CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.6.07

Για το δάσος

Με αφορμή την πρόσφατη πυρκαγιά της Πάρνηθας, ξεκίνησαν δύο πρωτοβουλίες στην ελληνική μπλογκόσφαιρα, με σκοπό την από δω και πέρα προστασία του καμένου δάσους. Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε διαδικτυακή κινητοποίηση οφείλει να είναι οικολογικά ενήμερη, πολιτικά προβληματισμένη και να συνδεθεί με αντίστοιχες πρωτοβουλίες εκτός μπλογκόσφαιρας. Σας προτείνω πάντως να επισκεφθείτε αυτά τα δύο μπλόγκ: το anadasosi και το makeathensgreen.
Ειπλέον, η Ελαφίνη (όντας καθ' ύλην αρμόδια) κινητοποιήθηκε συγκεκριμένα για τα ελάφια της Πάρνηθας και θα μας κρατήσει ενήμερους/ες για το πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε.

29.6.07

Λεπιδόπτερα [Ο βίος των εντόμων IV]

Η Έμμυ χάιδεψε τη στιλπνή επιφάνεια του γυαλιού και ξεκίνησε να στρίβει το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Το άναψε, το κάπνισε, το έσβησε και ο κόκκος της άμμου αιωρούνταν στο ίδιο ακριβώς σημείο, τρία εκατοστά πάνω από το σωρό, στον πάτο της κλεψύδρας. Αναστέναξε. Πήρε την κλεψύδρα στα χέρια και άρχισε να την τραντάζει με δύναμη, ξέροντας βέβαια πόσο μάταιο ήταν. Ο κόκκος θα παρέμενε αμετακίνητος στη θέση του, όσο και να προσπαθούσε, δε βρίσκονταν παρά στο μέσο της εβδομάδας. Έστριψε κι άναψε ένα ακόμα τσιγάρο.
Αυτή η μορφή ζωής ήταν σίγουρα πιο πολύπλοκή, αλλά ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά. «Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να επιλέξω το άλλο» σκέφτηκε «γιατί δεν το κάνω;». Δεν είχε απογοητευτεί από τη ζωή των ανθρώπων, αλλά από τη βραδύτητά της, από την ανικανότητά τους να μαθαίνουν γρήγορα, την εμμονή τους να κάνουν τα ίδια λάθη.
Σηκώθηκε και σήκωσε την κλεψύδρα ψηλά, πάνω από το κεφάλι της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε ποιος θα φροντίζει τις γάτες της και δείλιασε. «Κάποιος θα βρεθεί.» απάντησε στον εαυτό της και πέταξε με δύναμη την κλεψύδρα στο μαύρο μάρμαρο.
Το κρύσταλλο έσπασε και διασκορπίστηκε παντού στο χώρο, μικρά κομματάκια που λαμποκοπούσαν, ενώ η άμμος έπεσε κι αμέσως μετά ανασηκώθηκε σε ένα γκρίζο ανεμοστρόβιλο, που την τύλιξε για να τη μεταμορφώσει. Όταν με έναν υπόκωφο ήχο τα κρυσταλλάκια και η άμμος χάθηκαν από το δωμάτιο, μέσα στα φορέματα της Έμμυς μπουσουλούσε μια πολύχρωμη κάμπια, με αστραφτερές βούλες που ιρίδιζαν.
Το δωμάτιο της φαίνονταν πλέον απίστευτα μεγάλο, ενώ τα χωρίσματα ανάμεσα στις μαρμάρινες πλάκες έμοιαζαν με τάφρους, που χρειάζονταν πολλή υπομονή για να τις περάσει. Ευτυχώς ο πλατύφυλλος φίκος της ήταν κοντά, είχε προνοήσει να τον βάλει δίπλα από το σημείο που στεκόταν. Χρησιμοποίησε τις μικρές βεντούζες των ποδιών της για να ανεβεί στην πήλινη γλάστρα και μετά στο λείο κορμό. Ξαπόστασε για λίγο σε ένα φύλλο και άρχισε να το μασουλάει ηδονικά, για να ξανακερδίσει τις δυνάμεις της.
Σίγουρα πέρασε κάποιες ώρες της έτσι, δε μετρούσε όμως πια το χρόνο και δεν την ένοιαζε, περισσότερο το καταλάβαινε από τις γάτες της που νιαούριζαν και την αναζητούσαν. Έπρεπε μάλλον να υφάνει το κουκούλι της, δεν ξεχνούσε ότι πλέον είχε μόνο μια μέρα μπροστά της. Έφτυσε αρκετό από το κολλώδες υγρό σε μια άκρη του φύλλου και αφέθηκε να πέσει προς τα κάτω, αιωρήθηκε πέρα δώθε και αμέσως μετά άρχισε να τυλίγει τον εαυτό της με τις εκκρίσεις της. Αποκοιμήθηκε περίεργη για τη μεταμόρφωσή της.
Όσο ήταν άνθρωπος της άρεσε πολύ το μαύρο χρώμα, έτσι έβαφε τα μαλλιά της και είχε πολλά τέτοια ρούχα, δεν της έκαναν λοιπόν εντύπωση τα φτερά της. Περισσότερο ανησύχησε αν θα έβρισκε κάποιο ταίρι, δε θυμόταν να είχε δει πολλές μαύρες πεταλούδες στις μεγάλες βόλτες που έκανε παλιότερα στη φύση. Δεν είχε καλά καλά ολοκληρώσει τη σκέψη της, όταν ένα πανομοιότυπο αρσενικό μπήκε μέσα από το παράθυρο. «Ήρθε λοιπόν και ο καιρός του έρωτα» σκέφτηκε και πετάρισε χαρούμενη κοντά του.
Ένωσαν τις κοιλιές τους και κοίταξαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Το πέος του μπήκε γρήγορα μέσα της και εκσπερμάτωσε αμέσως, αφήνοντας το σπέρμα του να κυλήσει στον ειδικό σάκο της. Πέταξαν για λίγο με χάρη ολόγυρα στο δωμάτιο, αλλά αυτή τον εγκατέλειψε για να γεννήσει, ήδη ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του. Όσο απίθωνε το πρώτο της αβγό, τον είδε με ένα από τα μάτια της να βγαίνει από το ίδιο παράθυρο που είχε μπει. Άφησε ένα σπερματόζωό του να κυλήσει πάνω στο αυγό και γέννησε το δεύτερο και τελευταίο της, αφήνοντας πάλι ένα σπερματόζωο πάνω του. Απομακρύνθηκε λίγο από τα αβγά και έγειρε αποκαμωμένη πάνω στα φτερά της, παρακολουθώντας τα δύο αβγά να μεγαλώνουν ταχύτατα.
Λίγο πριν σβήσουν για πάντα τα μάτια της, με το τελευταίο φως της ημέρας, είδε τα δύο αβγά να σκάνε, για να αποκαλύψουν ένα νεαρό κορίτσι που της έμοιαζε πολύ και μια κλεψύδρα, όμοια με αυτή που είχε σπάσει στην αρχή της ημέρας.

