Παραμύθια, ποίηματα, ιστορίες και πρόσωπα -όλα στο μούλτι μουλινεξ, σπλάτερ ρομαντισμός πετσοκομμένος σε προτάσεις -ένα μικρό διάλειμμα στη γλύκα των ημερών. Με τις υγείες μας.
Η πριγκίπισσα Dieanna έψαχνε μανιακά την τσάντα της να βρει την πρόσκληση για το χορό. Οδηγούσε δε τόσο γρήγορα τα 101 άτια της γαλάζια άμαξάς που, όταν σταμάτησε, η πρώτη κίνηση που έκανε ήταν να πιάσει τη μύτη της: ουφ! η ελιά της ήταν ακόμα εκεί, δεν είχε ξεκολλήσει απ’ την ταχύτητα!
Οι πύλες άνοιξαν στο πέρασμά της. Εκείνη γέλαγε με κωμικούς Κόμιτες και κόλακες ντυμένους στα λαμέ, αλλά άρχισε να χαχανίζει από ευτυχία όταν κατάλαβε πως ο Αυτοκράτορας είχε φέρει φρεγάτες ολόκληρες μεξικάνικη τεκίλα!
«Με τόσο γενναίες δόσεις αλκοόλ, αυτό το party δε μπορεί να εξελιχθεί άσχημα»! σκέφτηκε.
Εκείνη τη στιγμή οι σαλπιγκτές ανάγγειλαν την άφιξη του Μολδαβού Yangor Stankoglovitch.
«Θεέ μου, ο διάδοχος» -όχι του Μολδαβικού κράτους μα του θρόνου της καρδιάς της (η θέση είχε χηρέψει από καιρό, απ’ όταν ο Πρίγκιπας Charles αποφάσισε ότι η Dieanna τον κουράζει και σκέφτηκε ότι η γλυκιά και ανάλαφρη Λαίδη Camilla Marta de la Santa Barbara, που δεν ασχολούταν με την μονοκαλλιέργεια σχέσεων και ήξερε πότε να βουλώνει το στόμα της, θα μπορούσε να την αντικαταστήσει μια χαρά).
Με την τεκίλα στο χέρι η Dieanna αρχίζει να κόβει βόλτες στο χορό, για να βρει καβαλιέρο. Το θέμα του party ήταν ο Marquee De Sade (καλή του ώρα, έπρεπε να περάσουν δυο αιώνες για αναγνωριστεί το ταλέντο του!) και ένας υφέρπον ερωτισμός απλωνόταν στις κινήσεις και τα βλέμματα. Τα μπούστα των κυριών φούσκωναν και ξεφούσκωναν κάνοντας τα μάγουλα να αναψοκοκκινίζουν και οι κύριοι έβρεχαν τα χείλη με αλκοόλ και έσκυβαν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο για να μιλήσουν –«γιορτές και κρύο, καιρός για τρίο» ήταν το μότο της βραδιάς.
Εκείνη έψαχνε τον Μολδαβό Διάδοχο να του συστηθεί και να τον σαγηνεύσει –αλλά τον βρήκε να μιλάει με το ζεύγος Τσιφούτεν και δε μίλαγε μόνο, θες το ποτό, θες που του χε βγει και η φήμη του ζιγκολό, ο Stankoglovitch χούφτωσε την 50χρονη Βαρόνη και τον ερείπιο σύζυγό της και ετοιμαζόταν να τους παρασύρει στα ιδιαίτερα δωμάτια.
Η Dieanna έπιασε την τεκίλα και την κατέβασε απνευστί αλλά ένα χέρι κράτησε το δικό της όταν πήγε ν’ αρπάξει κι άλλη από το δίσκο που πέρναγε πλάι της.
«Καλά, μια goth πριγκίπισσα δε θα έπρεπε να πίνει μόνο μαύρη τεκίλα»; Της είπε.
Η Dieanna γύρισε και τον κοίταξε. Γαμώτο. Απ’ όλους τους ανθρώπους του κόσμου, απ’ όλα τα αρσενικά της Γης, απ’ όλους όσους πρέπει να αποφεύγει, πάλι πάνω στον Charles πήγε κι έπεσε;
«Τι κάνεις εσύ εδώ»; Τον ρώτησε σαν ενοχλημένη. Παρότι δεν ήταν.
