CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

15.4.08

Η ασήκωτη ελαφρότητα

Από τραγούδια άκουγε μόνο τα πιο μελοδραματικά, ζεϊμπέκικα της Βίσση και κλαψουρίσματα του Πλούταρχου, κάθε φορά που ερωτευόταν έτρεχε στα μπουζούκια και μεράκλωνε, κάθε φορά που απογοητευόταν, κλεινότανε στο σπίτι της και έκλαιγε, πάντα το ίδιο σάουντρακ της χαρμολύπης. Και όταν εν τέλει αποφάσιζε να βγει ξανά σε νέα γύρα, βαφότανε τόσο πολύ για να ομορφύνει, που έφτιαχνε μάσκα κι όχι πρόσωπο, αλλεπάλληλες στρώσεις του λευκού, του πορφυρού, του γαλάζιου και του μαύρου. Και όσο για τα κοσμήματα και για τα μπιχλιμπίδια, φόρτωνε επάνω της χάντρες και επάργυρα και ολόχρυσα λίγα από τη γιαγιά της, περπάταγε στο δρόμο κουδουνίζοντας και αστράφτοντας, εκβίαζε τα βλέμματα και τραβούσε με αόρατα δάχτυλα τα αυτιά.
Μόνο που καμιά φορά σαν να μπερδεύονταν, ανάμεσα σε αυτό που ήξερε να κάνει και σε αυτό που δε θα μάθαινε ποτέ, περνούσε από έναν παιδικό της φίλο, πάντα στο σπίτι του κλεισμένο, πάντα να γράφει, να διαβάζει, να στοχάζεται, να μασουλάει αργά την υποτροφία. Σαν τον αέρα ταξίδευε η σκέψη του, ένα του έλεγες, δέκα σου απαντούσε, άλλα είχανε σχέση, άλλα δεν είχανε, της άρεσε να νανουρίζεται απ' τα λόγια του, να έχει την αίσθηση πως την καταλαβαίνει, να κολακεύεται πως ασχολείται με αυτήν, με τα κοινότοπα προβλήματα της.
Μέχρι που μια μέρα αυτός θυμήθηκε ένα στίχο και τον παράλλαξε ελαφρά με ικανοποίηση: «οι ελαφροί ας σε λένε ελαφρή, στα σοβαρά τα πράγματα ήσουν πάντα επιμελής». Κι ένα τραγούδι που είχε ακούσει κατά τύχη μια μέρα που έψαχνε τον Derti στο ραδιόφωνο απλώθηκε στα ξαφνικά μες στο κεφάλι της. Και σπίτι του ποτέ δεν ξαναπάτησε, ούτε και στα μπουζούκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: