CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

15.2.07

Ακόμα ζούνε, όσο γράφουμε

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
η μέρα μου δε μου άρεσε καθόλου σήμερα. Εντάξει το πρωι πρόλαβα να πχιω έναν καφέ και να κάνω ένα τσιγάρο, εφτυχώς άκουσα το ξυπνιτήρι και σηκώθηκα στην όρα μου. Η μαλακία όμως έγινε μετά στη δουλιά, με είδε χτες το αφεντικό από τις κάμερες ότι έστελνα μήνιμα από το κινητό, όσο και καλά τηλεφονούσα για ενιμέρωση. Ο ιδγιος βεβαια δεν είπε τίποτα, καλή νιφίτσα είναι, έβαλε όμως τη σκύλα την υποδιεφθύντρια να μου κάνει παρατήριση. Ακούς εκεί να με απολίσουν, για να δοκιμάσουν και θα δουν τι έχουν να πάθουν, θα ξιπνήσει ο άλλος μου εαφτός.
Όλη μέρα ήμουν πολλύ τσαντιζμένη, δεν είναι και δουλιά αυτό το τιλεμάρκετινγκ, παίρνεις τηλέφονο τον κάθε μαλάκα για να κάνει μια ακόμι μαλακία και να αγοράσει τις μαλακίες που πουλάμαι. Τόρα σκέφτομε ότι γράφω πολλύ πρόχειρα εδώ, τρις φορές έγραψα τη λέξη μαλακία στην προϊγούμενη πρόταση, συγνώμη αγαπημένο μου ημερολόγιο.
Τέλος πάντον, όταν γήρισα σπίτι στην αρχή ήταν καλά, έφαγα μια σαλάτα με μαρούλι και τόννο και ήπχια ένα φυσικό χυμό. Η δίετα πάει πολύ καλά, έχω χάσει ήδη τρία κιλλά και συναιχίζω ακάθαικτη. Άβριο λέω να προτίνω και στο νεαρούλη τον πωλητή να βγούμε για καφέ, δεν έχω τίποτα να χάσω. Είναι βέβαια λίγο τριχοτός, τις προάλες φορούσε ένα πουκάμισο με ανιχτό το γιακά και το είδα, αλλά δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιός για ένα βράδυ τον θέλω.
Δυστιχώς όμως όταν μπήκα στην κρεβατοκάμαρα είδα ότι δεν είχα σιδερόσει. Το βράδυ κιμήθηκα στον καναπέ και ξέχασα τελείως τι είχα αφίσει στην κρεβατοκάμαρα. Πρέπει λοιπόν να σε αφήσω αγαπημενό μου ημερολόγιο, με περιμαίνουν πολλές δουλιές ακόμα.

Η Λίτσα έκλεισε για άλλη μια φορά το ημερολόγιό της ανακουφισμένη. Πάντα τη βοηθούσε να γράφει στο τέλος μιας δύσκολης ημέρας, έπαιρνε από πάνω της την ένταση και τη γέμιζε με ευχαρίστηση ότι μπορούσε να μιλήσει με ειλικρίνεια σε κάποιον, ακόμα κι αν ήταν ένα άψυχο φύλλο χαρτί.
Σηκώθηκε χαμογελώντας από το γραφείο και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε τη χωνευτή ντουλάπα και έβγαλε το ατμοσίδερο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει και τη σιδερώστρα, αλλά αποφάσισε ότι δε θα βόλευε, ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει ό,τι είχε για σιδέρωμα. Έβαλε το ατμοσίδερο στην πρίζα.
Τα νεύρα της πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, το τζιν δεν έστρωνε με τίποτα. Σκέφτηκε να ανεβάσει τη θερμοκρασία στο μάξιμουμ, αλλά αυτό έκανε χειρότερα τα πράγματα. Να στο γόνατο τόσες φορές το είχε περάσει και αυτό συνέχιζε να τσαλακώνει. Αποφάσισε να τα παρατήσει προς το παρόν και ξεκίνησε το πουκάμισο. Εδώ τα χρειάστηκε κανονικά, είχε ακούσει ότι το λινό είναι πολύ δύσκολο ύφασμα, αλλά αυτό παραπήγαινε. Δοκίμασε να ψεκάσει με Merito, πάλι όμως οι ζάρες συνέχιζαν να δημιουργούνται, μία σιδέρωνε, δύο εμφανίζονταν.
Προσπαθούσε ήδη είκοσι λεπτά χωρίς αποτέλεσμα, όταν πια έγινε έξω φρενών. Σήκωσε το σίδερο και άρχισε να τον κοπανάει στο κεφάλι, μέχρι που άρχισαν να πετάγονται τα μυαλά του έξω. Όταν ηρέμησε συνειδητοποίησε όμως ότι ήταν κακή ιδέα, δε θα κουνιόταν πλέον, αλλά τα ρούχα του είχαν γεμίσει με αίματα, δεν είχε νόημα να τα σιδερώσει. «Τσάμπα τόσος κόπος» σκέφτηκε απογοητευμένη. Άρχισε να λύνει τα χέρια του και τα πόδια του από τα ξύλα του κρεβατιού, έπρεπε να τον κατεβάσει κάτω για να βάλει και τα σεντόνια στο πλυντήριο.


[Όσοι σκέφτηκαν ότι για άλλη μια φορά η φαντασία μου οργίασε, καλό θα ήταν να κάνουν μια επίσκεψη σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον μπλογκ. Μια προηγούμενη ιστορία της Λίτσας μπορεί να διαβάσει κανείς εδώ.]

25 σχόλια:

Lex_Luthor06 είπε...

Μου έχει τυχει κι εμενα (οχι να με σιδερωσουν)

Διαβάσω κάποια εξωφρενικη αληθινη ειδηση και σκεφτομαι να γράψω μια ιστορια πανω της. Αυτες οι αληθινες ιστοριες ομως ειναι τοσο απιστευτες που φοβαμαι μηπως με κράξουν.