[Τα τέσσερα τραγούδια αυτού του ποστ προέρχονται από το δίσκο «Λεπιδόπτερα» της Λένας Πλάτωνος.]

27.6.07

Η μεγάλη απόδραση

Έβαλα μόνο νορμάλ ροκ αυτή τη φορά (παλιά, καινούρια, brit, lo-fi και δυο- τρία αγαπημένα παλαβά) όρεξη να ’χετε να κατεβάζετε, 16 είναι ζωή να ’χουν και είναι με σειρά -μη μου κουράζεστε, εσείς φτιάξτε μόνο το φραπέ!


-Κατηγορούμενε, τι δηλώνεις; Τον ρώτησε η δικαστής με βλέμμα παγωμένο.
-Είμαι αθώος.
-Tony Lorando, ντροπιάζεις το ανθρώπινο είδος! Είπε εκείνη αφήνοντας τα γυαλιά της με φόρα πάνω στο έδρανο. Όχι απλά βίασες την Olga Horizostava, όχι απλά την εγκατέλειψες αλλά αρνείσαι πεισματικά να δεχθείς την αναγνώριση του τέκνου σας, παρά την επιβεβαίωση πατρότητας που έγινε μέσω dna. Για τελευταία φορά θα σε ρωτήσω: σκοπεύεις να αναγνωρίσεις το παιδί και να προσφέρεις στην παθούσα διατροφή για το παιδί σας;
Ο Tony της χαμογέλασε, σάμπως τα λευκά πιτσούνια που στέκονταν προσοχή στο στόμα του θα μπορούσαν να αφοπλίσουν τα μαύρα κοράκια που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει καταπάνω του. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
-Tony Lorando καταδικάζεσαι σε ποινή φυλάκισης 8 ετών για βιασμό, εγκατάλειψη θύματος, ηθικές και σωματικές βλάβες. Η εγγύηση ορίζεται στα $4.500.000. και σε περίπτωση καταβολής θα δοθεί στην παθούσα ως εφάπαξ διατροφή για το έγκλημα σου. Μπορείς να αποχαιρετήσεις την οικογένειά σου –δώστε του 3 λεπτά, είπε στους φύλακες.

