Σηκώθηκε από τις παχιές, αναπαυτικές μαξιλάρες, τις κεντημένες με πολύχρωμα λουλούδια και τέντωσε το σώμα του. Δε θυμόταν πια πόσο καιρό είχε περάσει ξαπλωμένος σε αυτές, ίσως μια εβδομάδα, ίσως ένα μήνα, ο χρόνος εδώ έχανε τελείως τη σημασία του. Μπορεί όμως και να είχε αποκοιμηθεί. Στον ύπνο του όλο και συχνότερα έβλεπε το δωμάτιο με τα βαρύτιμα υφάσματα και τα πολυτελή έπιπλα κι αυτόν μέσα σ’ αυτό φυλακισμένο. Ούτε στα όνειρά του δεν μπορούσε να ξεφύγει πια.
Πέρασε το χέρι από τους τοίχους τους επενδυμένους με αφρολέξ και πορφυρό βελούδο, σταματώντας στις ραφές από χρυσοκλωστή. Προσπάθησε για άλλη μια φορά μάταια να ξηλώσει έστω και ένα νήμα, η κλωστή όμως αυτή ήταν πιο ισχυρή και από ατσαλόσυρμα.
Το γαλάζιο μεταξωτό του σαλβάρι τον φαγούριζε πάλι στα αρχίδια, οπότε προσπάθησε να το βγάλει, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Το ασημένιο σκοινάκι που κρατούσε το σαλβάρι στη μέση του δεν μπορούσε να λυθεί, τόσα χρόνια πάλευε να το λύσει, δεν το είχε μάθει πια; Από τα νεύρα του άρχισε να τρέχει πέρα δώθε στο δωμάτιο, να πηδάει και να κρεμιέται από τον πολυέλαιο με τα κρύσταλλα και τα σμαράγδια.
Η πόρτα της οροφής έμπαινε και έβγαινε από το οπτικό του πεδίο, ακολουθώντας τις παλινδρομικές κινήσεις του πολυέλαιου. Είχε πάρα πολύ καιρό να ανοίξει αυτή η πόρτα, υπερβολικά πολύ καιρό.
Όχι ότι έξω ήταν καλύτερα. Δεν τους άντεχε τους ανθρώπους, όλο απαιτήσεις ήταν από αυτόν, ποτέ τους δεν έμεναν ευχαριστημένοι. Τις λίγες φορές που χρειαζόταν να βγει έξω, αμέσως νοσταλγούσε το στρογγυλό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, παρ’ όλη την πλήξη που βασίλευε σε αυτό. Τουλάχιστον εδώ είχε την ησυχία του, την ηρεμία της μοναξιάς του.
Συνέχισε να είναι κρεμασμένος από τον πολυέλαιο, κινούμενος σαν το εκκρεμές. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ότι το τουρμπάνι του θα έπεφτε από το κεφάλι του και αφέθηκε να πέσει κάτω. Καθώς έφερνε τα χέρια του μηχανικά στο κεφάλι του γέλασε: αφού ήξερε ότι κι αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να φύγει. Δεν είχε προσπαθήσει τα πάντα, να το βγάλει, να το λύσει, να το φθείρει κοπανώντας το κεφάλι του στους τοίχους;
Όλο και περισσότεροι τον κορόιδευαν πια για την εξωτερική του εμφάνιση, είχαν αλλάξει οι εποχές. Οι γυναίκες βέβαια πάντα γοητεύονταν από τα δυνατά του μπράτσα και τον ανοιχτό του κορμό (όλο και περισσότερες σχολίαζαν όμως ότι θα μπορούσε να κάνει καμία χαλάουα στο στέρνο), το σαλβάρι του όμως και το τουρμπάνι προκαλούσαν πλέον μόνο τα γέλια. Κάποτε, δε θυμόταν πια πόσο παλιά, θάμπωνε τους άλλους με την εξωτερική εμφάνιση του ανατολίτη άρχοντα. Τώρα πια ήταν κατάλληλα ντυμένος μόνο για τις Απόκριες.
Τους μισούσε στην πραγματικότητα τους ανθρώπους, για αυτό δεν ήθελε να βγαίνει έξω, σιχαινόταν τις μικρές τους ζωές και τις μεγάλες τους επιθυμίες. Αν είχε τη δύναμη και την ελευθερία να το κάνει, θα τους εξαφάνιζε διαμιάς από τον πλανήτη. Φαντασιωνόταν μάλιστα συχνά τον εαυτό του να πετάει πάνω από μια άδεια Γη, τρομάζοντας τα ζώα και φοβερίζοντας τα πουλιά, δαίμονας μεθυσμένος από την ελευθερία. Μετά άνοιγε τα μάτια του και έβλεπε πάλι το στρογγυλό δωμάτιο το ντυμένο με βελούδα, προσπαθούσε να κλάψει αλλά ήξερε ότι του ήταν αδύνατο.
