Με το αμάξι στους δρόμους. Κλειστά παράθυρα μα θόρυβοι δεν την αφήνουν να σκεφτεί. Η ακοή της οξύνεται πια δυο μέρες πριν την Πανσέληνο. Κάθε τρίξιμο, κάθε ψίθυρος ακούγεται βόμβος στα αφτιά της.
Ένας μήνας πέρασε από τότε που πέθανε εκείνο το αδέσποτο λυκόσκυλο στα χέρια της. Για την ακρίβεια 28 ημέρες από εκείνη την Πανσέληνο. Σήμερα είναι η επόμενη.
Η Isabel Scholerr φοβάται μην δαγκώσει πάλι κάποιον. Κάποιον που θέλει να κρατήσει πλάι της, σαν τον Καθηγητή της τον Hans. Κι έτσι αυτό το βράδυ θέλει να φύγει μακριά. Μακριά από τους ανθρώπους. Απ’ τον βόμβο της κοινωνίας τους. Πρέπει να το πάρει απόφαση πλέον πως θα γεράσει μόνη. Γιατί σε αυτή την κιβωτό είναι το είδος δίχως ταίρι.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, παρατά το αμάξι στην άκρη του δρυμού και κρύβεται μέσα του. Βαδίζει στο σκοτάδι με το κόκκινο παλτό με την κουκούλα. Λύκος μεταμφιεσμένος σε Κοκκινοσκουφίτσα. Ένα πουλί ακούει την ανάσα της, την ανάσα του λύκου. Αλαφιασμένο κάνει να πετάξει, «χραπ», το πιάνει στο χέρι της. Κρατά το λαιμό του ανάμεσα δείκτη και αντίχειρα.
-Λυπήσου με, της λέει, έχω ένα φίλο Μοναχό, αν με σκοτώσεις θα μείνει για πάντα μόνος.
-Λυπάμαι, του λέει και του χαϊδεύει το λαιμουδάκι, αλλά χρειάζομαι αίμα επειγόντως.
Και μετά, κρακ, το σπάει. Και το δαγκώνει.
Το ρουφάει όπως μικρή έπινε με καλαμάκι το carnation. Χωρίς ανάσα. Αλλά δεν έχει την ίδια έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπό της. Μάλλον αηδίας περισσότερο.
-Το χειρότερο με το αίμα είναι πως είναι ζεστό. Πώς το πίνουν οι άλλοι λυκάνθρωποι; Άραγε έχουν το ίδιο πρόβλημα ή πάλι κι εδώ, εγώ είμαι η ιδιότροπη; Μονολογεί.
Μέσα σε αυτές τις σκέψεις προχωρά και βλέπει φως ξαφνικά. Είναι η Σελήνη που καθρεφτίζεται στη λίμνη. Κι από εκεί η λάμψη της, σαν τεράστιος προβολέας ρίχνει φως στο Μοναστήρι της Mariah Laach.
Πεντάμορφη σε βαθύ ύπνο η Μονή, μα σ’ ένα παράθυρο ακούει την φλόγα ενός κεριού που σπινθηρίζει. Ακούει τις σελίδες που γυρνούν. Ακούει τη φωνή του «αλμυρά νερά, πλέουσα Πανσέληνος, διαβαίνει...».
-«Πλέουσα Πανσέληνος» -καλό! Ακόμα και η ποίηση έχει αποδεχθεί την κυματική φύση του φωτός, σκέφτεται εκείνη.
Και τότε έκπληκτη ακούει: «γλώσσα μεταφορική αλήθεια λέγει, πώς σου ξέφυγε τέτοια αλήθεια ρε Νεύτωνα...».
-Βλέπει το φεγγάρι στη λίμνη κι αντί να σκέφτεται ρομάντζα, σκέφτεται Φυσική! Κι άλλος «εμμονευτωνικός»!
Και τρέχει να τον συναντήσει! Πιάνεται από ένα αναρριχόμενο φυτό και σκαρφαλώνει. Βλέπει έναν Μοναχό μονάχο να διαβάζει με προσήλωση. Τρέμοντας μην πέσει, χτυπά το τζάμι.
Εκείνος, χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ’ το βιβλίο, ανασηκώνεται και ανοίγει.