«Αν δεν ήμουν εγώ εδώ σήμερα θα πίνατε ξανά και ξανά το νερό της ζωής απ’ τις πηγές της Σκωτίας! Απόψε επέστρεψα από τις νότιες θάλασσες κι έφερα το νέο προϊόν: την μαύρη τεκίλα. Δοκίμασες»;
Και της έδωσε το ποτήρι του να πιει.
Εκείνη έσκυψε για να το φτάσει και «όχι, δεν έπρεπε να λυγίσω και να υποκλιθώ, δεν έπρεπε» σκέφτηκε. Μα ήταν ήδη αργά: η γουλιά κατέβαινε στο λαιμό της και πια ήξερε ότι από εκείνη τη στιγμή θα έπαιρνε πάλι την κατιούσα, μέχρι να κυλήσει στον πάτο: στην αγκαλιά του. Και έτσι έγινε, γουλιά στη γουλιά, άγγιγμα στο άγγιγμα («κασμίρι είναι το Alexander Mc.Queen φράκο σου»; «ω, μα, ναι- κι εσένα, τι κλωστή, τι βελονιά, τι εξαίσια κεντήματα στο φουστάνι σου είναι αυτά»), μέσα στο διονυσιασμό που επικρατούσε στο χορό, το χέρια μπήκαν μέσα από τα ρούχα και μπερδεύτηκαν, οι γλώσσες ψαχούλεψαν κάθε σημείο και τα σώματα απέκτησαν μια ελαστικότητα που μόνο η φλόγα του πάθους μπορεί να προσφέρει και τελικά, κατέληξαν σε ένα καναπέ σε μισοσκότεινο δωμάτιο να μην μπορούν να κρατήσουν άλλο αυτή την κάψα και να χύνονται σαν τον Αλφειό στην Αρέθουσα, με τόση γλυκά και παλμό να λυτρωθούν, να σβήσουν ο ένας μες στον άλλο.
Λίγο μετά εκείνος σηκώθηκε. Έπρεπε να γυρίσει «να τελειώσω ένα γράμμα για την Camilla μου -έχω μήνες να την δω, απ’ όταν έφυγα για Μεξικό κι εκείνη γύρισε στο πατρικό της στην Ισπανία». Η Dieanna έφτιαξε τα μαλλιά και το φουστάνι της. «Έτσι είναι, εγώ του έμαθα να αγαπά τα ραβασάκια στέλνοντας του δέκα τη μέρα και τώρα αυτός τα στέλνει σε άλλες».
«Α, χρόνια πολλά» της είπε φεύγοντας. Εννοούσε για τα γενέθλιά της, που ήταν δυο μέρες πριν.
«Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένο το 2047» του απάντησε εκείνη.
Την κοίταξε παράξενα.
«Τι εννοείς, ακόμα μέσα Δεκέμβρη έχουμε».
«Φεύγω άντρα του 2046, φεύγω και δε θα με ξαναδείς»!
Γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να τρέχει. Μέσα σε διαδρόμους αφήνοντας δαχτυλιές στις ταπετσαρίες και κουνώντας με ορμή απ’ όπου πέρναγε τους πολυέλαιους.
Στο δρόμο ο Stankoglovitch της έβαλε τρικλοποδιά, να πέσει στην αγκαλιά του: «πού πας τόσο νωρίς πριγκίπισσα απ’ τον πόλεμο των κάστρων»; Αλλά είχε ήδη κάνει ένα λάθος: δεύτερο την ίδια βραδιά, ε, ήταν βαρύ σκορ. «Μολδαβέ, άλλο θα πει κάστρο κι άλλο θα πει άστρο και δεν το χεις!» και πήδηξε σαν αγριοκάτσικο πάνω από τη δερμάτινη μπότα του, τρέχοντας μέχρι την άμαξά της.
«Dieanna» άκουσε τον Κάρολο να τη φωνάζει. «Dieanna γύρνα ΤΩΡΑ πίσω»!