Ο Tony γούρλωσε τα μάτια, «όχι δεν» και έπειτα το μόνο που θυμάται είναι τη μάνα του να φωνάζει, την αδερφή του να του πιάνει το χέρι κι ένα συγγενολόι να προσπαθεί να πέσει πάνω του για να τον αποχαιρετήσει. Με το πλάι του ματιού του είδε την Olga με τη Tania να κρατάνε η μια το χέρι της άλλης κάτω απ’ το τραπέζι και να τον κοιτάνε με ύφος τροπαιοφόρων. «Γαμημένη σκύλα, αφού ήθελες να γίνεις
μάρτυρας θα σε κάνω εγώ να μαρτυρήσεις στ’ αλήθεια»! φώναξε ο Tony και άρπαξε το περίστροφο απ’ τον μπάτσο που τον κράταγε. Με μια γρήγορη ματιά σημάδεψε και πυροβόλησε την Tania στο στήθος. Την Tania. Η Olga ούρλιαξε βλέποντας την ερωμένη της να γέρνει αιμόφυρτη στην αγκαλιά της και μέσα σε πανικό άρχισε να σκούζει απελπισμένα για βοήθεια.
Η Tania μπήκε στην εντατική και ο Tony μεταφέρθηκε εσπευσμένα στις φυλακές Rebecca Del Rio. Το κτίσμα ήταν ύψιστης ασφαλείας και βρισκόταν στη μέση του Ειρηνικού -4 ώρες με ελικόπτερο από το San Diego, πτερύγια λευκών καρχαριών να κόβουν τη θάλασσα σαν μπακλαβά και η φήμη πως από εκεί δε θα μπορούσε να δραπετεύσει ούτε ακόμα κι αυτός ο Κόμης Μόντε Κρίστο.

Δέκα μέρες έμεινε εκεί ο Tony, μέχρι να δουν τι θα απογίνει με τη υγεία της Tania. Ο βιαστής που εγκατέλειψε το μούλικο και τη μάνα και τελικά πυροβόλησε και την «αδερφική φίλη» της εκτεθειμένης γυνής –όπως είπαν τα κανάλια- φυλασσόταν με τρεις βάρδιες δεσμοφυλάκων για να μην τον λυντσάρουν οι υπόλοιποι τρόφιμοι. Δέκα μέρες που ήταν αρκετές για να καταλάβει τι σημαίνει πόνος –χτυπήματα κάτω από τη μέση, κλωτσιές σε ζωτικά όργανα, εξευτελισμοί και βρισιές ήταν στην ημερήσια διάταξη και το μόνο πράγμα που σκεφτόταν ο Tony ήταν να την γλυτώσει η Tania και να πάνε σε δεύτερη δίκη. Αλλά η σκρόφα δεν του έκανε τη χάρη. Και ο Tony καταδικάστηκε σε θάνατο.

Τον μετέφεραν σε ένα μπουντρούμι απομονωμένο, στα υπόγεια του κάστρου που στεγαζόταν το σωφρονιστικό ίδρυμα τα τελευταία 273 χρόνια. Η υγρασία ήταν αφόρητη αν και αυτό που πραγματικά ενοχλούσε τον Tony ήταν το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα – ό ήλιος έμπαινε και τον ξύπναγε κάθε πρωί σα να του έλεγε «να μαλάκα, εγώ μπορώ να μπω μα εσύ δε μπορείς να βγεις». Προφανώς σε τέτοιες περιπτώσεις ο κάθε φυλακισμένος σκέφτεται τη μεγάλη απόδραση. Μα ο Tony όσο και να σκέφτηκε και να ζορίστηκε και να προσπάθησε δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για να ξεφύγει από ’κεί. Γιατί ο Tony δεν είχε υπομονή. Ούτε να σκάψει. Ούτε να περιμένει να διαβρωθεί η πέτρα. Ούτε να λιμάρει τα κάγκελα με τη λαβή του κουταλιού. Κι εξάλλου ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος του.
Οι εκλογές πλησίαζαν κα ο Bush είχε δηλώσει πως θέλει να εκτελεστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι κατάδικοι ώστε να ανέβει η δημοτικότητά του ως «Εξυγειαστή των Πολιτειών». Το όνομα του Tony μπήκε πρώτο στην λίστα. Είχε τρία χρόνια να θανατωθεί κάποιος στην Πολιτεία της California, πόσο μάλλον κάποιος με τόσο δημοφιλές εγκληματικό προφίλ…

