Παρασκευή στις 24 ένα απαίσιο κίτρινο φως απλώθηκε και έμεινε στην πόλη, με μυρωδιά καμένων δέντρων και λεπτή στάχτη να ταξιδεύει από τον Ταΰγετο μέχρι εμάς. Πρώτα νέα για νεκρούς, μετά άλλοι νεκροί, νέες φωτιές, μέχρι το Σάββατο μέρη που είχα κάνει διακοπές και περπατήσει, παρελθόν και στάχτη, ο Υμηττός, πράσινος γείτονας στο καινούριο μου σπίτι, γυμνός κι αυτός. Την Κυριακή οι φλόγες γλείφουν τη γενέτειρά μου, που έχει αποκλειστεί από όλες τις κατευθύνσεις. Οι δουλειές συνεχίζουν όμως να τρέχουν, με το που ανοίγει ο δρόμος παίρνω ένα λεωφορείο και φεύγω, ανεβαίνοντας μια κατάμαυρη Πελοπόννησο. Συμμαζέματα στο καινούριο σπίτι, πετσόκομμα της ανακοίνωσης επειδή βγήκε υπερβολικά μεγάλη, συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα την Τετάρτη στις 28, λεωφορείο για Γιάννενα την Πέμπτη ξημερώματα (όμορφη πόλη, με απρόσμενα ευγενικούς ανθρώπους παντού, αλλά κι απρόσμενα μέτριο τσίπουρο στις ταβέρνες). Η ανακοίνωση ήταν στις 2 Σεπτέμβρη και πήγε σούπερ, για αυτό όμως σας γράφω αμέσως πιο κάτω. Την τελευταία μία εβδομάδα την πέρασα στην Αθήνα, ανάμεσα σε φίλους, διαβάζοντας πολύ, ψάχνοντας για δουλειά. Κι αν δεν είναι όλα καλά, βρίσκονται τουλάχιστον σε κίνηση κι αυτό μου αρκεί προς το παρόν.
Μιλώντας πρόσφατα με την Isis Unveiled μου έλεγε ότι το πήρε πλέον απόφαση και ησύχασε: τα πράγματα δεν πρόκειται να πάνε καλά, τέλος με το παραμυθάκι της αισιοδοξίας (έγραψε μάλιστα και σχετικό ποστ, σε εξαιρετικά ελληνικά, όπως συνηθίζει). Από τη μεριά μου αυτό το καλοκαίρι με έκανε να καταλάβω πως όση κακή τύχη κι αν έχεις, πρέπει να το παλεύεις όπως μπορείς.
Οι πρώτες αναταραχές ξεκίνησαν τον Ιούνη, που χώρισα με την Ε., και παρόλο που δεν το παραδεχόμουν έχασα το βασικότερο κίνητρο για να ξεκινήσω αισιόδοξα στην Αθήνα. Παράλληλα άρχισα να αγχώνομαι πολύ με μια ανακοίνωση που θα παρουσίαζα στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας μαζί με ένα φίλο μου γλωσσολόγο, το Γιάννη, συνειδητοποιώντας ότι η δυσκολία μας να συμπέσουμε στους τρόπους δουλειάς και προγραμματισμού δε θα μας εγκατέλειπε στα ακαδημαϊκά μας (ο Γιάννης δούλεψε πολύ, αλλά μέχρι να καταλάβω ότι το κάνει, πέρασα διάφορες φάσεις, από το να είμαι εξοργισμένος μαζί του, μέχρι να του προτείνω να κάνει μόνος του την ανακοίνωση). Αρχές του Ιούλη βρίσκουμε σπίτι με το συγκάτοικό μου (πάλι το Γιάννη που σας έλεγα) και ξεκινάω να πακετάρω, αποφασίζω όμως σε ένα πέρασμά μου από την Αθήνα να κάνω μια χαλαρή κουβέντα με ένα καθηγητή για μια ιδέα που είχα (και σκεφτόμουν ότι ίσως κάποια στιγμή οδηγήσει σε διδακτορικό μες στη χρονιά). Πηγαίνω χαλαρά με μια βερμούδα και τη βαλίτσα στο χέρι, και εν περιλήψει η συζήτηση κυλά κάπως έτσι:
- Καλησπέρα, τι κάνετε κτλ.
