Να ‘ναι καλά οι φίλοι μου στην Αθήνα που με κινητοποιούνε (αυτή τη φορά η Εύη Σκιαδά) φέτος έχω δει πολύ θέατρο, για τα δικά μου μέτρα τουλάχιστον. Χθες λοιπόν παρακολούθησα το «Λιωμένο Βούτυρο» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και σκέφτηκα να σας γράψω δυο λόγια για αυτό. Όπως βέβαια έχω πει και άλλες φορές σε αυτού του είδους τις αναρτήσεις, δεν είμαι θεατρολόγος, έχω δει λίγο θέατρο στη ζωή μου και σε αυτό το μπλογκ γενικά δεν τα πάμε καλά με βεβαιότητες και αντικειμενικότητες, ιδίως τις σχετικές με την τέχνη.
Να σας πω κατ’ αρχήν τη βασική υπόθεση, καθώς το έργο δεν ενδιαφέρεται να εκπλήξει το θεατή με τις συνηθισμένες ανατροπές και κορυφώσεις: με το «καλησπέρα» ο ηθοποιός Μανώλης Μαυροματάκης θα σας εξηγήσει ότι θα παρακολουθήσετε την ιστορία του Τάσου και της Λούλας, που ήθελε να γίνει τραγουδίστρια και ο Τάσος τη σκότωσε τη δεκαετία του ’50 στη Θεσσαλονίκη (διαβάζοντας μάλιστα και άρθρα από την εφημερίδα «Μακεδονία», που τα δίνει κάποια στιγμή στο κοινό για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει τις πηγές) όπως και ότι η υπόθεση του έργου βασίζεται στο μυθιστόρημα «Θα γίνω ντιζέζ» του Σάκη Σέρεφα, ενώ έχει επίσης μορφοποιηθεί στην ταινία «Ρουλεμάν» του Πάνου Καρκανεβάτου.
Αυτό όμως που δεν θα σας αναφέρει από την αρχή ο Μαυροματάκης είναι κάποιες πολύ κρίσιμες λεπτομέρειες: τι σχέση έχουν με την ιστορία μας τα ρουλεμάν και το λιωμένο βούτυρο (κι έχουν αρκετή), για ποιο λόγο αποφάσισε η Λούλα να φύγει από ένα χωριό της Φλώρινας για να γίνει τραγουδίστρια αλλά και τι έφερε τον Τάσο να δουλέψει εκεί ως υπάλληλος υπουργείου. Δε θα σας τα πω όμως ούτε κι εγώ, είχε μεγάλο γούστο στην παράσταση να ενώνεις στην πορεία τα κομμάτια στο κέντρο του παζλ.
Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα του Σερέφα, οπότε δεν μπορώ να ξέρω αν το κλίμα της παράστασης μεταφέρει κάτι από το ύφος του βιβλίου. Ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας επέλεξε πάντως, από όσο μπόρεσα να καταλάβω, να ελαφρύνει την ιστορία από το μελοδραματισμό της εντάσσοντας πάμπολλα κωμικά στοιχεία, στον τρόπο που οι ήρωες αφηγούνται την ιστορία ή οι ηθοποιοί αλληλεπιδρούν με το κοινό. Για την ακρίβεια με την εξαίρεση του πολύ δυνατού δεκάλεπτου φινάλε, στο έργο αυτό κυρίως γελάς με την καρδιά σου. [Ανανέωση: Από το σχόλιο της φίλης theorema πληροφορήθηκα ότι η παράσταση ακολουθεί πιστά το βιβλίο από αυτήν την πλευρά.]
Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τις διαδοχικές αφηγήσεις δευτερεύοντων ηρώων που γνώρισαν τη Λούλα ή τον Τάσο, οι οποίοι ζουν ακόμα και σήμερα (η λαίμαργη κι ερωτομανής χοντρή γρια Λίτσα, ο κυρ Φάνης που κρατιέται με Πρόζακ αλλά ενίοτε το χάνει, ο διανοούμενος ιατροδικαστής Φιλίππου με το περισπούδαστο ύφος κ.α.: όπως καταλαβαίνετε όλοι αυτοί ενισχύουν κατά πολύ την κωμικότητα της αφήγησης) μαζί με τις σκηνές όπου εμφανίζονται η Λούλα με τον Τάσο να ζουν την ιστορία τους. Οι δευτερεύοντες ρόλοι είναι πολλοί και μοιράζονται στους τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς Μανόλη Μαυροματάκη, Θόδωρο Οικονομίδη (που παίζει επίσης τον Τάσο) και Έλενα Μαυρίδου (που παίζει επίσης τη Λούλα). Πολλές είναι και οι αναφορές στην ίδια τη διαδικασία της παράστασης, για παράδειγμα «μα κάθε βράδυ θα σκοντάφτεις στο καλοριφέρ;», «τώρα αυτό το ψιλοάσχετο σας το λέμε για να προλάβει η Εύα να αλλάξει μάσκα εκτός σκηνής», που μαζί με τις συχνές απευθύνσεις προς το κοινό λειτουργούν αποστασιοποιητικά και συνήθως κωμικά μέσα στην παράσταση. Υπέροχες οι μάσκες της Μάρθας Φωκά (παρά την εικαστική μου αγραμματοσύνη, θα τολμήσω να τις πω εξπρεσιονιστικές), που συνδυασμένες με τις μεταμορφώσεις της φωνής των ηθοποιών, οδηγούν σε ένα πολύ πειστικό αποτέλεσμα, η Έλενα Μαυρίδου για παράδειγμα είναι αποτελεσματικότατη και ως Λούλα και ως Λίτσα και ως κυρ Φάνης, όπως βέβαια και απολαυστική.