Τρεις μέρες είχαν μείνει για την εκτέλεσή του όταν ο δεσμοφύλακας κάλεσε τον Tony στο τηλέφωνο. Δε μπορούσε να φανταστεί ποιος ήταν, του είχαν απαγορεύσει την επικοινωνία με οποιονδήποτε τις τελευταίες μέρες.
-Tony Lorando; Είπε η φωνή από την άλλη άκρη του καλωδίου.
-Ποιος είναι; Ρώτησε εκείνος.
-Σκέφτηκα την περίπτωσή σου...
-Miranda; είπε κάνοντας μια αντανακλαστική κίνηση να καλύψει με το χέρι το ακουστικό για να μην τον ακούνε.
-Μην κάνεις χαζά, σε βλέπω, είμαι στο Πεντάγωνο και έχουμε σύνδεση με όλες τις σωφρονιστικές κάμερες. Μην ανησυχείς για τους φύλακες, έχω φιλτράρει τη γραμμή και ακούνε μια ηχογραφημένη συνομιλία.
-Κάνε κάτι, θα με σκοτώσουν, έχω τρεις μέρς καιρό.
-Θα άφηνε ποτέ να πάθεις κάτι τέτοιο η μικρή στρατιωτίνα σου;
-Βγάλε με από εδώ…
-Προσπαθώ. Αλλά έχουμε ένα μικρό εμπόδιο: είσαι στην φυλακή υψηλότερης προστασίας στον κόσμο! Τέλος πάντων, άκου: όταν θα έρθει ο παπάς να σε εξομολογήσει θέλω να του πεις όλη την αλήθεια για την περίπτωσή σου.
-Μα η δικηγόρος μου είχε πει ότι αν πω πως η Tania τα είχε με την Olga δε θα με πιστέψουν και…
-Χέσ’ τη δικηγόρο, είδες που κατέληξες. Λοιπόν, όλη την αλήθεια, μην αφήσεις τίποτα.
-Μα…
-Άκου, εκεί που είσαι μόνο ένας Θεός μπορεί να σε σώσει. Και δε θα το κάνει αν του πεις ψέματα. Κατάλαβες;
Κι έκλεισε η γραμμή.
Ο φύλακας γύρισε τον αποσβολωμένο Tony στο κλουβί του και τον άφησε εκεί άλλες δυο μέρες. Μα την Τετάρτη το πρωί ήρθαν και τον ξύπνησαν. Τον συνόδευσαν να κάνει μπάνιο. Του έδωσαν να φορέσει καθαρά ρούχα –η εκτέλεση θα μεταδίδονταν από την καλωδιακή, δεν ήθελαν να υπάρχει η μιζέρια που έβλεπαν οι Ευρωπαίοι σε αντιαμερικανικές ταινίες. Και τον οδήγησαν στον Ιερέα.

-Πες μου λοιπόν τέκνον μου, πες μου για τα λάθη σου και για όσα μετανιώνεις.
Ο Tony τον κοίταξε στα μάτια. «Τι έχω να χάσω» σκέφτηκε, «θα του τα πω όλα».
-Μετανιώνω που έχασα την Miranda, την αρραβωνιαστικιά μου, για μια «σεσημασμένη πρώην», σαν την Olga. Ήταν λάθος που σε εκείνο το πάρτυ μέθυσα και αφέθηκα να με ξεμοναχιάσει η Olga στο μπάνιο. Ήταν λάθος που την άφησα να μου τον πάρει στο στόμα της και που, ανεβασμένος σ’ ένα ανεξέλεγκτο κύμα νοσταλγίας και ποτού, δεν τραβήχτηκα όταν έπρεπε και άφησα τη ρεύση μου να κυλήσει στο… Πάτερ, είστε καλά;
Ο παπάς σκούπισε τον ιδρώτα στο μανίκι του πουκάμισου και κουνώντας το κεφάλι πάνω- κάτω, του έκανε νόημα να συνεχίσει.
-Μετανιώνω που δεν την κράτησα λίγο αγκαλιά, αλλά συνειδητοποώντας ξαφνικά τι έκανα και νιώθοντας αηδιασμένος για την απιστία μου στην Miranda, σχεδόν την έδιωξα. Ο ανόητος. Δεν ήξερα πάτερ, δεν ήξερα ότι όλα ήταν κανονισμένα. Ότι εγώ την βοήθησα να βγει γρήγορα απ’ το μπάνιο και να τρέξει στο υπνοδωμάτιο. Εκεί που την περίμενε η Tania, η ερωμένη της, με την κιλότα κατεβασμένη και τα πόδια ανοιχτά. Εκεί που περίμενε με τα σκέλια διάπλατα την Olga, να σκύψει και να φτύσει μέσα στο αδηφάγο πηγάδι της όλο το σπέρμα μου που κράταγε στο στόμα της… Πάτερ, κοκκινίσατε, θέλετε λίγο νερό;
Ο Παπάς ξέσφιξε λίγο το γιακά του και τον κοίταξε ξεροκαταπίνοντας, κινώντας το χέρι του κυκλικά σα να έλεγε να τελειώνει με αυτή την ιστορία.
-Και μετανιώνω που έξη μήνες μετά ήρθε σπίτι μου ένα απειλητικό γράμμα ότι αν δεν αναγνωρίσω το παιδί και αν δεν πληρώσω για την ανατροφή του θα τα πουν όλα στη Miranda –που της τα είπα εγώ μόνος μου αλλά αυτή, παρότι με λάτρευε, δεν με πίστεψε. Με άφησε. Και νόμιζα ότι αυτή ήταν η τιμωρία μου... Δεν φανταζόμουν ότι αφού δεν πλήρωνα αυτές θα υποκρίνονταν βιασμό και θα φτάναμε στα δικαστήρια. Και ότι κανείς δε θα με άφηνε να πω της αλήθεια, ότι ήταν λεσβίες που μου την είχαν στημένη για να κάνουν παιδί αφού δεν υπήρχαν μάρτυρες και αυτό θα δυσχέραινε κι άλλο τη θέση μου… Πάτερ, πάτερ τι έχετε, Πάτερ! Βοήθεια. Βοήθεια!
Δεν άντεξε η καρδιά του Ιερέα. Δεν άντεξε. Την απιστία, τη μοιχεία, το λεσβιακό, τον εκβιασμό, την ψευδορκία που ακολούθησε, το φόνο. Δεν άντεξε ο έρμος. Μέσα στον πανικό και τον χαμό κάποιος του πέρασε πάλι χειροπέδες και τον έσυρε με φόρα στο διάδρομο.

