CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

8.4.07

Ο πεθαμμένος και η Αμμάσταση

Ντρέπουμαι που είμαι αδιόρθωτα εγωιστής. Φαντάστηκα ένα νέο να στέκει στο παραθύρι μια κάμαρης και να βλέπει αντίκρυ, πέρα από τον κήπο με τα δέντρα και τα λουλούδια, το παράθυρο μιας κοπέλας. Πριν να πέσει στο βαθύ ύπνο του, την κοπέλα αυτή την αγαπούσε πολύ, και αυτή τον άφησε. Ο νέος έχει μόλις ξυπνήσει και σκέφτεται τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αυτήν.
Έχασα κάθε διάθεση. Δεν ξέρω, δεν μπορώ, να εξακολουθήσω να γράφω. Η υπόστασή μου είναι όλο διακυμάνσεις. Το σχήμα μου χάνεται μέσα στα δοχεία που γεμίζω. Η προσοχή στέκεται και κοιτά τα έξω αντικείμενα που με περιβάλλουν. Παρατηρώ τον υπολογιστή που σκυμμένος γράφω σε αυτόν, το ίντερνετ καφέ με τους νεαρούς που κάνουν τσατ και παίζουν World of Warcraft.
Πρέπει να ξαναμπλέξω στην υπόθεσή μου το νέο που στέκεται και βλέπει από το παράθυρο. Είναι ερωτευμένος με την κοπέλα της γειτονιάς. Όμως τώρα ανάμεσα στους δύο, φορέας του θαυμασμού, δεν υπάρχει το γλυκοκέλαδο αηδόνι, όπως στα χρόνια της Μαρίας της Γαλλίας που ο σιδηρόφραχτος ιππότης στον πύργο του αναστέναζε.
Ύστερα από την τραγική εικόνα που δώσαμε παραπάνω, δεν χωρούν πια συναισθηματικές διαχύσεις. Πρέπει να ακολουθήσει ο θάνατος του ήρωα, που δεν έχει να ακουμπήσει πουθενά ανάμεσα στα ερείπια. Πρέπει να περιγράψω την τραγική αυτοκτονία του νέου. Αποφασίζω να το κάνω με τρόπο περίπλοκο, να συμβαίνει μέσα σε ένα όνειρο και ταυτόχρονα στην πραγματικότητα της αφήγησης. Ο νέος αυτός έχει βυθιστεί σε ύπνο εδώ και καιρό, μετά από ένα ατύχημα. Στον ύπνο του βλέπει ότι δεν κοιμάται, στην πραγματικότητα κοιμάται ύπνο βαθύ. Αναρωτιέμαι ποιος θα καταλάβει.
Εξακολουθώ με τη σκέψη "τι χρειάζεται στο κάτω κάτω της γραφής το μπλογκινγκ;" Δεν είναι τάχα μια αρρωστιάρικη συνέπεια της εποχής, ένα ξέσπασμα ανίας, πάθος άγνωστο σε εποχές μεγάλες, όταν η έκφραση κυλά αβίαστα σαν επακόλυθο της δράσης;
Ο νέος που στεκόταν στο παράθυρο και έβλεπε απέναντί του την αγαπημένη του κοπέλα, μελαγχολούσε γιατί καταλάβαινε ότι τίποτα δεν υπήρχε που να τους επιτρέπει την ένωση. Μιλούσε και έκλαιγε ο νέος. Η καρδιά του έλεγε ότι η εξακολούθηση της ζωής είναι ακατόρθωτη.
Ο νέος πηδά από το παράθυρο. Ο αναγνώστης νομίζει ως εκείνο το σημείο πως το όνειρο του νέου είναι η πραγματικότητά του. Γράφω αμέσως μετά: "Ο κολλητός του ανέλαβε το χρέος να δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στους αστυνομικούς, αφού οι γονείς του βρίσκονταν ακόμη σε κατάσταση σοκ (είχαν αποδεχτεί την ιδέα ότι μπορεί να παρέμενε φυτό για κάποιο διάστημα, αλλά το να αυτοκτονήσει στον ύπνο του ήταν κάτι που τους υπερέβαινε). Ναι ήταν ήσυχο παιδί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, όταν χώρισε με την κοπέλα του τον πήρε λίγο από κάτω, αλλά τον στήριξαν οι φίλοι του και συνήλθε. Μα, δεν έκανε απόπειρα και έπεσε σε κώμα, γλίστρησε ένα πρωί που πήγαινε στη δουλειά και χτύπησε πάνω στην κόχη του κομοδίνου. Δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, όχι, κάποιες φορές παραμιλούσε μόνο και έλεγε: «νυστάζω, θέλω να κοιμηθώ» ή αγκομαχούσε στον ύπνο του, σαν να έκανε σεξ. Ναι, σηκώθηκε ένα βράδυ και πήδηξε, έτσι απλά. Κανείς δεν ξέρει, μάλλον θα έβλεπε κάποιο όνειρο και υπνοβάτησε, αφού είπαμε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα." Νιώθω πολύ έξυπνος.
Στο ποστ υπάρχει ένας νέος που ονειρεύεται και πέφτει από το παράθυρο όσο υπνοβατεί. Μέχρι εκείνο το σημείο ο αναγνώστης νομίζει ότι ο νέος πήρε ναρκωτικά και αυτοκτόνησε μέσα στην τρέλα του. Στο μυαλό μου όμως υπάρχει και ένας τρίτος νέος, αυτός που ξύπνησε κατά τη διάρκεια της υπνοβασίας του, που είχε δει αυτό το όνειρο, που είδε την κοπέλα απέναντι και αποφάσισε συνειδητά να πηδήξει. Συνειδητοποιώ τις περιπλοκές της αφήγησής και του νου μου κι αισθάνομαι διανοούμενος καλλιτέχνης.
Σκέφτομαι ότι σκότωσα έναν ακόμα ήρωά μου, μαζί με το Χριστό, Μεγάλη Πέμπτη.
Πώς θα μπορέσω να πιστέψω την απ' τον τάφο ανάσταση του Χριστού; Δεν μπορώ να καταλάβω τη βεβαιότητα μιας αναμονής της ενδόξου ανάστασης, την ώρα που το σώμα κρέμεται απ' το ξύλο σταυρωμένο, καταστρέφοντας κάθε υπόσχεση χαράς. "Χριστός Ανέστη" ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής. "Χριστός Ανέστη" την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου και την ξανακερδίζω με τη μνήμη. "Χριστός Ανέστη", η φωνή των αιώνων επιμένει και καταλαβαίνω το χρέος μου. Δεν πρέπει να αφήσω μέσα στο χώμα το νέο που αυτοκτόνησε, να τον ξεχάσω όπως ξεχνιούνται όλα μέσα στο ρεύμα του χρόνου. Πρέπει να γεφυρώσω το μεγάλο χάσμα που η προσωρινή μας αντίληψη ανοίγει ανάμεσα στον καθημερινό βίο και το θάνατο, χωρίζοντας τον ζωντανό από τον πεθαμένο. Πρέπει, το καταλαβαίνω ως χρέος μου, ο νέος που πέθανε να θελήσω να αναστηθεί, γιατί αλλιώς η ζωή μένει αδικαιολόγητη. Αργά, πολύ σιγανά σκέφτουμαι, κι αφού περιπέσω στο σφάλμα διδάσκουμαι. Σκέφτουμαι ότι η ανάσταση είναι απαραίτητη, κυρίως για να εννοηθούν οι μικροί, οι ταπεινοί και καταφρονημένοι, οι καθημερινοί ήρωες. Η ανάσταση είναι για όλους. Κανένας ας μην είναι υπερήφανος.
Κοίταξα την αντανάκλασή μου στη διπλανή σβησμένη οθόνη. Είδα το έξοχο πρόσωπο του ωραιότερου νέου, που γεννιούνταν πάνω από τους ώμους του πεθαμένου μου σώματος. Στράφηκα χαρούμενος να δω. Τον αναγνώρισα. Ήταν ο νέος που αυτοκτόνησε αναστημένος.