αμμος είπε...

Αγαπητέ Λεξ,
Αφού πήρες το βάπτισμα του πυρός στο don’t fear the critic νομίζω ότι δεν πρέπει να σε φοβίζει τίποτα (πέρα βέβαια από τον ανεκδιήγητο Σούπερμαν). Αλλά ακόμα και αν σε κράξουν, ένα σχόλιο άφησέ μου και έρχομαι αμέσως στο πλευρό σου με αμμοθύελλες αφηγηματολογίας και μεταμοντέρνους λίβες, μπουχός θα γίνουν οι επικριτές.
Σοβαρά τώρα, ένα από τα στοιχεία της γραφής σου που μου αρέσουν πολύ είναι ότι τα κείμενα σου επικοινωνούν συνειδητά με άλλα κείμενα, ενώ μπορείς να έχεις επιτυχημένα πολλές φωνές ως αφηγητής. Νομίζω δηλαδή ότι ένα τέτοιο κείμενο θα σου ταίριαζε πολύ.

Τυπος Νυχτερινος είπε...

Μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε!

Θα τα λέμε:)

Καλημέρες

Ανώνυμος είπε...

Διαβάζω μία προς μία τις ιστορίες της Λίτσας. Απόδειξη ότι η συγκατοίκηση μου έχει σπάσει τα νεύρα! Σαν πολύ θόρυβο να κάνει την ώρα που διαβάζω και δε μ'αρέσει...

Φωτούλα Τζιώντζου είπε...

Κομματάκι ααυλλόγιστη τη βρίσκω τη μικρά. Έχεις δοκιμάσει να βγάλεις λεκέδες απο αίμα; Κατά τα άλλα αυτό αποτελεί το όνειρο κάθε νοικοκυράς που σέβεται τον εαυτό της, ορθογραφημένης ή ανορθόγραφης.
Καλό σου βράδυ

αμμος είπε...

Καλώς τους!

Αγαπητή Nosyparker,
λες τελικά να ισχύουν οι φήμες ότι βρίσκεις γκόμενα/ο μέσα από τα μπλογκ; Για να δούμε, για να δούμε. [Σε ευχαριστώ πολύ καλή μου, η ιδέα σου είχε πολύ γούστο.]

Αγαπητή Νυχτερινέ Τύπε,
έτσι είναι, νυχτερινός τύπος εσύ, σκοτεινός και αιματηρός εγώ, ομολογουμένως ταιριάζουμε. Σε ευχαριστώ και για το λινκ.

Καλή μου Μάγια,
ήρθες στο πλέον κατάλληλο μπλογκ, που όχι μόνο ενημερώνει για ποικίλους τρόπους δολοφονίας αλλά δίνει και πηγές για επιπλέον διάβασμα (Έγκλημα και τιμωρία). Αν πάντως τη σκοτώσεις έλα από το μπλογκ μου να σε κρύψω σε κανένα χωριό Βεδουίνων, μέχρι να πάψουν να σε ψάχνουν.

Αγαπητή Νερίνα,
υπάρχει και ένα ποίημα της Κατερίνας Γώγου που τώρα το θυμήθηκα, με μια νοικοκυρά που κάνει διάφορες δουλειές του σπιτιού και στο τέλος πνίγει τον άντρα της με το καλώδιο από το σίδερο (αφού έχει διαβάσει το ωροσκόπιο της στη Γυναίκα). Να είσαι καλά.

Τίποτα είπε...

Η Σπυρι-δούλα...Τι μου θύμισες:)Επιχείρημα φοβερό και τρομερό που χρησιμοποιούσε η μάνα, για να μας πείσει πως είμαστε πολύ τυχερά που δε μας σιδέρωσε κανείς. Μέχρι τότε.
Και η Λίτσα σου, πάντα απολαυστική:)

αμμος είπε...

Καλό μου τίποτα,
σε ευχαριστώ πολύ. Το Σπυρι-δουλα το έγραψες κι έγραψε.

Θεριό Ανήμερο είπε...

Εμένα αποκάλεσες γκόμενα;;;;

Helix Nebulae είπε...

Να γαμπρός, να μάλαμα! Και ποιός σου λέει αγαπητέ έρμε ότι η δεσποινίς με την οποία σε προξενεύουν δεν θα αποδειχτεί μία δεύτερη Λίτσα; Ξέρεις τι ανωμαλία κυκλοφορεί στο διαδίκτυο; Ή μήπως φαντάζεσαι πως όσοι ξέρουν ορθογραφία είναι ακίνδυνοι; Πρόσεχε παιδί μου μ' αυτές τις μυστήριες τις μπλογκερούδες, ακόμα και τα πληκτρολόγια τους είναι επικίνδυνα. Άσε που οι μισές τουλάχιστον είναι άντρες :-ΡΡΡΡΡΡ

αμμος είπε...

Αγαπητό Θεριό,
ναι. Αν αυτοπροσδιορίζεσαι διαφορετικά, πες το μου και μετά χαράς θα σε αποκαλώ όπως προτιμάς.
Καλωσόρισες!

Αγαπητέ Έλικα,
για άλλη μια φορά φέρεσαι σααν πραγματικός φίλος στα σχόλια, εκφράζοντας τις ανησυχίες σου. Σε ευχαριστώ πραγματικά. Μετά όμως από τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου κάτι έσπασε μέσα μου και αποφάσισα να ακολουθήσω τη φωνή της καρδιάς μου, αψηφώντας τους κινδύνους που με περιμένουν.

Θεριό Ανήμερο είπε...

Αυτοπροσδιορίζομαι ως δεσποινίς Θεριό. Χάρηκα πολύ.
Και όσο για τον Helix Nebulae, απαξιώ. Δεν με έχουν βρίσει ποτέ χειρότερα.
Άντρας εγώ;;;

αμμος είπε...