-Σιγά, ε, σιγά, είπε ο Tony που προσπαθούσε να προχωρήσει με τις αλυσίδες που είχε ακόμα στα πόδια του.
-Θες να φύγεις από δω ή όχι; άκουσε και τότε πρόσεξε την ελιά πίσω από λαιμό, εκεί που άφηναν ακάλυπτο το σβέρκο τα μαζεμένα της μαλλιά.
-Πάρε με έξω, της είπε.
-Αυτό κάνω.
Τον τράβηξε μέσα από καταπακτές και υπόγειες διαδρομές που είχε βρει μελετώντας για ώρες τους χάρτες κατασκευής της φυλακής. Προσπαθούσαν να ξεφύγουν περνώντας από υγρά λαγούμια γεμάτα μούχλα και σκουριά, ανάμεσα από αρουραίους που διέκοπταν το διάβα τους, με μειωμένη πρόσληψη οξυγόνου να τους κόβει τα γόνατα. Μα η Miranda του κράταγε το χέρι σφιχτά, όπως πάντα όλα εκείνα τα χρόνια που μείνανε μαζί πριν μπει η Όλγα ανάμεσά τους και, λίγο μετά ένιωσαν την αλατισμένη ανάσα του ωκεανού. Βγήκαν σ’ ένα ψηλό γκρεμό, πάνω απ’ τα βράχια.
-Πες μου ότι δε θα κολυμπήσουμε, της είπε
-Όχι μωρό μου, θα πετάξουμε.
Και η Miranda βγάζει μέσα από το σακίδιό της μια παχιά στρογγυλή κουρελού, την απλώνει βιαστικά, τον σπρώχνει πάνω της και ανεβαίνει κι αυτή.
-Μείνε ξαπλωμένος και να κρατιέσαι γερά! Του φώναξε και το χαλί άρχισε ξαφνικά να αιωρείται.

Πανικός στη φυλακή με την εξαφάνιση μέχρι που οι δημοσιογράφοι στην αυλή είδαν κάτι περίεργο να πετάει και ειδοποίησαν τους φύλακες. Η τραγική βόλτα με το ιπτάμενο χαλί είχε ξεκινήσει: δυο ελικόπτερα ήταν ήδη πίσω τους και η Miranda έκανε τρελούς ελιγμούς για να τη χάσουν απ’ το οπτικό τους πεδίο. Ο Τονυ είχε γραπωθεί με νύχια (απ’ το υφαντό) και με δόντια (απ’ τα κρόσσια) ενώ ένιωθε το στομάχι να ανεβαίνει στο στόμα του απ΄ τα πολλά κενά αέρος και τις απότομες στροφές.
Κάποια στιγμή σταμάτησε να ακούει τους έλικες να μαστιγώνουν τον αέρα γύρω τους. Έστρεψε το πρόσωπό του προς τα πίσω και είδε το γαλάζιο του ουρανού. Κοίταξε κάτω και είδε τις πολύχρωμες σκεπές να χαμογελάνε καθώς πέρναγαν πάνω απ’ το Las Vegas. Άπλωσε το χέρι του λες για να χαϊδέψει την άμμο που χρύσιζε την έρημο της Nevada και πέταξε ένα νόμισμα στην Great Salt Lake.
-Καλά βρε άπληστε, σου έστειλα καρδιακό παπά, σου έσωσα τη ζωή, τη άλλο μπορεί να εύχεσαι και πετάς νομίσματα σε λίμνες, τον ρώτησε αστειευόμενη εκείνη.
-Να περάσω τη ζωή αυτή που μου έσωσες μαζί σου, της απάντησε.
-Θα τα δούμε αυτά όταν πάμε στο Idaho...
-Στο Idaho; Γιατί πάμε στο Idaho;
-Γιατί το χαλί είναι τη γιαγιάς Emiliana και ο μόνος δρόμος που ξέρει είναι του σπιτιού του!
-Προς το δικό του Idaho, λοιπόν.
-Που μέχρι να καταλαγιάσει η δημοσιότητα με την απόδρασή σου, θα γίνει το ιδιωτικό μας Idaho μωρό μου.