Αδελφοί, να είστε χαρούμενοι. Εχτροί και φίλοι αγκαλιασμένοι φιληθείτε. Ο ουρανός που χτίζουμε όλοι μαζί μας στεγάζει. Το σύμπαν είναι η αγκαλιά μας.

[Το ποστ αυτό είναι μία σύνθεση από τρία κείμενα: το αμέσως προηγούμενο ποστ (γαλάζιο χρώμα), το "ο Πεθαμένος και η Ανάσταση" του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (λευκό χρώμα), και σημερινές προσθήκες (μωβ χρώμα)]

11 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Ντρέπουμαι"... Τί μου θύμισες... Τη φίλη μου τη Στέλλα Βιολάντη! Αχ πόσο πίσω με πας! Να σε πληρόφορήσω ότι ο ιππότης καλά κρατεί και δε μας αφήνει να κλείσουμε μάτι με τα αχ και βαχ του κάθε βράδυ καβάλα στο φράχτη. Όλα είναι στη θέση τους! :)
Φιλιά πολλά και Χρόνια Πολλά πατερούλη!!!

Τίποτα είπε...

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως αποφασίσαμε να ψηφίσουμε εις τας εκλογάς το δημοκρατικόν κόμμα της Αμμαστάσεως. Τόσο το πρόγραμμά του, όσο και το κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα "η ζωή δεν πρέπει να μένει αδικαιολόγητη" μας έπεισαν να το εμπιστευτούμε.
Εμπρός για καθημερινές επαμμαστάσεις!

tyharpastos είπε...

Δος μου ένα τρόπο ν' αναστηθώ και θα σου δώδω μιαν αφορμή να με λατρεύεις. Έτσι θα γλιτώσω εγώ το θάνατο και θα ξεγελάς τη ματαιότητα εσύ.