Αγαπητή δεσποινίς Θεριό,
σας καλωσορίζω πλέον με τον κατάλληλο τρόπο και σας φιλώ το χέρι γοητευμένος (ελπίζοντας να μη μου το δαγκώσετε, ταυτιζόμενη με την περσόνα σας). Αν δεν το καταλάβατε σφάζονται στην ποδιά σας παλικάρια, περάστε ξανά από τη Νοζυπάρκερ.

Sigmataf είπε...

Ακόμα ζούνε, όσο γράφουμε.

Σε αυτό μένω.

Фе́ммe скатале είπε...

Δεν διαβασα τιποτα, γιατι χτες αποφάσισα να βγαλω τα ματια μου αλλά ηρθα να δω αν βρηκαμε νερο

αμμος είπε...

Αγαπητέ Σιγματάφ,
εμμένουμε στη γραφή ζωντανεύοντας μνήμες και μέλλοντα, μετεωρίζόμενοι σε απροσδιόριστο χρόνο ακατάπαυστα αυτιστικά ενίοτε μιλώντας.

Καλή μου Τία – Αννέτα
Στα πηγάδια των ματιών σου είμαι βέβαιος ότι κρύβονται υπόγεια ποτάμια, με τρελούς να ταξιδεύουν πάνω σε παράξενα πλοία, απελευθερωμένοι πρόσφατα από έναν πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.

αμμος είπε...

[Επειδή δεν κατάλαβα τίποτα, προσπάθησα να απαντήσω αναλόγως. Καλωσορίσατε και οι δυο σας πάντως.]

Ανώνυμος είπε...

Ανεμοθύελλα μέσα στην έρημο μου, Άμμε μου, και που να βρεθεί μια όασις.

Άντε πάλι στοίχο για μεγάλο λαϊκό σουξέ εμπνεύστηκα

ΥΓ. Πες στο Τίποτα να θυμηθεί να κρύψει και το σίδερο

αμμος είπε...

Βρε Ρία μου, έπρεπε να πάρεις και κανένα μπαγλαμαδάκι μαζί σου στη Βαρσοβία, να παίζεις τραγούδια του Καζαντζίδη για την kako;yrga ξενιτιά και να πνίγεις τον καημό σου. Πως και δεν το σκέφτηκες;

Τίποτα είπε...

@ Προς τη Ρία τη συγκάτοικο...

Δεν τόλμησα να το πω αυτή τη φορά, Ρία μου, αλλά τώρα κοντά στα λερωμένα τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, θα βρίσκονται και τα ασιδέρωτα...

Helix Nebulae είπε...

Πολύ τσαμπουκαλεμένη η κυρία που σου προξενεύουν. Θεριό όνομα και πράγμα... Φυσικά και δεν εννοούσα εσάς μαντάμ όταν μίλαγα για άντρες. Γενικολογούσα απλώς κι έδινα πρακτικές συμβουλές στον φίλο μου :-)))

Έρμε άμμε, σ' έμπλεξα σε παίγνιον ποταπόν. Πέρνα από το μπλόγκι μου και θα καταλάβεις.

Blondie είπε...

mpouuuuuuuuuuuuxouxouxouoxuoxuxouxoxuoxuoxuouuuuuuuuuuuuuuuuuuuu!!!! emena den mou filiseis to xeri otan hr8aaaaaaa.. mpouuuuuuxouxouxouxouxouxouxouxouxou!!!! Pernw pisw oti egrapsa stis nosy.. paw na klapsw!

Фе́ммe скатале είπε...

1. OTAN HMΟΥΝ ΜΙΚΡΗ ΕΒΓΑΖΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΔΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΟΥΣ ΕΚΟΒΑ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΞΕΡΙΖΩΝΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ. ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ ΠΟΥ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ ΠΗΡΕ ΚΟΤΟΠΟΥΛΑΚΙ ΖΩΝΤΑΝΟ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΟ , ΤΟ ΠΑΤΗΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΤΙ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ.ΔΕ Μ'ΆΡΕΣΕ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ.

αμμος είπε...

Καλή μου Blondie,
έλα μην κλαις σε παρακαλώ, κάτσε να σου χαϊδέψω λίγο τα μαλλάκια, είδες, όλα θα πάνε καλύτερα, μην κλαίς άλλο,...

Αγαπητέ Έλικα,
μου προξένεψαν δύο, το ανήμερο θεριό (όνομα και πράγμα) και την ευαίσθητη blondie. Κανονικό δίλημμα, όχι αστεία.
Το παίγνιον είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον φίλε Έλικα, ανασκουμπώνομαι και γράφω.

Αγαπητή Τία - Αννέτα,
ωραία μου κάνετε το κατακερματισμένο υποκείμενο της αφήγησης μοιράζοντας την απάντησή σας στα σχόλια των συμπαικτών σας, πηγαίνετε όμως τώρα σαν καλό κορίτσι να ανεβάσετε ένα ποστ στο δικό σας μπλογκ με τις απαντήσεις σας. Θα πάψουν να σας παίζουν τα άλλα παιδάκια, αν χαλάτε το παιχνίδι τους, προσέξτε.

Ανώνυμος είπε...

Στίχοι που γράφτηκαν από τον ποιητή μετά από μιαν επίσκεψή του στο Προξενείο του Λος Άντζελες, ενώ είχε εννιά χρόνια μακριά από την Πατρίδα.