-Τι έγινε μικρέ, είχες αϋπνίες; λέει νομίζοντας πώς ήταν ο φίλος του, το τριζόνι.
Η Isabel νιώθει ένα τσίμπημα στο στομάχι. Κι άλλο. Μόλις πηδάει μέσα απ’ το περβάζι, πέφτει στα γόνατα απ’ τον πόνο.
«Μ-ε -έ-φ-α-γ-ε», βγαίνει από μέσα της φωνή πουλιού.
Και τότε ο Μοναχός την βλέπει.
-Κοκκινοσκουφίτσα; ψελλίζει. Πού είναι ο Καλόγερος;
-Δεν είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα και μάλλον εσύ είσαι ο Καλόγερος, απαντά.
-Το πουλί λέγεται Καλόγερος, πρόκειται για το είδος parus major, πού είναι;
«μ-ε- ε-χ-ε-ι- μ-ε-σ-α- τ-η-ς, μ-ε-έ-χ-ε-ι-φ-ά-ε-ι» ακούστηκε πάλι του πουλιού η φωνή.
-Θα με τρελάνεις! Τι κάνεις; Τη ρώτησε.
-Το έφαγα, ομολόγησε τότε εκείνη. Λυπάμαι, δεν ήξερα ότι ήταν δικό σου. Μου είπε το πουλί για έναν μοναχό, δεν κατάλαβα ότι εννοούσε Μοναχό- δηλαδή εσένα...
Ο Μοναχός την κοίταξε διερευνητικά.
-Δεν είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα;
-Έλα, κόψε τα αστεία! Με λένε Isabel και βρέθηκα εδώ...
-...μέσα από τον δρυμό.
-Ναι. Πάρκαρα περίπου δυο χιλιόμετρα δυτικά και μπήκα να...
-Έτσι εξηγείται. Σ’ αυτό το δάσος –λένε- έγραφαν οι αδερφοί Γκριμ και τις ιστορίες δεν τις φαντάζονταν, υπήρχαν. Λένε πώς όλοι οι ήρωες που περιέγραψαν να ζουν στα δάση των ιστοριών τους, κατοικούν εκεί. Λένε πώς αν περάσεις απ’ το δάσος μεσάνυχτα με Πανσέληνο έχεις μια παρενέργεια παραμυθιού. Αλλά μόλις ξημερώσει σου περνάει.
-Δεν το πιστεύεις αυτό, έτσι; Απλά φοράω κόκκινο παλτό με κουκούλα, δεν έχω γίνει Κοκκινοσκουφίτσα! Και τον κοίταξε με ύφος «είσαι Φυσικός, δε μπορεί να πιστεύεις σε μαγείες και μεταφυσικά φαινόμενα».
Αλλά σκεπτόμενη ότι αν δε δεχόταν αυτή την ερμηνεία, θα έπρεπε να ομολογήσει ότι είναι Λυκάνθρωπος και μια νύχτα το μήνα μιλά τη γλώσσα των ζώων, δεν το σχολίασε περαιτέρω. Φυσικά και ο Μοναχός δεν τόλμησε να της πει πως πίστευε σε δεισιδαιμονίες γιατί αλλιώς θα έπρεπε να πιστέψει πώς του σάλεψε, που κάθε Πανσέληνο καταλαβαίνει κι αυτός τη φωνή των πουλιών.
-Έχεις κάτι να πιω;
-Νερό.
-Κάτι πιο δυνατό; Έχω πραγματικά ανάγκη από ...τοματόζουμο, είπε τότε εκείνη, μην τολμώντας να ζητήσει... αίμα.
-Υπάρχουν λαχανικά στον κήπο... Ντομάτα, σέλινο... Υποθέτω ότι μπορείς να κάνεις ένα αυτοσχέδιο “Virgin Mary” της είπε εκείνος.
-Μωρέ, θα το κάνω εγώ ωραιότατο Bloody Mary, σκέφτηκε εκείνη
Ο Μοναχός έφερε κρυφά τα υλικά και μέχρι να φέρει και λίγο κρασί για εκείνον η Isabel έτριψε το λαιμό ενός καημένου σκίουρου με φουντωτή ουρά και τον στράγγιξε μέσα στο ποτήρι της, εκσφενδονίζοντας το κουφάρι του απ’ το παράθυρο.