Ξαφνικά το δωμάτιο άρχισε να ταρακουνιέται σαν να γίνεται σεισμός, ενώ η πόρτα της οροφής άνοιξε με πάταγο. Πιάστηκε από τον πολυέλαιο, ξέροντας όμως ότι το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να παραμείνει μέσα. Πάντα το ρεύμα ήταν υπερβολικά δυνατό, πάντα όμως κι αυτός προσπαθούσε να μείνει μέσα στο δωμάτιο, σαν μια μικρή, καταδικασμένη δήλωση ελευθερίας. Τα δάχτυλα του σιγά σιγά άφησαν το χρυσό μέταλλο και αφέθηκε να ρουφηχτεί προς τα έξω.
Πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει από το λυχνάρι, μέχρι που ένα μεγαλόπρεπο τζίνι εμφανίστηκε μπροστά στον έκπληκτο παλαιοπώλη. «Στις διαταγές σας αφέντη» είπε, κοιτώντας γύρω και προσπαθώντας μάταια να καταλάβει από τα αντικείμενα σε ποια εποχή βρίσκεται.
Πέρασε το χέρι από τους τοίχους τους επενδυμένους με αφρολέξ και πορφυρό βελούδο, σταματώντας στις ραφές από χρυσοκλωστή. Προσπάθησε για άλλη μια φορά μάταια να ξηλώσει έστω και ένα νήμα, η κλωστή όμως αυτή ήταν πιο ισχυρή και από ατσαλόσυρμα.
Το γαλάζιο μεταξωτό του σαλβάρι τον φαγούριζε πάλι στα αρχίδια, οπότε προσπάθησε να το βγάλει, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Το ασημένιο σκοινάκι που κρατούσε το σαλβάρι στη μέση του δεν μπορούσε να λυθεί, τόσα χρόνια πάλευε να το λύσει, δεν το είχε μάθει πια; Από τα νεύρα του άρχισε να τρέχει πέρα δώθε στο δωμάτιο, να πηδάει και να κρεμιέται από τον πολυέλαιο με τα κρύσταλλα και τα σμαράγδια.
Η πόρτα της οροφής έμπαινε και έβγαινε από το οπτικό του πεδίο, ακολουθώντας τις παλινδρομικές κινήσεις του πολυέλαιου. Είχε πάρα πολύ καιρό να ανοίξει αυτή η πόρτα, υπερβολικά πολύ καιρό.
Όχι ότι έξω ήταν καλύτερα. Δεν τους άντεχε τους ανθρώπους, όλο απαιτήσεις ήταν από αυτόν, ποτέ τους δεν έμεναν ευχαριστημένοι. Τις λίγες φορές που χρειαζόταν να βγει έξω, αμέσως νοσταλγούσε το στρογγυλό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, παρ’ όλη την πλήξη που βασίλευε σε αυτό. Τουλάχιστον εδώ είχε την ησυχία του, την ηρεμία της μοναξιάς του.
Συνέχισε να είναι κρεμασμένος από τον πολυέλαιο, κινούμενος σαν το εκκρεμές. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ότι το τουρμπάνι του θα έπεφτε από το κεφάλι του και αφέθηκε να πέσει κάτω. Καθώς έφερνε τα χέρια του μηχανικά στο κεφάλι του γέλασε: αφού ήξερε ότι κι αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να φύγει. Δεν είχε προσπαθήσει τα πάντα, να το βγάλει, να το λύσει, να το φθείρει κοπανώντας το κεφάλι του στους τοίχους;
Όλο και περισσότεροι τον κορόιδευαν πια για την εξωτερική του εμφάνιση, είχαν αλλάξει οι εποχές. Οι γυναίκες βέβαια πάντα γοητεύονταν από τα δυνατά του μπράτσα και τον ανοιχτό του κορμό (όλο και περισσότερες σχολίαζαν όμως ότι θα μπορούσε να κάνει καμία χαλάουα στο στέρνο), το σαλβάρι του όμως και το τουρμπάνι προκαλούσαν πλέον μόνο τα γέλια. Κάποτε, δε θυμόταν πια πόσο παλιά, θάμπωνε τους άλλους με την εξωτερική εμφάνιση του ανατολίτη άρχοντα. Τώρα πια ήταν κατάλληλα ντυμένος μόνο για τις Απόκριες.