Γιώργη Χολιαστού


ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ
ΣΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Αφιερώνεται στο προσωπικό του Προξενείου


ΠΟΙΗΤΗΣ
Ψυχή, γιατί εσάστισες σαν μπήκες εκεί μέσα;
Τόσο πολύ τα πράγματα-οι άνθρωποι σ’αρέσαν;
Γιατί μου βαθυβούρκωσες; Τι αγαπητό ξανοίγεις
Κι όλες για να ’μπει διάπλατα τις πόρτες σου ανοίγεις;

Γιατί, ψυχή, μού έτρεμες; Γιατί μου εβαρυοσειόσουν;
Γιατί από με με μια κλωνά έξαφνα εκρεμόσουν;
Γιατί ,ψυχή, πετάριζες και να μου βγεις ζητούσες;
Για πού να πας; Για πού να ’ρθείς; Πού να βρεθείς ποθούσες;

Ψυχή μου ποιος παραδαρμός-ποιος σάλαγος σε δέρνει
Και λάμια ορθογυμνόστηθη στα μάτια μου σε φέρνει;
Του λυτρωμού και του χαμού παρθένο εσύ κοράσι,
Λαχτάρα ποια σε φλόγισε κι όλη έκαψες την Πλάση;

Προτού να μπούμε μέσα κει σα ζω’ δαρμένο μού ήσουν
Κι έλεγα όσα σε φωτάν κεριά κι αυτά θα σβήσουν’
Πώς άναψες; Πώς άστραψες; Πώς ξάφνου ζωπυρώθεις;
Τι άκουσες; Τι αντίκρυσες; Τι άγγιξες; Τι νιώθεις;

Ποια σίδερα που σ’είχανε μέσα κλεισμένη σπάζεις;
Με ποια μαχαίρια για να βγεις το σώμα μου σπαράζεις;
Πώς ‘σένα βλέπω το υγρό το μάτι όπου γυρνάω-
Πώς εμεγάλωσες, ψυχή, και πια δε σε χωράω;

Τι εθυμήθηκες παλιό; Τι νέο σ’έχει μεθύσει
Κι η πρωτινή σου η θωριά σα ζωγραφιά έχει σβύσει;
Τ’ ήταν αυτό που στην παλιά γλυκάστραψε τη θέση;
Τι πιο να λάμψει από σε, ψυχή, έχει μπορέσει;

Εγώ καλά σε κράταγα μαυροησυχασμένη
Και σαν μικρή και σαν σεμνή και σαν παραδομένη’
Ποιο θάμα σε ζωντάνεψε; Ποια μάγια σε μαγέψαν;
Ποιες πιο γλυκές κι απ’ του έρωτα σαγίτες σε τοξέψαν’;

Αγέρι ποιο σε χάιδεψε κι έχει σεισμός αρχίσει;
Ποια σε ακράγγιξε ομορφιά και σ’ έχει έτσι δονήσει;
Και πες μου-αχ!- πόσα φτερά ψυχή μου είχες τάχα;
Για ένα τέτοιο τάραμα δε φτάνουν δυο μονάχα.

Μία ζεστή όταν μπήκαμε μέρα του Ιουνίου
Μέσα στο δώμα του μικρού νέου μας Προξενείου,
Πες μου ψυχή, Άνοιξη ποια, μέσα στον χώρο εκείνο
Τον ευωδάτο-ν- άνθισε και άσπιλό σου κρίνο;

ΨΥΧΗ
Ποιητή, για μένα κι ας μιλάς, τίποτα δε γνωρίζεις.
Μόνο τη λέξη έπλασες «ψυχή» και την ψελλίζεις.
Μέσα σε σκότη ψάχνετε όσοι εμέ ζητάτε-
Αλλού η χάρη μου ανθεί κι εσείς αλλού κοιτάτε.

Σταμάτα τα ρωτήματα το νου σου που σκοτίζουν.
Χαρτί μολύβι μέριαστα-όλα δεν τα γνωρίζουν.
Υπάρχει κάτι-όσο κι αν, γι αυτό ελπίδες πλάθει-
Υπάρχει κάτι που ο νους ποτέ δε θα το μάθει.

Και είμαι εγώ το κάτι αυτό. Για με ανθρώπων πλήθη-
Για να με βρουν σκάψαν βαθιά μες στα πλατιά τους στήθη.
Πλήθη σοφών εθάρεψαν πως μ’είχανε γνωρίσει
Μα μέσα στη σοφία τους την άγνοια είχανε κλείσει.

Ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές, πως μ’ ένιωσαν πιστέψαν
Και με την τέχνη τους καθείς να με ειπούν γυρέψαν.
Θρησκείες μ’ αναζήτησαν, με ψάξαν ερημίτες-
Μα πάντα μόνοι απόμεναν στις κρύες τους τις σκήτες.



Θέση καμιά δε ζέστανα μέσα σε νου ποτέ μου’
Αίμα ποτέ δεν έγινα της σκέψης της αναίμου.
Σχέση καμία με του νου δεν έχω την ουσία:
Της ύλης τ’ άνθος είν αυτός-είμαι η Υπερουσία.

Και πάλι τόσο είναι απλό κανείς να με γνωρίσει...
Φτάνει στα μέρη τα σωστά μόνο να με ζητήσει.
Μα ό,τι ρωτάς θα σου το πω. Μάθε. Κι αυτή σου η γνώση
Απάντηση στα τόσα σου ρωτήματα θα δώσει.

Είμαι το αχώριστο μισό απ’ ό,τι λες Πατρίδα.
Από τις δυο του φύλλου της η μια είμαι σελίδα.
Είμαι αυτό που δίχως του, το χώμα του κι οι πέτρες
Χώμα απομένει άνευρο-άχρωμες μένουν πέτρες.

Είμαι η πάχνη του πρωιού. Της χλόης η δροσούλα.
Το χρώμα είμαι το ρόδινο στη ντροπαλήν αυγούλα.
Είμαι ο αχνός ο καυτερός απ’ των ηρώων το αίμα
Που ρέει καλοτάξιδο στης λευτεριάς το γνέμα.

