«Θα σε φάω» του έλεγε η θεία του όταν ήταν ακόμα μικρός.
«Αχ, Αλεξούλη είσαι τόσο αξιοζούληχτος που δεν αντέχω, θα σε ζουλήξω ανεπανόρθωτα και μετά θα κάνω μια χραπ! και θα σε φάω»!
Κι έπιανε τα μαγουλάκια του ανάμεσα στα χέρια της και τα πίεζε και τον ζούλαγε, κι εκείνος έσκαγε στα γέλια.
Τώρα τα μάγουλά του πιέζονταν ανάμεσα στα μπουτάκια της Σοφίας. Τα γένια του έγδερναν τη μαλακή της σάρκα, αλλά εκείνη «μη σταματάς, μη σταμάτας» του έλεγε και τον πίεζε όλο και περισσότερο.
Κι έπειτα τον έπαιρνε αγκαλιά.
«Μωρό μου τι γλυκό πλάσμα είσαι εσύ, θέλω να σε φάω» του έλεγε και τον δάγκωνε στα χείλια. Και στο λαιμό. Ειδικά στο λαιμό τα πρωινά που ξύπναγαν και πια δε μύριζε CK αλλά τη δική του μυρωδιά, εκείνη τη μοναδική που είχε από παιδάκι. Σαν ζεστό μαλακό φραντζολάκι.
«Θα σε φάω του» έλεγε κι εκείνος γέλαγε μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε να γελάει.
Τι εννοούσε ξαφνικά πώς τον θέλει αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλει και κανέναν άλλον στη γη.
Τι εννοούσε πως τον σκέφτεται και της αρέσει αλλά είχε ανθρώπους πριν στη ζωή της και θα έχει μετά και δε σκοπεύει να σταματήσει να κάνει σεξ μαζί τους για χάρη του.
«Γιατί αντιδράς τόσο κτητικά και ανταγωνιστικά επιτέλους, σαν κανένας μονοκόμματος εγωιστής μικροαστός. Έλα μωρό μου, άνοιξε λίγο το μυαλό σου».
Αλλά εκείνος άνοιγε μόνο τα μάτια του πελώρια. Και την κοιτούσε. Βουβός.
Κι έπειτα έπεφτε πάνω της και την φίλαγε και κατέληγαν να κάνουν έρωτα ξανά και ξανά λες και δεν υπήρχε αύριο. Γιατί κάποια στιγμή του είπε «δεν ξέρω πόσο θα αντέξω έτσι, αν συνεχίσεις να με πιέζεις με τη ζήλια σου, δεν ξέρω, κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία».
Κι εκείνη την ημέρα σαν ξύπνησαν μαζί, «θα μου χαϊδέψεις την πλατούλα;» του είπε κι εκείνος «ναι» μα όπως γύρισε μπρούμυτα η Σοφία, είδε στην πλάτη της εκείνες τις δαγκωματιές.
«Λες να βρέξει» είπε εκείνη χωρίς να ξέρει.
«Καταιγίδες και σποραδικές δαγκωματιές» είπε αυτός δίχως μυαλό.
«Τι»; Γέλασε εκείνη.
Κι εκείνος της χάιδεψε απαλά την πλάτη και κατέβηκε και κατέβηκε και «μμμ» είπε εκείνη και μετά «αααα» λιγωμένη κι εκείνος «τι αααα μωρό μου, μίλα μου» κι εκείνη «αααα –Αλεξη μου, ααα, πόσο γλυκά με παίρνεις πάντα» και τότε το ένιωσε. Πόνεσε αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει, «ααααα, μη» κι έκανε να τιναχτεί μα το βάρος του στην πλάτη της, όπως ήταν πεσμένος πάνω της και δάγκωνε το λαιμό της, δεν την άφηνε να αντιδράσει.
Η Σοφία έκανε να ουρλιάξει μα της έχωσε με φόρα το μαξιλάρι και πίεσε το πρόσωπό της πάνω του. Και όπως τράβηξε το κεφάλι του με λύσσα του από πάνω της, η σάρκα της σκίστηκε με έναν τρόπο ανατριχιαστικό και η μαξιλαροθήκη γέμισε αίματα. Κι όπως εκείνη ζήταγε να λυτρωθεί εκείνος την έπιασε απ’ την άλλη πλευρά και τη δάγκωνε ξανά και ξανά. Κι έφτυνε τις σάρκες της μέχρι που εκείνη απόσωσε απ’ τον τρόμο και τον πόνο και δεν έστερξε να πάρει άλλη ανάσα. Και ξεψύχησε.
Ο Αλέξης πήρε και άνοιξε το κινητό και βρήκε τα μηνύματα της, τα βρήκε όλα. Και μετά τα mail. Και ζήτησε κι έμαθε τις διευθύνσεις τους. Όλων σε όσους σκόρπαγε τόσο καιρό το σώμα της, σαν Ιησούς χυδαίος, «άρτος και οίνος» μοίραζε τη σάρκα, τους χυμούς της. Στους ειδωλολάτρες. Που την έβλεπαν και δεν την καταλάβαιναν.
Βρήκε λοιπόν τις διευθύνσεις και την έστειλε. Κομμάτι κομμάτι τη μοίρασε σε αυτούς. Αυτός ο φόνος μοιράστηκε. Όλοι ήταν ένοχοι όσο κι εκείνος. Ένοχοι για την ζήλια του που οδήγησε εκεί.
Κι εκείνος «είδες μωρό μου, δε σε κράτησα όλη για μένα, δεν είμαι ένας ανταγωνιστικός εγωιστής. Σε μοίρασα μωρό μου όπως το ήθελες: «Δεύτε λάβετε σώμα και αίμα». Δεύτε λάβετε αυτό το κορμί που ήταν σαν θρησκεία και μας ένωνε».
Και φίλησε τα υπέροχα γαλάζια μάτια της, που πια ήταν καρφωμένα μόνο σ’ εκείνον. Σα να ήταν ο μοναδικός. Γι’ αυτήν.
«Αχ, Αλεξούλη είσαι τόσο αξιοζούληχτος που δεν αντέχω, θα σε ζουλήξω ανεπανόρθωτα και μετά θα κάνω μια χραπ! και θα σε φάω»!
Κι έπιανε τα μαγουλάκια του ανάμεσα στα χέρια της και τα πίεζε και τον ζούλαγε, κι εκείνος έσκαγε στα γέλια.
Τώρα τα μάγουλά του πιέζονταν ανάμεσα στα μπουτάκια της Σοφίας. Τα γένια του έγδερναν τη μαλακή της σάρκα, αλλά εκείνη «μη σταματάς, μη σταμάτας» του έλεγε και τον πίεζε όλο και περισσότερο.
Κι έπειτα τον έπαιρνε αγκαλιά.
«Μωρό μου τι γλυκό πλάσμα είσαι εσύ, θέλω να σε φάω» του έλεγε και τον δάγκωνε στα χείλια. Και στο λαιμό. Ειδικά στο λαιμό τα πρωινά που ξύπναγαν και πια δε μύριζε CK αλλά τη δική του μυρωδιά, εκείνη τη μοναδική που είχε από παιδάκι. Σαν ζεστό μαλακό φραντζολάκι.
«Θα σε φάω του» έλεγε κι εκείνος γέλαγε μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε να γελάει.
Τι εννοούσε ξαφνικά πώς τον θέλει αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλει και κανέναν άλλον στη γη.
Τι εννοούσε πως τον σκέφτεται και της αρέσει αλλά είχε ανθρώπους πριν στη ζωή της και θα έχει μετά και δε σκοπεύει να σταματήσει να κάνει σεξ μαζί τους για χάρη του.
«Γιατί αντιδράς τόσο κτητικά και ανταγωνιστικά επιτέλους, σαν κανένας μονοκόμματος εγωιστής μικροαστός. Έλα μωρό μου, άνοιξε λίγο το μυαλό σου».
Αλλά εκείνος άνοιγε μόνο τα μάτια του πελώρια. Και την κοιτούσε. Βουβός.