Το μαγικό χαλί προσγειώθηκε στο ράντσο της Emiliana Dubretcko, της γιαγιάς της Mirandaς που ήταν Ρουμάνα μάγισσα, μισότυφλη, μισόκουφη και χωρίς γειτόνους σε ακτίνα δέκα μιλίων. Τους είχε ψήσει μπριζόλες βούβαλου γάλακτος με ντόπιες πατάτες και καρότα. Έφαγαν και έκατσαν να δουν τηλεόραση. Στις ειδήσεις έλεγαν για την μεγάλη απόδραση από τις φυλακές Del Rio με μια ιπτάμενη πίτσα και έδειχναν σκηνές απ΄ τις κάμερες των δημοσιογράφων, όπου μια πελώρια ολοστρόγγυλη πίτσα πετούσε στον ουρανό ακολουθούμενη από ελικόπτερα.
Ο Tony γύρισε και την κοίταξε.
-Ιπτάμενη πίτσα; της είπε.
-Ε, κάτι έμαθα από «παραλλαγές» τόσα χρόνια στο στρατό μωρό μου! Καυχήθηκε εκείνη.
-Ναι, μα τι σόι παραλλαγή ήταν αυτή, να μασκαρέψεις από κάτω το χαλί σε πίτσα; Να κρυφτεί πού; Ήμασταν στο γαλάζιο του ουρανού!
-Λες έπρεπε να το κάνω ιπτάμενο δίσκο καλύτερα; Δε θα είχε πλάκα όμως έτσι…, και ακούμπησε στον ώμο του κλείνοντας τα μάτια της, ήρεμη κοντά του.

Σ.τ.Σ: Ο θάνατος του παπά αποτέλεσε το next big σκάνδαλο μετά την απόδραση, διότι κάτω από το ράσο τον βρήκαν ντούρο και βαρβάτο.

25.6.07

Έξι μήνες: Το ιδιωτικό και το δημόσιο – De veritate personae

Οι σταθεροί/ες επισκέπτες/τριες θα έχουν προσέξει ότι κάθε που κλείνει ένας μήνας ύπαρξης του μπλογκ, ανεβάζω ένα κείμενο που μιλάει για το πώς τα ψυχολογικά μου συναντούν τη γραφή μου, μικρές προσπάθειες για ανασκόπηση και αυτογνωσία. Τώρα όμως που φτάσαμε τους έξι μήνες, αντιμετωπίζω το ιδιότυπο πρόβλημα ότι αυτό που με καίει, δε θέλω με τίποτα να το γράψω στις λεπτομέρειές του.
Με δεδομένο λοιπόν ότι δε θέλω να γράψω για το ότι χώρισα πρόσφατα και για την έντονη θλίψη που μου προκάλεσε αυτό το γεγονός, σκέφτηκα πόσο προσωπικός επιτρέπω στον εαυτό μου να γίνομαι εδώ και ποια είναι τα όρια που έχω ασυνείδητα θέσει στη γραφή μου. Για αυτό θα σας μιλήσω σήμερα.
Ακόμα και το πιο θεωρητικό ή πολιτικοποιημένο μπλογκ ενέχει βέβαια ένα ποσοστό αυτοέκθεσης, αφού καταθέτει προσωπικές απόψεις. Όσοι όμως από εμάς γράφουμε ημερολόγια που αφορούν τη ζωή μας μάλλον βρισκόμαστε πολύ συχνά μπροστά στο δίλημμα, τι να αποκαλύψουμε και τι να αποκρύψουμε. Συνειδητοποιώ πλέον ότι σε αυτό το μπλογκ έκανα ό,τι και στην υπόλοιπη ζωή μου: μίλησα χαλαρός, ειλικρινής και αυτοσαρκαστικός για διάφορες πλευρές του εαυτού μου που δε με αγχώνουν και δε ντρέπομαι γι’ αυτές. Κρύβονται όμως πολλά κάτω από το χαλί και της πιο βαθιάς εξομολόγησης.
Από την άλλη όσοι από εμάς γράφουμε ιστορίες μπορεί να αυτολογοκριθούμε όσον αφορά τη θεματολογία μας, να αποφύγουμε το σεξ ή τη βία, να ερωτοτροπήσουμε με το υψηλό ύφος και τα ευφυή σύμβολα. Η όποια μαγκιά μου σε αυτόν τον τομέα (κατά καιρούς πέφτουν γερές δόσεις από μπινελίκια, σεξ και αγριότητα στα ποστ μου) είναι όμως και λίγο ιδιότυπη, για να μην την πω και τσάμπα. Με το να γράφω έτσι αλλά και να παρουσιάζομαι ως εξαιρετικά ευγενικός στα σχόλια, όπως και το να δείχνω κατά καιρούς μια κάποια καλλιέργεια, μάλλον οικοδομώ την περσόνα ενός μοντέρνου διανοούμενου/ συγγραφέα, χωρίς πολλές αγκυλώσεις και κολλήματα. Και σε αυτόν τον τομέα δεν έκανα λοιπόν κάτι πολύ διαφορετικό από την υπόλοιπη ζωή μου, περίπου αυτό είναι το κοινωνικό μου πρόσωπο, όταν με κάποιον/α γνωριζόμαστε και θέλω να του/της φανώ συμπαθής.
Παλιότερα έβλεπα την περσόνα μου, του Άμμου, σαν ξένη και ταυτόχρονα απελευθερωτική, ότι με βοηθούσε να αναπτύξω ένα λόγο ειλικρινή και χειραφετικό για εμένα το σάρκινο, που δυσκολευόμουν να τα πω εκεί έξω. Δεν ξέρω αν συναντηθήκαμε στην πορεία ή από την αρχή ήμασταν μαζί και δεν αναγνωρίζαμε ο ένας τον άλλον. Με χαρούμενη έκπληξη διαπιστώνω όμως ότι εδώ και καιρό τα κείμενά μου γράφονται στην έρημο, με χέρια από άμμο.