Χρόνια Πολλά.

αμμος είπε...

Κόρη μου Μάγια, όσο ένας άντρας είναι καβάλα και κάνει αχ βαχ για σένα, όλα είναι πράγματι στη σωστή τους θέση :-D. Χρόνια πολλά κι από μένα.

Καλό μου τίποτα, ας αναφωνήσουμε όλοι μαζί “Avanti pobloggo, pandiera wordpressa”. Χρόνια πολλά!

Αγαπητέ Τυχάρπαστε, κατά πρώτον νομίζω ότι είναι καλύτερο να μείνουμε φίλοι, είσαι και οικογενειάρχης άνθρωπος. Κατά δεύτερον, στο συγκεκριμένο κείμενο του Πεντζίκη η προσωπική ανάσταση είναι μια εσωτερική διεργασία, βασισμένη στην αγάπη, την ταπεινοφροσύνη και την πίστη στο θεό. Νομίζω πως το ‘χεις ήδη.

Albert είπε...

Χρόνια πολλά άμμε....:)

αμμος είπε...

Χρόνια πολλά, Ζουρλομάνταρε Άλμπερτ!

Ανώνυμος είπε...

Άμμε
ο Πεντζίκης -τον οποίο παρεμπιπτόντως προσκυνώ!- ήταν κομματάκι σαλεμένος -έκανε λέει πορτρέτα φίλων του με αριθμητικό σύστημα,μια τεχνική της υπομονής που άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Μήπως το ότι τον αγαπάμε τόσο πρέπει να μας βάζει σε ανησυχίες (τι χρώμα ζουρλομανδύα να πάρω τώρα που μπήκε η άνοιξη κλπ)!

ΥΓ:Μιας και δεν αξιώθηκα να στα πω από κοντά, χρόνια blogά αδελφέ!!

αμμος είπε...

Καλέ μου σαμμάνε
Χρόνια μπλογκά και καλά. Αν και είσαι ματσό αγοράκι, νομίζω ότι ένας ροζ ζουρλομανδύας θα σου ταίριαζε περισσότερο.
A propos το ξέρεις ότι ο Πεντζίκης είχε φαρμακείο, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης; (είναι στο κέντρο, να στο δείξω ότ/αν ανέβεις) Εφόσον τόσος κόσμος επέζησε των συνταγών του, υποθέτω ότι θα επιζήσουμε και των βιβλίων του.

[Παρεμπιπτόντως, πήγαινε μια βόλτα από το μπλογκ του Άλμπερτ, το παλικάρι δύο σχόλια πιο πάνω, γράφει καλά και τρελά (τον αγαπημένο μας συνδυασμό δηλαδή).]

Ανώνυμος είπε...

Αδελφέ μπήκα στον Άλμπερτ -καλό παιδί αλλά αυτά που παίρνει μάλλον απ' του Πεντζίκη θα είναι και τόσον καιρό που δεν λειτουργεί το φαρμακείο του, σαν ληγμένα μου φάνηκαν!! :)
Σοβαρά: και του Άλμπερτ ωραία γραφή και η Vain παίζει μουσικάρες και στις Βοργίες γίνεται το έλα να δεις, ο Τυχάρπαστος σουβλίζει, το τίποτα όλο και κάτι έχει... κι έτσι μ' έχουν φάει οι επισκέψεις στα ξένα blog και παραμελώ το δικό μας!!

Albert είπε...

Παλιός καλός φίλος ο Πεντζίκης, πήγαινα για δουλείες απο το φαρμακείο και συνήθως άραζε με εκείνον τον ήσυχο τον φιλόλογο τον Ιωάννου. Με έβαζε η γιαγιά μου απο τη Βάλτα να του φέρνω κάτι ξερόχορτα που τα ήθελε μάλλον για βότανα ή για ακρυλικά... δε θυμάμαι. Εξάλλου κι αυτός τα μπέρδευε.

αμμος είπε...

Αχ, Άλμπερτ, τι όμορφα χρόνια ήταν εκείνα... Θυμάμαι κι εγώ που με έστελνε η γιαγιά μου η Συμέλα να πάρω νερό από τη βρύση στο Τσινάρι, τι ωραία που έπαιζαν ο Μάρκος με τον Τσιτσάνη στις ταβέρνες εκεί, καθόμασταν γύρω τους και τραγουδούσαμε όλοι μαζί, μια μεγάλη, αγαπημένη παρέα γινόμασταν. Ξεχνιόμουν όμως και αργούσα να γυρίσω σπίτι στο Κουλέ Καφέ, και μετά με έδερνε η γιαγιά Συμέλα, κα πήγαινα στη γειτόνισσα της την Κυρά Εκάβη να κρυφτώ. Είχε κι αυτή έναν εγγονό στην ηλικία μου, τον Κωστάκη, παίζαμε με τις κούκλες του και φοράγαμε τα φορέματα της γιαγιάς του, πολύ ωραία περνούσαμε. Αξέχαστες εποχές...