Κι έπειτα έπεφτε πάνω της και την φίλαγε και κατέληγαν να κάνουν έρωτα ξανά και ξανά λες και δεν υπήρχε αύριο. Γιατί κάποια στιγμή του είπε «δεν ξέρω πόσο θα αντέξω έτσι, αν συνεχίσεις να με πιέζεις με τη ζήλια σου, δεν ξέρω, κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία».
Κι εκείνη την ημέρα σαν ξύπνησαν μαζί, «θα μου χαϊδέψεις την πλατούλα;» του είπε κι εκείνος «ναι» μα όπως γύρισε μπρούμυτα η Σοφία, είδε στην πλάτη της εκείνες τις δαγκωματιές.
«Λες να βρέξει» είπε εκείνη χωρίς να ξέρει.
«Καταιγίδες και σποραδικές δαγκωματιές» είπε αυτός δίχως μυαλό.
«Τι»; Γέλασε εκείνη.
Κι εκείνος της χάιδεψε απαλά την πλάτη και κατέβηκε και κατέβηκε και «μμμ» είπε εκείνη και μετά «αααα» λιγωμένη κι εκείνος «τι αααα μωρό μου, μίλα μου» κι εκείνη «αααα –Αλεξη μου, ααα, πόσο γλυκά με παίρνεις πάντα» και τότε το ένιωσε. Πόνεσε αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει, «ααααα, μη» κι έκανε να τιναχτεί μα το βάρος του στην πλάτη της, όπως ήταν πεσμένος πάνω της και δάγκωνε το λαιμό της, δεν την άφηνε να αντιδράσει.
Η Σοφία έκανε να ουρλιάξει μα της έχωσε με φόρα το μαξιλάρι και πίεσε το πρόσωπό της πάνω του. Και όπως τράβηξε το κεφάλι του με λύσσα του από πάνω της, η σάρκα της σκίστηκε με έναν τρόπο ανατριχιαστικό και η μαξιλαροθήκη γέμισε αίματα. Κι όπως εκείνη ζήταγε να λυτρωθεί εκείνος την έπιασε απ’ την άλλη πλευρά και τη δάγκωνε ξανά και ξανά. Κι έφτυνε τις σάρκες της μέχρι που εκείνη απόσωσε απ’ τον τρόμο και τον πόνο και δεν έστερξε να πάρει άλλη ανάσα. Και ξεψύχησε.
Ο Αλέξης πήρε και άνοιξε το κινητό και βρήκε τα μηνύματα της, τα βρήκε όλα. Και μετά τα mail. Και ζήτησε κι έμαθε τις διευθύνσεις τους. Όλων σε όσους σκόρπαγε τόσο καιρό το σώμα της, σαν Ιησούς χυδαίος, «άρτος και οίνος» μοίραζε τη σάρκα, τους χυμούς της. Στους ειδωλολάτρες. Που την έβλεπαν και δεν την καταλάβαιναν.
Βρήκε λοιπόν τις διευθύνσεις και την έστειλε. Κομμάτι κομμάτι τη μοίρασε σε αυτούς. Αυτός ο φόνος μοιράστηκε. Όλοι ήταν ένοχοι όσο κι εκείνος. Ένοχοι για την ζήλια του που οδήγησε εκεί.
Κι εκείνος «είδες μωρό μου, δε σε κράτησα όλη για μένα, δεν είμαι ένας ανταγωνιστικός εγωιστής. Σε μοίρασα μωρό μου όπως το ήθελες: «Δεύτε λάβετε σώμα και αίμα». Δεύτε λάβετε αυτό το κορμί που ήταν σαν θρησκεία και μας ένωνε».
Και φίλησε τα υπέροχα γαλάζια μάτια της, που πια ήταν καρφωμένα μόνο σ’ εκείνον. Σα να ήταν ο μοναδικός. Γι’ αυτήν.
15 σχόλια:
Μη με βρίσεις, πάλι έχω επετειακό ποστ. Θα το σβήσω αύριο, ναι;
Ε καλά. Θα γινόταν φοβερό επεισόδιο στο Twilight Zone.