- Για πες μου, τι ήθελες να συζητήσουμε;
- Λοιπόν σκεφτόμουν να κάνω αυτό κι αυτό και ήθελα τη γνώμη σας αν έχει κάποια βάση ως ιδέα, με ποιους καθηγητές να μιλήσω... Ξέρω ότι εσείς ασχολείστε περισσότερο με ζητήματα ιδεολογίας, οπότε θέλω απλώς μια δεύτερη γνώμη από εσάς...
- Η ιδέα είναι πολύ ενδιαφέρουσα, σε αναλαμβάνω.
- Ε, δεν καταλάβατε, εγώ δεν ήρθα για να σας προτείνω να είστε στην επιτροπή μου, αλλά...
- Ναι, εγώ όμως σε αναλαμβάνω.
Και βρίσκομαι λοιπόν στα ξεκούδουνα να συζητάω για το πώς θα γράψω το υπόμνημα – πρόταση και ότι θα πρέπει να το έχω τελειώσει ως τον Οκτώβρη, γιατί μετά ο καθηγητής θα έπαιρνε άδεια και δεν μπορούσε να δεχτεί διδακτορικούς. Επιστρέφω Θεσσαλονίκη, συνεχίζω το πακετάρισμα και παράλληλα διαβάζω μια για την ανακοίνωση, μια για το διδακτορικό. Η μετακόμιση γίνεται τελικά τις ημέρες του καύσωνα στην Αθήνα, με το φορτηγό να έρχεται δύο ώρες νωρίτερα, τον ένα φίλο που θα βοηθούσε να παθαίνει ατύχημα και τον άλλο να έρχεται στην ώρα του, δηλαδή δύο ώρες αργότερα (όπως καταλάβατε την έκανα μόνος μου, μαζί με τον οδηγό του φορτηγού). Περνάω την εβδομάδα του καύσωνα μαζεύοντας βιβλιογραφία και μοντάροντας τα έπιπλα του ΙΚΕΑ (ο Γιάννης είχε φύγει ήδη για να δουλέψει στην Κρήτη, γκρρρ) ενώ μέσα σε όλο τον ορυμαγδό το κινητό μου βγάζει ένα ηλεκτρονικό πρόβλημα και αρχίζει να καίει τις σιμ που του βάζεις, πάνε όλοι μου οι αριθμοί τηλεφώνων.
Κατεβαίνω για λίγες μέρες Καλαμάτα και μπαίνουμε πλέον στον Αύγουστο, οπότε ετοιμάζομαι για Σαμοθράκη. Οι κουβέντες μου στην Καλαμάτα με έναν πολύ καλό φίλο μου του Γιώργο, την αδερφή του τη Στέλλα και την κοπέλα του, με βοηθούν να καταλάβω ότι αν αγαπάς και εκτιμάς μια γυναίκα, πρέπει να δίνεις και να ζητάς παραπάνω ευκαιρίες, οπότε περνώντας από Αθήνα τα ξαναβρίσκουμε με την Ε. και αποφασίζουμε να πάμε μαζί διακοπές στη Σαμοθράκη. Περνάμε εξαιρετικά για τέσσερις μέρες, με το που φτάνω όμως Καλαμάτα βρίσκω ένα ελληνοαμερικάνο θείο μου να έχει πάθει σοβαρό ατύχημα και αρχίζουμε να αλλάζουμε βάρδιες με τη μητέρα μου στο νοσοκομείο, αφού η οικογένειά του είναι στην Αμερική. Ο Γιάννης είναι ακόμα Κρήτη κι ενώ σχεδίαζα να κατέβω κι εγώ για να δουλέψουμε μαζί, ο θείος με εγκλωβίζει Καλαμάτα και μπαίνουμε σε μια φάση να δουλεύουμε την ανακοίνωση από απόσταση, με μέιλ και τηλέφωνα (να ‘ναι καλά ο άνθρωπος, αλλά καταλαβαίνετε πως το ατύχημα του θείου ήταν το κερασάκι στην τούρτα).