[Η αγαπημένη μου ΓιατηνΑρλέτα συνέχισε τη συζήτηση με ένα δικό της εξαιρετικό κείμενο. Την ευχαριστώ και από εδώ για όλα τα καλά της λόγια.]

24.6.07

Δεν αλλάζω τα ηχείΑ ΜΜΟΥ! – Λίστα Άμμου 16

Something old Sparklehorse Piano fire. Αυτά τα παιδιά είναι ιδιαιτέρως παραγνωρισμένα. Ευτυχώς τα κάνει παρέα η indie κοινότητα («indie κοινότητα» σαν κάτι κακό ακούγεται αυτό)! Εδώ η PJ Harvey βάζει φωτιά στα φωνητικά.

Something new Thieves like us Drugs in my body. Μ’ αρέσουν αυτά τα τραγούδια που έχουν διάρκεια καραμέλας –τα λιώνω στο άκουσμα και μετά μένει μόνο μια ευχάριστη φρεσκάδα.

Something borrowed Σκέψου κάτι όμορφο και ερωτικό. Πολλαπλασίασέ επί 100, ράντισε με θαλασσόνερο (ή δάκρυα, ό,τι έχεις πρόχειρο), πασπάλισε με άμμο (από τις παραλίες της Ibiza κατά προτίμηση) και έχεις το Not over yet από την Grace –καλοκαιρινό τραγούδι γεμάτο αισθαντική ευφορία.
Τώρα πρόσθεσε περίπου μια δεκαετία τεχνολογικών εξελίξεων, χαμηλωμένο σασμάν, τούρμπο εξατμίσεις, γδάρσιμο από
punk κιθάρες, φωνή πεισματάρη Άγγλου και ετοιμάσου να γκαζώσεις με το όχημα των Klaxons που αντί για οκτάνια καίει ντεσιμπέλ… Δε θες να τελειώσει ακόμααααααααααα!

Something blue Datarock - The most beautiful girl. Είναι τόσο ρετρό -σχεδόν το νοσταλγείς χωρίς καν να το έχεις ακούσει!


bonus για τον keimgreek:
ένα κορίτσι με ακριβά γούστα -παίρνει πρωινό στα Tiffany' s...


23.6.07

In the end

Λεπίδες κι αγκάθια [Ο βίος των εντόμων ΙΙΙ]