Το ρολόι χτύπαγε τρεις, τα «μεσάνυχτα των δαιμόνων», και ήξερε πως αν τον αντίκριζε εκείνη τη στιγμή θα μεταμορφωνόταν ξανά σε σκλάβα του δαιμονικού κι ακατανίκητου ερωτισμού του. Έκανε να κλείσει τα αφτιά της να μην ακούει τη φωνή του, να μην γυρίσει πίσω μα «αχ, το σκουλαρίκι μου» διαπίστωσε όπως έτρεχε: «έχασα το σκουλαρίκι μου».
Γύρισε σπίτι της και έκατσε μπροστά στον μαγικό καθρέφτη των υγρών κρυστάλων. «Ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο του» τον ρώτησε. Και χτύπησε το όνομα της Camilla στην «αναζήτηση». Τίποτα. Ούτε μια Camilla Marta de la Santa Barbara δεν εμφανίστηκε. «Αχ Camilla» γέλασε, «εσύ μπορεί να είσαι στο κρεβάτι του, μα κατά τ’ άλλα γλυκιά μου, δεν είσαι πουθενά»!
Χτύπησε το δικό της όνομα. Έβγαλε συνδέσμους για κάθε ιδιότητά της με πρώτη- πρώτη αυτή του «επιχειρηματία» -βλέπετε η Dieanna όταν συνειδητοποίησε ότι από τους εραστές τις δεν έπαιρνε ποτέ αγάπη παρά μόνο σκατά, αποφάσισε να ανοίξει έναν ιδιόκτητο βόθρο τον οποίο αργότερα εκσυγχρόνισε σε Κέντρο Βιολογικού Καθαρισμού Λημμάτων και πλέον έχει ένα τεράστιο δίκτυο που πιάνει από τα Βαλκάνια έως και τα χωράφια του Πούτιν! «Είτε με θες είτε όχι, ναι, υπάρχω. Και είμαι παντού»!
Κι αφού φίλησε τον καθρέφτη της πάτησε την «αποσύνδεση» μέχρι το άλλο πρωί.
Στον ύπνο της είδε άντρες με σκουλαρίκια ή χωρίς να πατάνε σε γυναικεία κορμιά σαν σκαλοπάτια. Άντρες που συσσώρευαν γυναίκες σαν τσουβάλια για να φτάσουν στον στόχο τους –την αγάπη όπως την είχαν μέσα στο κεφάλι τους. Και που δεν έβρισκαν σε καμιά από αυτές. Και σε καμία από τις επόμενες. Και τελικά κατέληγαν ν’ ανταγωνίζονται ποιου τα σκουλαρίκια γυάλιζαν περισσότερο. Και είδε ξαφνικά κάποιον σκυμμένο, σαν κάτι να έψαχνε. Και είδε τον εαυτό της να πλησιάζει από μακριά. Την είδε να κατεβαίνει μια μεγάλη πέτρινη σκάλα και να πιάνει από το χέρι αυτόν τον άντρα. Ήταν πλάτη, δεν είδε πρόσωπό. Μα πρόσεξε πως φόραγε ένα σκουλαρίκι μονάχα. Έβγαλε το δικό της και του το φόρεσε. Ταίριαζε ακριβώς! «Να τα κάνεις ζευγάρι» του είπε. Εκείνος το ξαναφόρεσε στο αφτί της: «θα είναι ζευγάρι όταν είμαστε μαζί» και την φίλησε. Και εκείνη τον πήρε απ’ το χέρι και άρχισε να τον ανεβάζει. Πάνω απ’ όσα είχε ζήσει και όσους αγάπησε παλιότερα. Τον ανέβασε ψηλότερα.
«Είμαι η πριγκίπισσα του 2047» μουρμούρισε μέσα στον ύπνο της. «Θέλω και μπορώ ν’ αγαπώ περισσότερο κι απ’ όσο περισσότερο αγάπησα». Και γέλασε ασυναίσθητα. Σα να καταλάβαινε πως σύντομα ο Charles θα ήταν ένα σκαλοπάτι πίσω. Κι αυτή δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Γιατί κοίταζε πάντα μπροστά. Μόνο μπροστά και μακριά...