Λίγο πριν την εκπνοή του καλοκαιριού ήρθε και το ολοκαύτωμα της Πελοποννήσου να με βρει στην Καλαμάτα. Την Παρασκευή στις 24 ένα απαίσιο κίτρινο φως απλώθηκε και έμεινε στην πόλη, με μυρωδιά καμένων δέντρων και λεπτή στάχτη να ταξιδεύει από τον Ταΰγετο μέχρι εμάς. Πρώτα νέα για νεκρούς, μετά άλλοι νεκροί, νέες φωτιές, μέχρι το Σάββατο μέρη που είχα κάνει διακοπές και περπατήσει, παρελθόν και στάχτη, ο Υμηττός, πράσινος γείτονας στο καινούριο μου σπίτι, γυμνός κι αυτός. Την Κυριακή οι φλόγες γλείφουν τη γενέτειρά μου, που έχει αποκλειστεί από όλες τις κατευθύνσεις. Οι δουλειές συνεχίζουν όμως να τρέχουν, με το που ανοίγει ο δρόμος παίρνω ένα λεωφορείο και φεύγω, ανεβαίνοντας μια κατάμαυρη Πελοπόννησο. Συμμαζέματα στο καινούριο σπίτι, πετσόκομμα της ανακοίνωσης επειδή βγήκε υπερβολικά μεγάλη, συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα την Τετάρτη στις 28, λεωφορείο για Γιάννενα την Πέμπτη ξημερώματα (όμορφη πόλη, με απρόσμενα ευγενικούς ανθρώπους παντού, αλλά κι απρόσμενα μέτριο τσίπουρο στις ταβέρνες). Η ανακοίνωση ήταν στις 2 Σεπτέμβρη και πήγε σούπερ, για αυτό όμως σας γράφω αμέσως πιο κάτω. Την τελευταία μία εβδομάδα την πέρασα στην Αθήνα, ανάμεσα σε φίλους, διαβάζοντας πολύ, ψάχνοντας για δουλειά. Κι αν δεν είναι όλα καλά, βρίσκονται τουλάχιστον σε κίνηση κι αυτό μου αρκεί προς το παρόν.
Μιλώντας πρόσφατα με την Isis Unveiled μου έλεγε ότι το πήρε πλέον απόφαση και ησύχασε: τα πράγματα δεν πρόκειται να πάνε καλά, τέλος με το παραμυθάκι της αισιοδοξίας (έγραψε μάλιστα και σχετικό ποστ, σε εξαιρετικά ελληνικά, όπως συνηθίζει). Από τη μεριά μου αυτό το καλοκαίρι με έκανε να καταλάβω πως όση κακή τύχη κι αν έχεις, πρέπει να το παλεύεις όπως μπορείς.
8 σχόλια:
Καλέ μου Άμμο (μ'αρέσει και δεν το αλλάζω προς το παρόν)λαχάνιασα απ'το διάβασμα!Πάρε μια ανάσα για να πάρουμε και εμείς.Απ'ότι φαίνεται έχεις πάρει αποφάσεις και βρίσκεσαι σε μια καμπή της ζωής σου,σου εύχομαι το καλύτερο και να είσαι πάντα τόσο αυθόρμητος και ζεστός άνθρωπος.