Δεν είχα σκεφτεί ότι όταν λες σε κάποιον κάτι τόσο τρυφερό όπως "θα σε φάω!" μπορεί να το εννοείς κιόλας... Και όχι τρυφερά, όπως το έλεγε η θεία του! Εκτός αν εννοείς ότι και για εκείνον το να την φάει ήταν ένας τρόπος να δείξει την τρυφερότητά του γι' αυτήν... Δεν αποκλείεται κι αυτό.
ΥΓ. Παίζει κι αυτό το διευρυμένο "λογοπαίγνιο" με το ζούληγμα- πίεση- καταπίεση, πολύ εμπνευεσμένο. Θα το ξαναπώ: ρε Ιντυ: πού τα σκέφτεσαι όλα τούτα; Είσαι σίγουρη ότι ζεις στον ίδιο πλανήτη μ' εμάς;
Αμάν... Φρίκαρα καλέ...
Μικρή μου 'Ιντυ, είσαι αποκάλυψη. Μια στο καρφί μια στο πέταλο!
Ινδιάννα,
ποιο είναι το κείμενο που αρχίζει με τους Massive Attack που λέγαμε?
:-)
the bar
το "Πλάσμα από νύχτας γένος" 20- 6- 2007! Μου είχες προτείνει το τραγούδι σου στα σχόλια σε μια Λίστα Άμμου και το είχα βάλει αμέσως μετά στο ποστ! :)
Τομ
η κεντρική ιδέα έχει να κάνει με τη χριστιανική ηθική και σκέψη, οπότε αν δεχτουμε ότι εν αρχή ην ο λόγος τότε τα λόγια είναι πράξεις και όταν λες θα σε φάω, μέσα στο μυαλό σου το κάνεις! Σωματικά η ψυχικά.
Επίσης θα ήθελα να σα σχόλια να συζητήγαμε κάπως το θέμα του έρωτα ως θρησκειά -γιατί ξέρεις υπ΄ραχουν πολών ειδών μονοθεϊστικές, πολυθεϊστικές κλπ! ;Ρ
Τέλος πάντων, μπερδεμένο ποστ, τι να λέμε τώρα! Ευχαριστώ που είσαι τόσο προσεκτικός αναγνώστης thou!
Sot
να κι ενας blogger που δε βαρέθηκε ακόμα να μας επισκέπτεται! :)
Ωραιο. Ετσι ειναι η πραγματικη αγαπη.
Ασχετο. Το Betty Blue το εχεις δει?
???
Ναι...
Φοβερή ταινία -τουλάχιστον τότε που την είδα
με είχε συγκλονίσει
Τέλεια μουσική επίσης.
Ε μην παραπονιέσαι.
Έχετε αρκετούς τακτικούς φιλοξενούμενους :)
Γ-Αμμότατο!!!!!
μαύρος γάτος
τον τελευταίο καιρό μετά από μια φάση αναιμίας
περνάμε ξανά σε αιματοχυσίες και
there will be blood!
Ούγκ!
Σ;-))))
δεν μπορούσα να σε παρακολουθήσω αυτό το το καιρό οπότε αν και καθυστερημένα να πω πολύ ωραία η ιστορία σου που μου θύμισε μια άλλη.
Με εξ απάτησες της λέει, έμαθα ότι έβγαινες με ένα Γρήγορη , ένα Μανώλη, και ένα Θανάση εκτός από μένα .
Και αυτή του λέει
Με το Γρήγορη έβγαινε η Στέλλα,
Με το Μανώλη η Τζοάννα,
Με τον Θανάση η Λου
………………….
το όνομα της ήταν Κυριακή , το έκαναν Κυριακούλα, μετά Κούλα, μετά Λούλα και τελικά Λου.
Αυτός όμως το πηρε στη πλακα και τελικα δεν την έκανε κομάτια
hawk eyed
hawkeyed
Σίγουρα δε μπορούσε να τα έχει με τον Γρηγόρη,
αφού πήρε την Στέλλα
θα έπαιρνε λες ...ποτέ την Κυριακή;
χα χα! :)
Δημοσίευση σχολίου