Είμαι της κάθε ελληνικής νεροπηγής η λάμια.
Είμαι του αγέρα φύσημα μες στα χλωρά καλάμια.
Είμαι το γλυκομούρμουρο του ρυακιού-το μύρο
Που ο ποθοπλάνταχτος σκορπάει βασιλικός τριγύρω.

Είμαι η χάρη του αηδονιού προτού αυτό να υπάρξει,
Και τη ζωή επερίμενα την πρώτη να χαράξει
Και τ’ ουρανού του ελληνικού να δω το πρώτο αηδόνι
Για να του γίνω η φωνή που σβήνει και λιγώνει.

Είμαι η κραυγή της ύπαρξης. Είμ’ η ανατριχίλα
Όπου ο Θάνατος σκορπά μες στης καρδιάς τα φύλλα
και με λαχτάρα επρόσμενα τον έλληνα τον πρώτο
Για να ’μπω ως μού ’χεν οριστεί μες στο ζεστό του χνώτο.

Αφότου ο κάσμος πλάστηκε-αφότου η γης υπάρχει-
Αφότου είδανε το φως οι ελληνικοί οι βράχοι
Είμαι όποια εφύσησε πνοή στο χώμα πάνω εκείνο-
Κι ό,τι εδοξάστηκεν εκεί, μέσα μου εγώ το κλείνω.

Του Αχιλλέα είμ’ η αντρειά και του Δυσσέα ο Πόνος.
Κι είμαι του Αγαμέμνονα ο μιαρός ο φόνος.
Τ’ άμετρο είμαι ψήλωμα που ’δωσε στην Ελλάδα
Του Διάκου η αποθέωση και του Καψάλη η δάδα.

Της ελληνίδας είμαι γης η αύρα η ζωοδότρα.
Στα δέντρα της το άνθισμα. Το ψήλωμα στα χόρτα.
Είμαι ο αχός απ’ τις κραυγές του δουλωμένου γένους
Όταν, στο αίμα πλέοντας, κατάτρεχε τους ξένους.

Είμαι το δέσιμο γερά της δόξας με καθένα
’π’ τα ιερά τα φλάμπουρα τα αιματοβαμμένα.
Κάθε χωμάτινου εγώ είμαι η δόξα σβώλου
Κατ’ απ’ το διάφανο το μπλε τ’ ουράνιου μου του θόλου.

Το ήσυχο κουβέντιασμα είμαι μετά το δείπνο
Της συντροφιάς της βραδινής μέχρι να πάει για ύπνο.
Και είμαι η ενθύμηση της πρωτινής ζωής σου
Όπως την έζησες εσύ αλλά κι εγώ μαζί σου.

Είμαι το χρώμα τ’ουρανού στη φλογισμένη δύση.
Είμαι το βέλασμα του αρνιού στο σκότος πριν βυθίσει.
Η γλώσσα ειμ’ η ελληνική, η πρώτη εκείνη, η μία,
Και των τριών χιλιάδωνε χρονών της τα μνημεία.

Του καθ’ Εφιάλτη μου ειμ’ εγώ η όποια προδοσία.
Των σκοτεινών των χαραδρών η νύχτια ησυχία.
Είμαι των δούλων οι αρές που ηχώντας στον αιώνα
Θα κηλιδώνουν το λαμπρό το φως του Παρθενώνα.

Μα όλ’ αυτά εσβύστηκαν σαν έφυγες στα ξένα
Παίρνοντας βέβαια μαζί αθέλητα κι εμένα.
Και θόλωσαν οι θύμησες και νέκρωσαν οι εικόνες,
Που παρηγόριες μου ήτανε και συντροφιές μου μόνες.

Και χώρισα από κάθε τι που ως τότε ήταν δικό μου-
Από ποτάμια, από δεντρά κι από τον ουρανό μου.
Και μείναν κείνα έρημα κι έμεινα εγώ μονάχη
Πιοτί πικρό τη θύμηση ο ένας τ’ άλλου να ‘χει.

Κοντά τους πρώτα ήμουνα΄ και ξενητειάς φαρμάκι
Το τ’ είναι δεν εγνώριζα και νόστου άγριοι δράκοι’
Κι αξύπνητο κοιμότανε μέσα μου το θηρίο
Που τώρα ερμιά εξέχυνε στα μύχια μου και κρύο.

Από το χώμα μακριά που μ’είχε αναθρέψει
Όλα τ’ αβρά μου νάματα μού είχανε στερέψει.
Σε ποια πουλιά να χάριζα φτερά; Εδώ άλλα έχουν.
Σε ποια ρυάκια μούρμουρο; Μ’ άλλη βοή εδώ τρέχουν.

Και πώς να εχαιρόμουνα μακριά από τη χαρά μου;
Για ποιον-για τι να τ’ άνοιγα τ’ άχρηστα πια φτερά μου;
Σε τι να έδινα φωνή; Σε τι ζωή κι ελπίδα;
Σε τι αφού δεν ήμουνα-δεν είχα πια Πατρίδα;

Κι ήμουν σαν κάτι ανύπαρκτο μα και που θέλει κάτι.
Σα μες σε τάφο μα και σαν στου πόνου το κρεβάτι’
Ήμουν εγώ από τη μια κι εγώ δεν ήμουν πάλι’
Κι όλα γυρνούσαν γύρω μου σ’ αργή αργή μια ζάλη.

Τώρα ένα δέντρο ήμουνα ρικνό και ξεραμένο.
Περιστεριού ολόλευκο κορμί μπαλσαμωμένο.
Που πάλι δεν περίμενε ποτέ να ξανανθίσει-
Που κάθε θέληση ζωής εντός του είχε σβήσει.

Κι ως τα παλιόχαρτα ψηλά μια δίνη στέλνει αέρα,
Έτσι εβρέθηκα κι εγώ στο Προξενείο μια μέρα.
Κι η λίγη ώρα που σ’ αυτό το κτίριο είχα μείνει
Μου έχει ανοίξει την πληγή που πια δεν ξανακλείνει.

Ξανά ενώθηκα εκεί μ’ αυτό που είχα χάσει.
Ξανά ενώθηκε μ’εμέ ό,τι με είχε χάσει.
Μαζί μου εδέθηκε και να! ξανάγινα Πατρίδα!
Μαζί μου εδέθηκε και να! ξανάγινε Πατρίδα!

Αυτό που κάποτε έχασα να ’το! Το ξαναβρήκα!
Κι αυτή ’ταν η ακριβότερη ποτέ που ’δόθη προίκα.
Και η πολύφερνη εγώ και τυχερή ήμουν κόρη
Με της Ελλάδας που έσμιγα τους κάμπους και τα όρη.

Κι από νεκρή αναστήθηκα. Κι από τον πόνο βγήκα.
Και μια πνοή με φύσησε κι αυτή γεμάτη γλύκα.
Μέσα εκεί εφτερώθηκα ξανά-γι αυτό με είδες
Γεμάτη ορμή πρωτόφαντη και στέριες τώρα ελπίδες.

Στα μέρη ετούτα που άγνωστος και ξένος εγυρνούσες
Στο περιστέρι που νεκρό μέσα σου εκουβαλούσες
Ήρθ’ η ζωή-τα πριν ξερά του δέντρου τα κλωνάκια
Φύλλα κι ανθούς γεμίσανε και χαρωπά πουλάκια.

Κι αν να ’βγω από μέσα σου ήθελα λες-τι λάθος!
Να σε τραβήξω επάσκιζα προς του κτιρίου το βάθος.
Ρίζες εκεί να δέσουμε κι εγώ κι εσύ κι ω! θάμα!
Εκεί αιώνια κι άφευγα να μείνουμε αντάμα!

Μια πέτρα από τους τοίχους του να γίνουμε. Θηκάρι
Από ’να του αντικείμενο χαμένο στο συρτάρι.
Μολύβι στο γραφείο του-στον τοίχο του κρεμάστρα
Και κάθε εχθρού του να ’μαστε ορμή εμείς χαλάστρα.

Εκεί!.. Εκεί να μείνουμε!..εκεί...εκεί...κοντά του...
Κοντά του ζούμε μοναχά-πεθαίνουμε μακριά του!
Να μείνουμε! Να μείνουμε! Να μείνουμε αιώνια
Στις αψηλές όπως κορφές τ’ άλυωτα μένουν χιόνια.

Να είμαστε ό,τι νιώθουμε... Να ’μαστε ό,τι ποθούμε...
Μέσα στις πέτρες, στα νερά, στα ξύλα του να ζούμε...
Να μείνουμε! Ν’ αφήσουμε στο χώμα του-φαντάσου!
Εγώ την πεμπτουσία μου κι εσύ τα κόκαλά σου!..

Να μείνουμε Να ζώσουμε πάνοπλα την ειδή του!
Να νιώσει τη φροντίδα μας κι εμείς τη θαλπωρή του!
Να μείνουμε! Να μείνουμε! Να μη μας ξαναπάρει
Κανείς, ούτε απ’ το πόδι μας στο χώμα του τ’ αχνάρι...

Στ’ αγαπημένα σπλάχνα του αίμα του να κλειστούμε
Και μέσα στους αιμάτινους γύρους του να χαθούμε.
Όσο η γη –να μείνουμε! –στα χάη τριγυρίζει
Τίποτα από την έγνια του να μη μας ξεχωρίζει.

Ω! Συ! Φτέρωμα αφτέρωτο! Ω! Ξυπνητό όνειρό μου!
Ω! Φευγαλέα γλυκειά μορφή γεμάτου όχλο δρόμου!
Ω! Σώμα!..δεν εμπόρεσα ν’ αλλάξω τη βουλή σου-
Κι έφυγες πάλι από κει...και πάω κι εγώ μαζί σου...

Ω! Μοίρα μου κακόγνωμη...Κι έκλεισα τα φτερά μου
Κι έκατσα πάλι άχαρη κι απέλπιδη εδώ χάμου.
Και νιώθω σα μιαν άχρηστη...και νιώθω απελπισμένη
Όλου του κόσμου σαν η οργή πάνω μου να βαραίνει...


ΠΟΙΗΤΗΣ
Κι εγώ καλή μου ένιωσα όπως κι εσύ έχεις νιώσει..
Στον ίδιο πόνο η ξενιτιά τους δυο μας έχει ενώσει.
Κι η μαύρη να πώς μ’ έκανε πληγή να τραγουδήσω
Αμέσως όταν βγήκαμε από κει-πρι σου μιλήσω...

Κι άκου τι απευθυνόμενος στους άγνωστούς μου φίλους-
Στου Προξενείου μας τους καλούς και άξιους υπαλλήλους-
Άκου τι λόγια έπλεξα που μοιάζουν-για φαντάσου-
Με όσα σα μ’ απάντησε μου είπε η αφεντιά σου:

¨Μες στη ζωή για πρώτηνε λυπήθηκα φορά μου
που στο Δημόσιο τέλειωσε γρήγορα μια δουλειά μου.
Φίλοι μου δεν μπορούσατε να με καθυστερείστε
και λίγη ακόμα μέσα ’κεί ώρα να με κρατείστε;

Φίλοι μου αν ηξέρατε τι νιώθει όποιος μπαίνει
Μέσα στο Προξενείο μας και λίγο εκεί σα μένει,
περήφανοι θα νιώθατε σ’ αυτό που υπηρετείτε-
Που μία θέση όπως αυτή έλαχε να κρατείτε.

Μα βέβαια και δεν ξέρετε. Ξέρει εκείνος μόνο
Που την πατρίδα πριν πολύν έχει αφήσει χρόνο
Κι ενώ μέσα στη σκέψη του την έχει νύχτα μέρα,
Όμως ξανά δεν μπόρεσε να πάει εκεί πέρα.