η Ίσιδα έχει τα δίκια της και
"απαισιόδοξος είναι ένας καλά πληροφορημένος αισιόδοξος"
αλλά εγώ κατα βάθος πιστεύω ό,τι
όσο υπάρχει κίνηση υπάρχει ζωή
"τα πάντα ρει" (του Ηράκλειτου ;)
αυτή είναι η αρχή του κόσμου (μας)
όσο δε βαλτώνεις
(και ειδικά μέσα στα σκατά)
όλα θα πάνε καλά!
ΥΓ. Επίσης να πω ότι φαίνεται να έχεις το χάρισμα να λειτουργείς καλύτερα υπό πίεση, παρά σε χαλαρότητα και ηρεμία! Δεν είναι κακό αυτό, όσο κι αν σε αγχώνει τελικά, δεν είναι κακό!
Μικρή Μαρίκα σε ευχαριστώ για τις ευχές σου και για τα καλά σου λόγια. Εντάξει, είπα να κάνω δυναμική επανεμφάνιση, αλλά μη φαντάζεσαι ότι θα ανεβάζω πέντε πέντε τα ποστ από εδώ και μπρος :-D Καλώς σας βρήκα!
Σαμμάνε μου και εγώ με τον Ηράκλειτο είμαι. Για να είμαι ειλικρινής το δίπολο αισιόδοξος - απαισιόδοξος μου φαίνεται πολύ στενό για να χωρέσουν μέσα όλες οι οπτικές και οι αποχρώσεις (οι χειρότερες φάσεις της ζωής μου νομίζω πώς ήταν οι μόνο απαισιόδοξες - καταθλιμένες και οι μόνο αισιόδοξες - χαζές). Η Isis βέβαια περπατάει το δικό της μονοπάτι και νομίζω πως ξέρει καλά τι κάνει. Κατά τα άλλα ελπίζω να βρω κάποια στιγμή στη ζωή μου μια θέση μέτριου άγχους και ηρεμίας, γιατί ναι μεν ήμουν αποτελεσματικός το φετινό καλοκαίρι, αλλά έφαγα και τα συκώτια μου για να ανταπεξέλθω.
Αγαπητέ κύριε Άμμε,
Τα καλύτερα έρχονται. Είθισται δυστυχώς να τυχαίνουν όλα τα κουλά μαζεμένα. Μην ξεχνάτε βέβαια πως αν όλα πάνε καλά σε λίγο καιρό θα είστε Δρ.Άμμος.
Ουάου! Ως τώρα οι πολιτικοί μας αντίπαλοι ήταν ασήμαντοι. Την επόμενη τετραετία θα υπάρξει επιτέλους σοβαρός δικομματισμός,
Σουσού
Σεβαστή μου μαντάμ, ελπίζω να μην καταλήξω Dr. Ammos και Mr. Spiliotis, γιατί δεν ξέρω αν σας το έχω πει, έχω και σχιζοφρενή θείο, και δεν είναι να αστειεύεσαι με τα γονίδια.
Η δεύτερή Σας παράγραφος μάλλον δεν αναφέρεται σε εμένα, αλλά σε Εσάς. Ας ανακράψω λοιπόν κι εγώ:
Τέρμα στα ψέματα του δικομματισμού
ψηφίστε τη Σουσού για Υπουργό Ιματισμού!
Γι αυτό το ποστ στέλνω μέιλ γιατί μου ξύπνησες διάφορα!
φιλία και μια μεγάλη αγκαλιά.
Κλέλια μου, θα περιμένω το μέιλ σου. Φιλιά κι από μένα!
Ο,τι θυμάμαι χαίρομαι θα μου πεις, που αποφάσισα να κάνω σχόλιο τόσο καιρό μετά, αλλά..
σε παραπέμπω ως το πως βλέπω τα πράγματα στο δοκίμιο του Γ.Σεφέρη με τίτλο "η ελληνική απαισιοδοξία", νομίζω ότι θα καταλάβεις πολλά ;)
μουτς!
υ.γ. Σαμμάνε παιδί μου το ξερα πως θα με καταλάβεις ;)
Δημοσίευση σχολίου