Δε θα ήθελα να σας παραπλανήσω πάντως ότι θα παρακολουθήσετε μια κωμωδία ή παρωδία. Το έργο κλείνει πολύ δυνατά, με έναν τρόπο από συγκινητικό έως ενοχλητικό για την έντασή του, όπως και με κάποιες παρατηρήσεις για την ιστορία του Τάσου και της Λούλας, που μπορούν να σε κάνουν να σκεφτείς αρκετά τον τρόπο που καταλαβαίνεις τους άλλους και ακούς τις ιστορίες τους.
Κλείνοντας, το μόνο που δε μου άρεσε στην παράσταση ήταν το ίδιο το κείμενο, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο. Αν αφαιρέσω το εξαιρετικό παίξιμο των ηθοποιών, την ευρηματική σκηνοθεσία, τις πολύ καλές μάσκες, αυτό που μένει είναι μια κοινή ιστορία δολοφονικού πάθους, με κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες βέβαια, αλλά που σε εμένα τουλάχιστον δεν είχε και πολλά να πει από μόνη της (η δίωρη διάρκεια του έργου δε με βοήθησε επίσης να μην κουραστώ από αυτήν). Για τους λόγους όμως που εξήγησα στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, θεωρώ πως είναι μια παράσταση που αξίζει να τη δείτε. Βασικές πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
[Υ.Γ. Για όσους έχουν ζήσει στη Θεσσαλονίκη και πλέον μένουν αλλού, όπως εγώ, το έργο έχει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, τη νοσταλγική αποκάλυψη μιας πόλης «πίσω από την πόλη». Ο φόνος έγινε στο ξενοδοχείο δίπλα από το Hondos Center της Εγνατίας, η Λίτσα δούλευε κομμώτρια στην Κασσάνδρου πίσω από το Διοικητήριο, η Λούλα θα έπιανε σπίτι στη Βάρνα (Νεάπολη) και πάει λέγοντας. Φαντάζομαι ότι αυτό θα είναι παρομοίως ιντριγκαδόρικο και για ένα μόνιμο κάτοικο της Θεσσαλονίκης.]
Αυτό όμως που δεν θα σας αναφέρει από την αρχή ο Μαυροματάκης είναι κάποιες πολύ κρίσιμες λεπτομέρειες: τι σχέση έχουν με την ιστορία μας τα ρουλεμάν και το λιωμένο βούτυρο (κι έχουν αρκετή), για ποιο λόγο αποφάσισε η Λούλα να φύγει από ένα χωριό της Φλώρινας για να γίνει τραγουδίστρια αλλά και τι έφερε τον Τάσο να δουλέψει εκεί ως υπάλληλος υπουργείου. Δε θα σας τα πω όμως ούτε κι εγώ, είχε μεγάλο γούστο στην παράσταση να ενώνεις στην πορεία τα κομμάτια στο κέντρο του παζλ.
Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα του Σερέφα, οπότε δεν μπορώ να ξέρω αν το κλίμα της παράστασης μεταφέρει κάτι από το ύφος του βιβλίου. Ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας επέλεξε πάντως, από όσο μπόρεσα να καταλάβω, να ελαφρύνει την ιστορία από το μελοδραματισμό της εντάσσοντας πάμπολλα κωμικά στοιχεία, στον τρόπο που οι ήρωες αφηγούνται την ιστορία ή οι ηθοποιοί αλληλεπιδρούν με το κοινό. Για την ακρίβεια με την εξαίρεση του πολύ δυνατού δεκάλεπτου φινάλε, στο έργο αυτό κυρίως γελάς με την καρδιά σου. [Ανανέωση: Από το σχόλιο της φίλης theorema πληροφορήθηκα ότι η παράσταση ακολουθεί πιστά το βιβλίο από αυτήν την πλευρά.]
Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τις διαδοχικές αφηγήσεις δευτερεύοντων ηρώων που γνώρισαν τη Λούλα ή τον Τάσο, οι οποίοι ζουν ακόμα και σήμερα (η λαίμαργη κι ερωτομανής χοντρή γρια Λίτσα, ο κυρ Φάνης που κρατιέται με Πρόζακ αλλά ενίοτε το χάνει, ο διανοούμενος ιατροδικαστής Φιλίππου με το περισπούδαστο ύφος κ.α.: όπως καταλαβαίνετε όλοι αυτοί ενισχύουν κατά πολύ την κωμικότητα της αφήγησης) μαζί με τις σκηνές όπου εμφανίζονται η Λούλα με τον Τάσο να ζουν την ιστορία τους. Οι δευτερεύοντες ρόλοι είναι πολλοί και μοιράζονται στους τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς Μανόλη Μαυροματάκη, Θόδωρο Οικονομίδη (που παίζει επίσης τον Τάσο) και Έλενα Μαυρίδου (που παίζει επίσης τη Λούλα). Πολλές είναι και οι αναφορές στην ίδια τη διαδικασία της παράστασης, για παράδειγμα «μα κάθε βράδυ θα σκοντάφτεις στο καλοριφέρ;», «τώρα αυτό το ψιλοάσχετο σας το λέμε για να προλάβει η Εύα να αλλάξει μάσκα εκτός σκηνής», που μαζί με τις συχνές απευθύνσεις προς το κοινό λειτουργούν αποστασιοποιητικά και συνήθως κωμικά μέσα στην παράσταση. Υπέροχες οι μάσκες της Μάρθας Φωκά (παρά την εικαστική μου αγραμματοσύνη, θα τολμήσω να τις πω εξπρεσιονιστικές), που συνδυασμένες με τις μεταμορφώσεις της φωνής των ηθοποιών, οδηγούν σε ένα πολύ πειστικό αποτέλεσμα, η Έλενα Μαυρίδου για παράδειγμα είναι αποτελεσματικότατη και ως Λούλα και ως Λίτσα και ως κυρ Φάνης, όπως βέβαια και απολαυστική.
Δε θα ήθελα να σας παραπλανήσω πάντως ότι θα παρακολουθήσετε μια κωμωδία ή παρωδία. Το έργο κλείνει πολύ δυνατά, με έναν τρόπο από συγκινητικό έως ενοχλητικό για την έντασή του, όπως και με κάποιες παρατηρήσεις για την ιστορία του Τάσου και της Λούλας, που μπορούν να σε κάνουν να σκεφτείς αρκετά τον τρόπο που καταλαβαίνεις τους άλλους και ακούς τις ιστορίες τους.
Κλείνοντας, το μόνο που δε μου άρεσε στην παράσταση ήταν το ίδιο το κείμενο, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο. Αν αφαιρέσω το εξαιρετικό παίξιμο των ηθοποιών, την ευρηματική σκηνοθεσία, τις πολύ καλές μάσκες, αυτό που μένει είναι μια κοινή ιστορία δολοφονικού πάθους, με κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες βέβαια, αλλά που σε εμένα τουλάχιστον δεν είχε και πολλά να πει από μόνη της (η δίωρη διάρκεια του έργου δε με βοήθησε επίσης να μην κουραστώ από αυτήν). Για τους λόγους όμως που εξήγησα στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, θεωρώ πως είναι μια παράσταση που αξίζει να τη δείτε. Βασικές πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
[Υ.Γ. Για όσους έχουν ζήσει στη Θεσσαλονίκη και πλέον μένουν αλλού, όπως εγώ, το έργο έχει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, τη νοσταλγική αποκάλυψη μιας πόλης «πίσω από την πόλη». Ο φόνος έγινε στο ξενοδοχείο δίπλα από το Hondos Center της Εγνατίας, η Λίτσα δούλευε κομμώτρια στην Κασσάνδρου πίσω από το Διοικητήριο, η Λούλα θα έπιανε σπίτι στη Βάρνα (Νεάπολη) και πάει λέγοντας. Φαντάζομαι ότι αυτό θα είναι παρομοίως ιντριγκαδόρικο και για ένα μόνιμο κάτοικο της Θεσσαλονίκης.]
3 σχόλια:
Το βιβλίο πάντως ήταν απολαυστικότατο. Τέτοιο χιούμορ σπάνια συναντά κανείς στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Φαντάζομαι πως η παράσταση θα είναι το αποκορύφωμα του πνέυματος.
Παλιοτυχεροί...
the_bar
Ήταν σίγουρα μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση, theorema. Κάνε κι εσύ κανένα διάλειμμα από το Ποπ, όταν μας έρχεσαι, να δεις και λίγο θέατρο :-)
Ενέταξα το σχόλιο σου στο κείμενο, όπως είδες.
Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, όπως γράφεις.Είναι θεατρικό έργο με τον ίδιο τίτλο.Δεν χρειάζεται να είσαι θεατρολόγος για να το ξέρεις αυτό.
Δημοσίευση σχολίου