Ξέρει εκείνος που γι αυτόν η γλώσσα είναι η ξένη
Μαχαίρι που όλο πιο βαθιά μες στην ψυχή του μπαίνει.
Που αγαπάει στων γυναικών τα γαλανά τα μάτια
Κάποιων γαλάζιων ουρανών τα φωτεινά τα πλάτια.

Ξέρει αυτός που του ψωμιού η θέα μπρος του απλώνει
Χρυσοκυμάτισμα σταχυών και θέρισμα κι αλώνι.
Αυτός όπου ανήμεροι δράκοι βρουχιούνται εντός του
Του Χωρισμού ο Θάνατος, η Κόλαση του Νόστου.

Ξέρει αυτός που των πουλιών το λάλημα των ξένων
Θρηνεί επάνω σε κορμιά ελπίδων πεθαμένων.
Εκείνος όπου θ’ άλλαζε τρεις ξενιτιάς αιώνες
Με τρεις στον τόπο του στιγμές-με τρεις στιγμούλες μόνες...

Ξέρει αυτός που καθεμιά της ξένης γλώσσα λέξη
Μακάβριο επίγραμμα έρχεται στον τάφο του να πλέξει.
Ξέρει αυτός που με πικρό θα ψιθυρίζει στόμα
«Πατρίδα», ακόμα κι όταν μπει για πάντα μες στο χώμα.

Πώς κάποιος όπου επέθανε και στο βαθύ σκοτάδι,
μένει του Άδη κι ήλιου φως πια δεν προσμένει να ’δει,
Ξάφνω μια μέρα στη ζωή πάλι ξαναγυρίζει
Κι ο δίσκος πάλι ο χρυσός του ήλιου τον φωτίζει...

Πώς, κάποιος που άπελπα ποθεί γυναίκα αγαπημένη,
Και κάθε μέρα ο πόθος του αντί να σβει αξαίνει,
Βλέπει ένα βράδυ (ποιος θα πει πως την αγάπη ξέρει)
Να τον καλεί ερωτικά το λατρεμένο χέρι...

Έτσι κι εγώ μες στο ζεστό γραφείο σας σαν μπήκα,
Όσα χαμένα ήταν καιρό (ή άγνωστα μέναν;) βρήκα΄
Κι ό,τι ζητούσα στη ζωή το βρήκα μες στο χώρο
Του Προξενείου μας-εδώ, που κάθε τι του δώρο.

Μες στην Ελλάδα βρέθηκα κι ελληνικά μιλούσα’
Κι όλοι με καταλάβαιναν-κι όλους τους εννοούσα!
Συνεννογιόμουνα ξανά! Ελπίδες ξαναζήστε!
Ναι! Λογισμοί μου, Γλώσσα μου! Όχι! Νεκρά δεν είστε!

Όχι! Δε βρίσκομαι στη γη επάνω μοναχός μου!
Δεν είμαι το περίγελο ενός αγνώστου κόσμου!
Κάποιοι μιλούν όπως μιλώ! Γελούν μ’ ό,τι γελάω!
Κάποιοι με νιώθουν σα μιλώ-δε χάθηκα-δεν πάω...

Κι αυτή τη χώρα όπου ζουν άνθρωποι σαν και μένα
θα τη βοηθήσω όπως μπορώ όσο ειμ’εδώ στα ξένα’
κι όσο πιο γρήγορα μπορώ θα τρέξω εκεί-κοντά της
να ’μαι σε κάθε της κακό βοηθός της και προστάτης.

Μες στη ζωή τη λίγη μου και τη μικρή-τι λάθος
Γι αλήθειες τάχα υψηλές να ψάχνω εγώ με πάθος,
Ενώ μπροστά μου έχω-εδώ!- τη μόνη την Αλήθεια-
Τι λέω μπροστά μου...μέσα μου... Την κλείνω μες στα στήθια...

Κι ειν’ η Πατρίδα η μοναχή πάνω στη γη Αλήθεια.
Ω! Σολωμέ! Ω! Λείψανα ηρώων μου άγια πλήθια!
Μία ζωή ολόκληρη έπρεπε να περάσει
Για να μπορέσει η σκέψη μου στη σκέψη σας να μοιάσει...

Για χρόνια έπρεπε άπελπος στα ξένα να γυρνάω
Ώσπου στο Προξενείο μας να χρειαστεί να πάω
Και να ’δω εκεί ολόφωτη μπρος μου να ξεπροβάλει
Η Ελλάδα: κι έτσι υπέρκαλλη όπως ποτέ της πάλι.

Αυτό Πατρίδα είναι λοιπόν! Άνθρωποι μ’ ίδια Γλώσσα!
Και μες στη Γλώσσα τι καημοί! Και καρδιοχτύπια πόσα!
(Αν απ’ τα ζώα τα ευτυχή ο λόγος μάς χωρίζει
στη δυστυχιά μας ο καθείς συμμάχους ας γνωρίζει)

Και τι ευτυχίας κύματα...τι περηφάνιας ρίγη
Η ώρα που ’μεινα εκεί μού χάρισε η λίγη...
Τι συναισθήματα υψηλά με πλημμυρίσαν νέα
Όταν τη γαλανόλευκη αντίκρυσα σημαία...

Λοιπόν αυτό είναι το πανί που πάνω του υφασμένα
Του Γένους μας και της Φυλής έχει τα Πεπρωμένα’
Κι είναι του Έθνους η Ψυχή που στα ύψη πλαταγίζει
Και «σκέπε με» και «κράτα με ψηλά» λες ψιθυρίζει.

« Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει...»
Πόσο άργησε το νόημα του στίχου εντός μου να ‘μπει...
Πατρίδα μου Σε γνώρισα! Σ’έμαθα! Σ’αγαπάω!
Μέσα στους λάτρεις Σου κι εγώ δέξου το να μετράω!

