CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

24.2.07

Η φύση των ονομάτων

Η βροχή έβρεχε όλο και δυνατότερα, καλύπτοντας το τοπίο μπροστά της με ένα τραχύ πέπλο. Η Ηλέκτρα δεν έβλεπε, προχωρούσε ακατάπαυστα προς τα μπρος στο λασπωμένο χωματόδρομο, όλο και πιο μακριά από τη μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Δεν είχε τίποτε άλλο να την προστατέψει πέρα από τη μεγάλη, μαύρη ομπρέλα της και το μαύρο της παλτό, αυτό σκεφτόταν. Τίποτε άλλο και κανέναν άλλο.
Ήταν βέβαιη πια ότι το όνομα της το είχαν δώσει για να την προειδοποιήσουν, απλά αυτή το κατάλαβε πολύ αργά, όταν όλα σχεδόν είχαν πραγματοποιηθεί. Σχεδόν όλα, η αλήθεια είναι αυτή.
Όταν ο πατέρας της γύρισε από τα καράβια με πρόωρη σύνταξη, λόγω του σοβαρού του προβλήματος με το ζάχαρο, τα παιδιά χάρηκαν πολύ που θα τον είχαν πλέον μαζί τους. Δεν πρόσεξαν πόσο χαλαρή ήταν η μητέρα τους με το γεγονός, σχεδόν ενοχλημένη, οι συνεχείς τους καβγάδες όμως τους έδειξαν από νωρίς ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά μεταξύ τους. Μυστηριωδώς (έτσι φάνηκε στα παιδιά τότε) οι καβγάδες κράτησαν μόλις ένα μήνα, αφού η μητέρα τους στη συνέχεια μεταμορφώθηκε σε τέλεια νοικοκυρά, χαμογελαστή και γλυκομίλητη, με μια κρίση όμως λεπτομέρεια: άρχισε να φτιάχνει συνεχώς γλυκά. Αυτή που δε φημιζόταν ποτέ για τη μαγειρική της, άρχισε να γεμίζει το σπίτι με μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού, κρέμες και παντεσπάνια. «για τα παιδιά», όπως έλεγε. Ένα μεγάλο ελάττωμα είχε ο πατέρας τους, ήταν λιχούδης, έτσι το είχε πάθει και αρχικά το ζάχαρο.
Δεν χρειάστηκαν παραπάνω από έξι μήνες για να τον βρουν ένα πρωί νεκρό στο μπάνιο (εκεί κρυβόταν για να τρώει γλυκά), πασαλειμμένο με κόκκινη κρέμα από μια πάστα φράουλα. Στην κηδεία όλοι θαύμασαν την ψυχραιμία και την αξιοπρέπεια της μητέρας τους της Κλαίρης, αν και ορισμένοι ψιθύριζαν ότι από το χέρι της πήγε, μεταφορικά μιλώντας.