Τους μισούσε στην πραγματικότητα τους ανθρώπους, για αυτό δεν ήθελε να βγαίνει έξω, σιχαινόταν τις μικρές τους ζωές και τις μεγάλες τους επιθυμίες. Αν είχε τη δύναμη και την ελευθερία να το κάνει, θα τους εξαφάνιζε διαμιάς από τον πλανήτη. Φαντασιωνόταν μάλιστα συχνά τον εαυτό του να πετάει πάνω από μια άδεια Γη, τρομάζοντας τα ζώα και φοβερίζοντας τα πουλιά, δαίμονας μεθυσμένος από την ελευθερία. Μετά άνοιγε τα μάτια του και έβλεπε πάλι το στρογγυλό δωμάτιο το ντυμένο με βελούδα, προσπαθούσε να κλάψει αλλά ήξερε ότι του ήταν αδύνατο.
Ξαφνικά το δωμάτιο άρχισε να ταρακουνιέται σαν να γίνεται σεισμός, ενώ η πόρτα της οροφής άνοιξε με πάταγο. Πιάστηκε από τον πολυέλαιο, ξέροντας όμως ότι το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να παραμείνει μέσα. Πάντα το ρεύμα ήταν υπερβολικά δυνατό, πάντα όμως κι αυτός προσπαθούσε να μείνει μέσα στο δωμάτιο, σαν μια μικρή, καταδικασμένη δήλωση ελευθερίας. Τα δάχτυλα του σιγά σιγά άφησαν το χρυσό μέταλλο και αφέθηκε να ρουφηχτεί προς τα έξω.
Πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει από το λυχνάρι, μέχρι που ένα μεγαλόπρεπο τζίνι εμφανίστηκε μπροστά στον έκπληκτο παλαιοπώλη. «Στις διαταγές σας αφέντη» είπε, κοιτώντας γύρω και προσπαθώντας μάταια να καταλάβει από τα αντικείμενα σε ποια εποχή βρίσκεται.
13 σχόλια:
!!!!!
Εγινε ενα περιεργο πραμα...πατωντας το ονομα ενος"ταργκετ νταμμυ" που αφησε σχολιο στο μπλογκ μας, βρεθηκαμε στο μπλογκ του κ. Αμμου...0.0!
Επι της ιστοριας, ειναι μια απ αυτες στην οποια θα ηθελα να δω και συνεχεια..
Αγαπητέ Έλικα
Το παίρνω για καλό οπότε
:-)
Εκτός κι αν εννοείς ότι έφριξες οπότε
:-(
Αγαπητή Σία/ Αγαπητή Μέζα,
θα ήταν φαντάζομαι κανένας θαυμαστής μου, που ήθελε να μου κάνει διαφήμιση σε άλλους μπλόγκερ. Επί του σχολίου σας τώρα, το σκέφτομαι και με άλλες ιστορίες να τις συνεχίσω, αλλά προς το παρόν μου βγαίνει περισσότερο η ανάγκη για να γράφω καινούριες. (Αν γουστάρετε πάντως, συνεχίστε την εσείς στο μπλογκ σας, δεν έχω κανένα πρόβλημα).
Για καλό ήταν φυσικά. Απελευθερώσατε το τζίνι και τώρα δε σας σταματάει τίποτα.
Τελείωσε... Είστε και πολυγραφότατος, είστε και καλός ο άτιμος! Μόλις τελείωσα την ανάγνωση όοοοοοοοολου σας του μπλογκ πατέρα... Βοήθειά μου! Πάω να ισιώσω το τουρμπάνι μου, γιατί σε κάποια σημεία ανατρίχιασα τόσο, που μετατοπίστηκε!
Ανατριχιαστικό, αν σκεφτεί κανείς πως η επιθυμία του Τζίνι να εξαφανίσει τους ανθρώπους δεν είναι άσχετη με το γεγονός πως, εκ της θέσεώς του, είναι, ίσως, το μόνο "πλάσμα" που γνωρίζει τόσο καλά, από πρώτο χέρι, τις επιθυμίες μας. Ένας θεός ξέρει τι έχει ακούσει...