Κι όρκο σου κάνω δένω (αλλά τι; Χρειάζονται όρκοι τώρα;)
Πως όσα από τη χάρη σου όμορφα επήρα δώρα
Διπλά, τριπλά, τετράδιπλα θα σου τα φέρω πίσω
Κι αν το χρειαστείς για σένανε το αίμα μου θα χύσω.

Κρατήστε τις Οκτωβριανές και Μάρτιες επετείους.
Κρατήστε και τους λόγους σας τους κείνων ανταξίους.
Δε θέλω εγώ κεντρίσματα για να ’μαι πατριώτης-
Δεν έχει ανάγκη από κεριά του ήλιου η λαμπρότης.

Γι άλληνε μια φορά εγώ βαφτίστηκα εδώ πέρα.
Και τ’ όνομά μου ηχεί το νιο πέρφανα στον αγέρα.
Και τ’ όνομά μου: «Έλληνας!»΄ κι η δόξα μου Ελληνίδα.
Κι αυτή ’ναι η μόνη μου χαρά κι η μόνη μου ελπίδα.

Τώρα γνωρίζω πια καλά ποιος είν’ ο προορισμός μου
Μες στην πολυπλοκότητα του γήινου του κόσμου.
Κι είναι αυτός ο προορισμός η αγάπη της Πατρίδας΄
Κι είναι το κράτημα άριχτης όποιας στη μάχη ασπίδας.

Κάπου ανήκω πια κι εγώ μέσα στης γης τα πλάτη.
Κι από το τίποτα κι εγώ γίνομ’ εκεί ένα κάτι.
Κι αυτό το κάτι αόριστο δεν είναι και μακριά μου-
Είναι εδώ-αχ! Ήτανε...—βρίσκετ’ εδώ, κοντά μου.

Και είν’ ως τα ουράνια το κάτι αυτό υψωμένο’
Κι απ’ ό,τι μου καλλίτερο υπάρχει είναι θρεμμένο.
Και πλημμυράει αθώρητα όλη μου την ουσία-
Τους δυο μας μία σύμπνοια μάς δένει εξαισία.

Κι αυτό το κάτι μέσα του κλείνει όλα τα ωραία
και κάθε Τέλειας Ομορφιάς ειν’ η γεννήτρα Ιδέα.
Και με δονεί...και με πονά...με τυραννάει...με καίει...
Και «ειμ’ εδώ!» κάθε στιγμή, κάθε λεφτό μού λέει.

Μα δε μιλάει-όχι!- Αυτή. Αυτή ’φωνή η βύθια,
Από τα δικά μου τα πικρά γλυκαναβρύζει στήθια!
Κι ανοίξανε τα μάτια μου και επιτέλους: είδα-
Η ζωή μου! Η ανάσα μου! Αυτή ’ναι η Πατρίδα!

Κι έτσι απαλά κι έτσι βαθιά νικήτρα εντός μου μπαίνει
Που άδολη θα την έλεγα και φλογερή ερωμένη.
Θεοί! Μήπως το χάδι της ασύνειδα ζητούσα
Όταν για χάδι και φιλί γυναίκειο λαχταρούσα;

Ή μην η ασταμάτητη ροή που είν’ η ζήση
Απ’ τη δική της ξεκινά την κρυσταλλένια βρύση
Και οδηγεί πάλι σ’Αυτήν η Πύλη του Θανάτου
Όποιαν ζωή το δρόμο της τελειώνει εδώ κάτου;

Φιλοσοφίες όμως φτηνές εδώ ας μην αρχίσω
Γιατί και τίποτ’ απ’ αυτές δε θα ’χα να κερδίσω:
Απ’ τη στιγμή που ένιωσα Πατρίδα τι σημαίνει
Ο χωρισμός μου απ’ αυτήν διπλά θα με πεθαίνει.

Όμως η ώρα έφτασε φίλοι, να σταματήσω
(Α! Πόσο λίγες μπόρεσα στο ποίημα αυτό να κλείσω
απ’ τις πληγές που ανοίγουνε του Νόστου τα Μαχαίρια
που μ’ αξιοσύνη Αυτός κρατεί σφιχτά στα δυο Του χέρια...)

Ας είναι. Φίλοι μου λοιπόν ευχαριστώ κι αντίο.
«Αντίο» γιατί δε θα ’ρθω πάλι στο Προξενείο
κι «ευχαριστώ» γιατί εκεί, κοντά σας, ξαναείδα
την ποθητή μου, τη γλυκειά, την όμορφη Πατρίδα».

Αυτά τα λόγια είπα κι εγώ. Μα ό,τι κι αν ειπούμε
Πάλι στον ίδιο, τον φριχτό, Ψυχή, εφιάλτη ζούμε:
Ό,τι πολύ αγαπήσαμε να βρίσκεται μακρυά μας
Και δίπλα μας να το ’χουμε μόνο στα όνειρά μας.

Μα πάμε τώρα. Το μακρύ δεν τέλειωσε ταξίδι.
Κι αντίς για δρόμο ας σέρνεται μπροστά μας ένα φίδι,
Πρέπει να προχωρήσουμε.

ΨΥΧΗ
Για λίγο αν μας αφήσουν,
Η μοναξιά κι η ερημιά διπλές θα μας γυρίσουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αυτές μας εξουσιάζουνε. Αυτές μας κυβερνάνε.

ΨΥΧΗ
Πόθο ό,τι ανάβει που δε σβει, καταραμένο να ‘ναι.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αδημονεί ο δρόμος μας. Κοιτάζει αν περπατάμε.
Κι είναι ο μόνος που ’χουμε…δος μου το χέρι...

ΨΥΧΗ
Πάμε.

Γιώργης Χολιαστός