Ο γείτονας τους ο Θέμης, δεν άργησε να ξαναρχίσει τις καθημερινές επισκέψεις στο σπίτι, ιδίως τις πρωινές ώρες που τα παιδιά έλειπαν στο σχολείο. Η μητέρα τους σύντομα έβγαλε τα μαύρα και μετά από ένα περίπου χρόνο τους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, με το Θέμη. Στη γειτονιά όλες ψιθύριζαν ότι η Κλαίρη τον είχε γκόμενο πολύ πριν πεθάνει ο άντρας της, και πολλές σχολίαζαν ότι ο θάνατός του δεν ήταν άσχετος με την καψούρα της Κλαίρης για το Θέμη. Της τα είχε πει η κολλητή της στο σχολείο της Ηλέκτρας και εκείνη δεν ήξερε που να κρυφτεί από εκείνη την ημέρα και μετά, αν ήταν στο χέρι της, ούτε σχολείο δε θα πήγαινε.
Ή ανακοίνωση του γάμου είχε γίνει χτες. Όλο το βράδυ η Ηλέκτρα προσπαθούσε να ηρεμήσει τον αδελφό της τον Τάκη, που κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Λίγο πριν κοιμηθεί ήταν βέβαιη ότι κάτι κακό θα ξημέρωνε με την επόμενη ημέρα, και στις αρνητικές της προβλέψεις έπεφτε σχεδόν πάντα μέσα, σαν τη γειτόνισσά τους τη Σάντρα.
Ξύπνησε από τις φωνές του Θέμη και της μητέρας της και έτρεξε προς το δωμάτιό τους. Ο αδερφός της είχε ρίξει επάνω τους ένα δίχτυ που χρησιμοποιούσαν για το μάζεμα των ελιών και τους χτυπούσε με το μεγάλο στυλιάρι που χρησιμοποιούσαν στο τίναγμα των κλαδιών. Ο Θέμης φαινόταν λιπόθυμος με ένα ρυάκι αίμα να κυλάει από το μέτωπό του, ενώ η μητέρα τους ούρλιαζε καθώς ο Τάκης την χτυπούσε σε όλο το σώμα, αποφεύγοντας το κεφάλι. Μάλλον ήθελε να την πονέσει περισσότερο από το Θέμη. Η Ηλέκτρα φόρεσε γρήγορα το μαύρο παλτό της, πήρε τη μεγάλη μαύρη ομπρέλα του πατέρα τους και έτρεξε μακριά από το σπίτι, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στις περίεργες γειτόνισσες που είχαν αρχίσει να μαζεύονται ήδη μπροστά από την εξώπορτά τους.
Η βροχή έπεφτε όλο και δυνατότερα και τα παπούτσια της Ηλέκτρας είχαν αρχίσει να γεμίζουν και μέσα με λάσπες, οι κάλτσες της είχαν μουλιάσει με νερό και πάγωνε ολόκληρη. Που θα πήγαινε; Δεν είχε σπίτι πια, δεν είχε κανέναν, τίποτε. Κοίταξε ολόγυρα τα πράσινα χωράφια με τα φασολάκια και τις μπάμιες και επιθύμησε να ήταν καλοκαίρι. Τα καλαμπόκια θα ήταν ψηλά πια, θα μπορούσε να μπει ανάμεσα τους και να κρυφτεί για πάντα. Τώρα ούτε να κρυφτεί, ούτε να πάει είχε πουθενά, μόνο να φύγει. Για μια στιγμή ένιωσε την οργή να τη γεμίζει ολόκληρη, σήκωσε με το ένα χέρι ψηλά την ομπρέλα, άπλωσε το άλλο και φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής της: «Τι άλλο θα με βρει από αυτό το όνομα, τι;» Η φωνή της σκέπασε σχεδόν το δυνατό ήχο της βροντής.

Αργότερα στο νοσοκομείο, στο διπλανό θάλαμο από τη μητέρα της και το Θέμη, μαυρισμένη, μελανιασμένη και με τα μαλλιά της όρθια σαν Αφρικάνα, αποφάσισε ότι από εδώ και μπρος θα την έλεγαν Ρίτσα.

18 σχόλια:

Georgios Giannopoulos είπε...

Η έμπνευσή σου για το κείμενο αυτό έχει καμία σχέση με την σημερινή είδηση "Νεαρός μαχαίρωσε τον πατέρα του";

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_5_24/02/2007_182744

Sia+Meza είπε...

Ποσο προκατειλημενος μπορει να ειναι καποιος τελικα..
Καθως διαβαζα, αντι το μυαλο μου να παει κατευθειαν στην προφανη παραπομπη της Ορεστειας, εγω σκεφτηκα το "Δε Στεπφορντ Γουαιβζ", οτι δηλαδη ο κακος μπαμπας-αντρας εκανε πειθηνιο ρομποτ την καλη μαμα-γυναικα.Ντρεπομαι..

Ανώνυμος είπε...

Δηλαδή ενα όνομα της έκανε τη ζωή "κομμάτια";;; Μπα..

Φωτούλα Τζιώντζου είπε...

Μου έδωσε την αίσθηση ότι διάβαζα περίληψη σεναριού, μέχρι που ήρθε η τελευταία παράγραφος.
Καλημέρα
Υ.Γ. Επίσης κάτι ξέρω εγώ που δε χρησιμοποιώ ομπρέλλα.

Ανώνυμος είπε...

Η Ρίτσα, Ρίτσα πια, συνέχισε να προχωράει στο δρόμο. Από τα σπίτια, από τα καφενεία, άνθρωποι έβγαιναν μιλιούνια, σαν τα μυρμήγκια από μια κατεστραμμένη μυρμηγκότρυπα, όλοι προς την ίδια κατεύθυνση, την αντίθετη. Με μάτια που γυάλιζαν, με στόματα μισάνοιχτα, χείλη που παραμορφώνονταν στιγμιαία για να γεννήσουν λέξεις όπως "γκόμενος", "που έκαναν έρωτα" για να παραμείνουν αμέσως μετά να χάσκουν φανερώνοντας δόντια στραβά, άπλυτα, γέφυρες αποτυχημένες. Την έσπρωχναν, στραβοκοιτούσαν την ομπρέλα "θα μας βγάλει κάνα μάτι". Σχημάτιζαν μια ανθρώπινη στοά, αναγκάστηκε να ανοίξει δρόμο με τους αγκώνες. Έσφιξε την ομπρέλα στα χέρια της, ήξερε πού θα πήγαινε. Στο σταυροδρόμι μόνο κοντοστάθηκε λίγο, κοίταξε δεξιά, εκεί που αχνοφαινόντουσαν τα κάγκελα του νεκροταφείου, κάτι σφύριξε μέσα από τα δόντια, και μετά συνέχισε, με τα τακούνια να κάνουν επιτακτικό κρότο στο έδαφος: τακ, τακ, αυτό την ηρέμησε κάπως. Τακ, τακ, έφτασε. Πράσινα μεγαθήρια, καυσαέριο και βιαστικοί άνθρωποι με πακέτα. Τότε έκλεισε την ομπρέλα. Πήγε στο γκισέ. "Ένα εισιτήριο για Αθήνα", είπε.

αμμος είπε...

Καλημέρα και καλώς τους/τες!

Καλέ μου ggia, το λινκ σου με πηγαίνει στην κεντρική σελίδα της Καθημερινής. Η έμπνευση για αυτήν ην ιστορία είναι από ένα πραγματικό γεγονός: τη θεία μιας φίλης μου, με το όνομα Τίτσα (από Ηλέκτρα) την είχε χτυπήσει κεραυνός πριν λίγα χρόνια, και επέζησε.

Αγαπητή Σία, αγαπητή Μέζα,
μην ντρέπεστε, δε φταίτε εσείς που η φύση σας προίκισε με ένα παρανοϊκό μυαλό, που σας πηγαίνει αλλού για αλλούτερα. Αποδεχτείτε την ιδιατερότητα σας, κάντε την προσόν σας, και θα κυριαρχήσετε.

Καλή μου blondie, έτσι το σκέφτεται η ηρωίδα. Ο ίδιος δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια μεταφυσική σχέση ανάμεσα στο όνομά μας και αυτά που μας συμβαίνουν.

Αγαπητή Νερίνα, έχεις δίκιο ότι τα γεγονότα πηγαίνουν πολύ γρήγορα στο μεαγλύτερο μέρος του κειμένου, πιθανόν την έχασα λίγο την αφηγηματική μπάλα σε αυτό.
Για αυτό που λες ότι δε χρησιμοποιείς ομπρέλα, ίσως να το ξανασσκεφτείς, γιατί ο κίνδυνος να πάθεις πνευμονία είναι πιθανότερος από το να σε χτυπήσει κεραυνός.

Αγαπητέ ανώνυμε/η
Σε ευχαριστώ πολύ που προχωράς την ιστορία παραπέρα. Θα την αφήσω λίγο ακόμα με το δικό μου τέλος και θα συμπληρώσω τη δική σου συνέχεια αύριο.