Σαν γύρισε ο Μοναχός έκατσαν και οι δυο και κοίταξαν τη Σελήνη. Άρχισαν να μοιράζονται απόψεις περί αστρονομίας και ποίησης. Εκείνη έπινε το Bloody Squirrel της κι εκείνος κρασί.
-Ναι, αλλά δεν μπορείς να πιστεύεις σε όλα. Αποφάσισε! Πιστεύεις ότι μας επηρεάζει η βαρύτητά της; Οι καινούριες έρευνες λένε όχι αλλά...
-Μας επηρεάζει. Δεν ξέρω τι λένε οι έρευνες των άλλων αλλά, αν σε έφερε εδώ απόψε, μέσα από το δάσος των παραμυθιών, στη θέση του πουλιού- του φίλου μου, τότε ναι, η δική μου εμπειρία θα δεχτεί ότι μας επηρεάζει.
-Μπα, κοντά σου μάλλον με έφερε ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης μεταξύ των «Εμμονευτωνικών», είπε εκείνη γελώντας με ύφος εγκυκλοπαιδιστή φιλόσοφου.
-Ποιων αιμο-Νευτωνικών, αυτών που πίνουν το αίμα του Νεύτωνα; είπε εκείνος και έσκυψε να αφήσει κάτω το άδειο μπουκάλι.
-Αυτών που έχουν εμμονή με τον Νεύτωνα, γέλασε εκείνη. Αλήθεια, εσύ πώς κατέληξες επιστήμονας άνθρωπος σε αυτό το μοναστήρι; Είπε εκείνη και τον κοίταξε.
Αλλά όπως βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο αντικριστά, εκείνος σαν υπνωτισμένος έπιασε να την φιλήσει. Μα είχε τόσο καιρό να πλησιάσει θηλυκό που απ’ τη φόρα του, κουτούλησαν τα δόντια τους και της έσκισε τα χείλη. «Άαα» έκανε εκείνη μα δεν της άφηνε το πρόσωπο να ξεκολλήσει. Και τότε ακαριαία, ένιωσε κάτι καυτό να στάζει στη γλώσσα του.
Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Αγύμναστος για καιρό ένιωσε ξάφνου το κορμί του δυνατό. Οι κοιλιακοί του πετάχτηκαν κάτω απ’ το δέρμα, σκληροί, γεμάτοι ραβδώσεις και οι φλέβες φούσκωσαν στα χέρια του. Τα μάτια του απέκτησαν όραση αετού κι έβγαλε τα μυωπικά γυαλιά του. Εκείνη τον κοίταξε.
-Απίστευτο... Ακόμα και σε μέρος που δεν το πιάνει ο Σατανάς, ο πειρασμός τρυπώνει. Ε, μα τι να πω, είσαι άξιος της ανθρώπινής μοίρας σου.
-Δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι Λύκος της Στέπας, είμαι μοναχός...
-Ναι, καλά, Λύκε της Στέπας έγινες λύκος της αγέλης τώρα και σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, δεν μπορείς πια να μείνεις εδώ ως Μοναχός. Διότι δεν είσαι μοναχός. Είμαστε δυο. Απ’ το ίδιο είδος.
Κι αφού πια την είχε πάθει τη ζημιά και δεν κινδύνευε άλλο, του έδωσε να κρατήσει το Bloody Squirrel της, ενώ εκείνη έχωνε τα δόντια της στο λαιμό του. Αχ και ήταν τόσο καθαρή η γεύση του απ’ τη νηστεία των ημερών, τόσο ελαφρύς κι αρωματικός ο κόκκινος χυμός του.
Όπως είχε γείρει το κεφάλι του, παραδομένος ο Μοναχός, η Πανσέληνος ισορροπούσε πάνω στο σέλινο στο ποτήρι, σε μια παράδοξη δυική συμμετρία...
(«σ’ αυτή την κιβωτό είμαι το είδος δίχως ταίρι» Μιχάλης Γκανάς.
«αλμυρά νερά, πλέουσα Πανσέληνος, διαβαίνει», Ιερομόναχος Συμεών, «με ιμάτιον μέλαν», εκδόσεις ΑΓΡΑ)