Αγαπητέ Helix,
χαίρομαι που μου λύσατε την απορία. Ως γνωστόν, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Αν τυχόν δεν το είδατε, να σας ενημερώσω ότι η Λουίζα ανταποκρίθηκε θετικά στο κάλεσμά σας. Πείτε μου σας παρακαλώ από πού έχετε προμηθευτεί το μπλογκαλάκι της νυχτερίδας και είστε συμπαθής από όλους στην μπλογκόσφαιρα γιατί κοντεύω να σκάσω.
Κόρη μου Maya,
σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Καταλαβαίνεις βέβαια πόσο βαρύ πέφτει πάνω σου το χρέος να συνεχίσεις επάξια την μπλογκοπαράδοση της οικογένειας. Να έχεις την ευχή μου.
Καλό μου τίποτα,
πάλι ερμηνεύουμε διαφορετικά, αλλά έχει πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Εγώ τον είδα πιο πολύ ψυχολογίστικα (μέσα στην κατάθλιψή μου σας μισώ όλους κτλ.) αλλά και η δική σου ερμηνεία (δίκαια κρίση του ανώτερου όντος) στέκει πολύ καλά, όντας και πολύ πλησιέστερη στην ισλαμική παράδοση για τα τζίνι.
Έλαχε να παρακολουθήσω κάποτε τον Ιάκωβο Καμπανέλλη σε μια ομιλία του. Ακολούθησε συζήτηση. Σηκώθηκαν οι "ειδήμονες" κι άρχισαν να μιλούν για όσα διέκριναν στα έργα του. Κι ο Καμπανέλλης: "Τι να σας πω; Για να είμαι ειλικρινής, τίποτα από αυτά που λέτε δε μου πέρασε από το μυαλό, όσο έγραφα...Αλλά για να το λέτε"...:)
"Τι να σας πω; Για να είμαι ειλικρινής, τίποτα από αυτά που λέτε δε μου πέρασε από το μυαλό, όσο έγραφα...Αλλά για να το λέτε"...:)
Αυτό μου άρεσε πολύ!
Και το κείμενό σου, φυσικά.
Εμένα πάλι καθώς διάβαζα το, όπως πάντα, ωραίο κείμενο, μου ήρθε στο μυαλό ένα παλιό ανέκδοτο (τι να κάνουμε, συνειρμός είναι αυτός, όπου θέλει πάει)
Λοιπόν, το τζίνι εμφανίζεται μπροστά στο αφεντικό και σε δυο υπαλλήλους του
"Είστε τυχεροί" λεει "θα εκπληρώσω μια επιθυμία για τον καθένα"
-Θέλω να είμαι ωραίος, πλούσιος σε μια παραλία στο Μπαλί με πολλές πολλές γκόμενες γύρω μου, λεει ο πρώτος υπάλληλος
-Εγινε, λεει το τζίνι και ο πρώτος χάνεται
-Κι εγώ να είμαι ωραίος πλούσιος με μια εκπληκτική γυναίκα πλάι μου σ' ένα ακριβω ρεστωράν στη Νέα Υόρκη, λεει δεύτερος υπάλληλος
- Εγινε λέει πάλι το τζινι και χάνεται κι άυτός
-Εσύ τι θέλεις; ρωτάει το τζίνι στο αφεντικό
- Φέρε και τους δυο πίσω, απαντά αυτός
Αγαπητέ NAgo,
να δεις πώς θα σου αρέσει και το μπλογκ του «τίποτα», αν το επισκεφτείς. Εδώ ένα σχόλιο κάνει και ζωγραφίζει.
Κατά τα άλλα σε ευχαριστώ πολύ και να σου ευχηθώ ξανά καλή δύναμη.
Καλό μου «τίποτα»
έχω διαβάσει την ίδια ιστορία για το Λορέντζο Μαβίλη. Έχει ενδιαφέρον πόσο προβλέψιμο, πόσους αιώνες τώρα, είναι το γένος των φιλολόγων.
Καλέ μου τυχάρπαστε,
φαντάζομαι ότι το ανέκδοτο διαδραματίζεται σε ελληνική επιχείρηση.
Λογοτεχνικό το μπλογκ σου. Μου αρέσει. Και το όνομα μου βλέπω, παίζει πολύ.Φίλε καλώς σε βρήκα.:)
Καλωσόρισες Άγγελε Μιχαήλ, εγώ σε ξέρω από λίγο νωρίτερα, μέσω της Λούσυ. Πράγματι το όνομα σου είναι από τα αγαπημένα μου ονόματα και το χρησιμοποιώ συχνά σε αυτό το μπλογκ.
Δημοσίευση σχολίου