Helix Nebulae είπε...

Οι βόλτες στην κόλαση ανοίγουν την όρεξη βλέπω ;-) Όταν χαλιναγωγήσετε τη σκωπτική σας διάθεση απέναντι στα αγαπημένα σας διακειμενικά παιχνίδια πιστεύω πως θα είστε έτοιμος. Για το αν θα εξελιχτείτε σε σύγχρονο τραγωδό δεν είμαι σίγουρος, πάντως ένα τουλάχιστον βιβλίο θα (μου) το υπογράψετε... Φοβού τους σχολιαστές μόνο (πρώτο και καλύτερο εμένα :-)

Ανώνυμος είπε...

oraio story.
e na allaxo ki ego onoma tote. to MAIRH einai kalo? ha!

αμμος είπε...

Φίλε ΕΛικα, πιο πιθανό το κόβω να εξελιχθώ ως συγγραφέας σε τραγωδία, παρά σε τραγωδό. :-D
Να είσαι καλά πάντως.

Αγαπητέ KeimGreek,
εμένα το Κιμ μου αρέσει, έχει έναν ευρωπαϊκό αέρα. Αν είναι να το αλλάξεις, δεν το κάνεις Μάκης που θα κάνει και επιτυχημένο ζευγάρι με το προηγούμενό σου όνομα;

Ανώνυμος είπε...

Αυτό το ΗΛΕΚΤΡΑ είναι το συνώνυμο της γκαντεμιάς...

Ανώνυμος είπε...

Ρε τη Σάντρα την ΚασΣάντρα... Λες να απογεύγω τους κρίνους μη βρεθώ μάνα στα 23 μου;!

αμμος είπε...

Αγαπητέ Πάνο,
λες να την είχε βαφτίσει ο Μητσοτάκης

Κόρη μου Μάγια,
αν αποφεύγεις ΜΟΝΟ τους κρίνους, σίγουρα θα περάσεις καλά, δεν την ξέρω όμως για πολύ ασφαλή μέθοδο αντισύλληψης.

Ανώνυμος είπε...

πολυ καλο το βρηκα
χαιρομαι που γνωριζω τα κειμενα σου εστω και με αυτο τον παραξενο τροπο :p

αμμος είπε...

Καλωσόρισες αδερφή του fight back!
(αγαπητοί αναγνώστες των σχολίων προσέξτε καλά, είναι η αδερφη ΤΟΥ fight back δεν είναι η αδερφη Ο fight back.)
Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε το κείμενο, και δεν καταλαβαίνω τι είναι παράξενο στον τρόπο που γνωριζόμαστε. Οι κανονικοί άνθρωποι γνωρίζονται από τα μπαρ και τις ταβέρνες, οι μπλόγκερ από τα λινκ και τα σχόλια.

Ανώνυμος είπε...

Μια καλή εξήγηση για το πώς ένα τόσο ωραίο όνομα όσο το Ηλέκτρα έγινε Τίτσα. Ποτέ δεν είχα ρωτήσει τη θεία μου γιατί.Είμαι σίγουρη, όμως, οτι αυτή η μυθιστορία σε συνδυασμό με την ατυχία που την δέρνει, εξηγεί αρκετά!

αμμος είπε...

Αγαπητή Νίτσα,
ένα βράδυ που 'βρεχε, που 'βρεχε μονότονα η θεία σου θυμήθηκε τις περιπέτειές της και μου άνοιξε την καρδιά της. Κατέγραψα τις περιπέτειές της, για να τις γλιτώσω από τη λησμονιά, που φέρνει ο πανδαμάτορας χρόνος.

False Poison είπε...

Μου αρέσει αυτό που διαβάζω. Πολύ...

αμμος είπε...

Καλωσόρισες false poison. Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, αν σου άρεσε τόσο πολύ, να μας έρχεσαι συχνότερα. :-)