Κάθε φορά που την αγκάλιαζε πονούσε. Εκείνη επέμενε ότι τον φοβόταν, αυτός μπορούσε να ξαναγίνει όπως παλιά και να την κατασπαράξει, δεν ήθελε να στερηθεί τα αγκάθια της. Συνέχιζε να την αγκαλιάζει και να τη φιλάει, μάζευε πληγές κι ουλές, δεν τον ένοιαζε, σακατευόταν για χάρη της αγάπης. Αυτή του υποσχόταν ότι μια μέρα θα ανθίσει και τότε δε θα φοβάται τίποτα, κανέναν.
Κυλούσαν οι μέρες, οι βδομάδες. Μια μέρα άνοιξε τα φτερά του, λαμπερά και πολύχρωμα, τα κούνησε λίγο και αιωρήθηκε μπροστά της. Μια άκρη τους, κοφτερή σα λεπίδα, την άγγιξε στο μάγουλο, έτρεξε λίγο πράσινο αίμα. «Καταλαβαίνεις τώρα πώς νιώθω;» τη ρώτησε.
Αυτή δε μίλησε, προχώρησε στον κήπο και στάθηκε δίπλα από ένα ρυάκι. Στύλωσε τα πόδια, σήκωσε τα χέρια, έστρεψε το κεφάλι προς τον ήλιο, το δέρμα της άρχισε να σκληραίνει. Αυτός πέταξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ήξερε τη συνέχεια, δεν ήθελε να τη δει.
Την επόμενη χρονιά τα δισέγγονα του επισκέφτηκαν τον κήπο, στάθηκαν στην πανέμορφη τριανταφυλλιά και ρούφηξαν λίγο από το νέκταρ της για να πάρουν δυνάμεις. Μες στον ατέρμονο ύπνο των φυτών τουλάχιστον δε φοβόταν πλέον, αναρίγησε και άφησε ήσυχη τους χυμούς της να κυλήσουν.

20.6.07

Πλάσμα από νύχτας γένος

(“Μπορείς να ανακατέψεις σε μια ιστορία Massive Attack, Portishead, Faithless, Chemical Brothers, Death in Vegas, Prodigy, Nine Inch Nails, Archive και δεν ξέρω τι άλλο και να γίνει μια sexy, μυστηριώδης, διαβολική, ατμοσφαιρική ιστορία που θα διαδραματίζεται σε σκοτεινά κλαμπ, σοκάκια με σκουπίδια, μηχανές που πετάγονται ξαφνικά, περίεργες συναλλαγές, σεξ στα όρθια, με καλοντυμένους μαφιόζους, ζόρικους πορτιέρηδες αδύνατες σεξομανείς γκόμενες και άλλες χαζομάρες που κατέβασε το γεμάτο κλισέ Παπακαλιάτικο κεφαλάκι μου –χε χε. Vain»

OΚ, με τόσους όρους που μπήκαν, την άλλη φορά αλυσοδέστε με κιόλας, βάλτε μου χειροπέδες και πετάχτε με και σε μια δεξαμενή για να γράψω! ΥΓ: Τα τραγούδια να τα ακούτε με τη σειρά παρακαλώ!

Έσπρωξε τη βαριά δερμάτινη πόρτα και προχώρησε στον χώρο. Μυρωδιά οπίου και ένα πράσινο σμαραγδί έφεγγε κάτω από τη ζάχαρη, που καιγόταν στο κουταλάκι στο χείλος των ποτηριών. Αδράνεια σερνόταν στα ναρκωμένα μέλη των θαμώνων –γιατροί και δικηγόροι, η χειρότερη φάρα όπως σκεφτόταν πάντα ο Κάρλος. Που βρέθηκε ξανά στη νωχελική πολυτέλεια του κλαμπ 'κείνη τη νύχτα αϋπνίας. Με το κορμί του τσιτωμένο και τον εγκέφαλο αγκιστρωμένο στην ανάγκη του.

Η Μέρνα του έφερε ποτό και του έδειξε τον Κριστόφ απέναντι. Ο ψηλός Ουκρανός τον χαιρέτησε χαμογελώντας και άστραψε το διαμάντι στο μπροστινό του δόντι. «Ο προπάππος μου το έκλεψε από το αυτί της Μεγάλης Αικατερίνης ένα βράδυ σε κάποιο από τα γνωστά της όργια. Δεν της το τράβηξε. Το έκοψε με τα δόντια του» του είχε πει μια νύχτα πριν δυο μήνες σφίγγοντας του το χέρι. Ο Κάρλος τότε είχε τακτοποιήσει έναν αλήτη που ενοχλούσε, έξω απ’ το μπαρ, μια απ’ τις γυναίκες του Κριστόφ. «Κανείς δεν αγγίζει τα κορίτσια μου» του είχε πει ο Ουκρανός. «Μόνο εγώ χτυπάω τις σκύλες μου» και λέγοντας το χαστούκισε την μικρή τόσο δυνατά που, όπως γύρισε το πρόσωπό της απ’ την άλλη, νόμιζες πως θα ’σπαγε το σβέρκο της. Από τότε τον άφηνε να μπαίνει στο κλαμπ ελεύθερα. Κι ας μην ήταν ευκατάστατος, γιατρός μήτε δικηγόρος.

«Ήρθε;» ρώτησε τη Μέρνα.
«Ποιος» απάντησε σα να μην ήξερε.
«Ο μικρός».
«Α, τον φουκαρά, δεν τα έμαθες; Τον γαλβανίσανε κανονικά σήμερα» του είπε εκείνη σιγανά. «32 κομμάτια μέταλλο βγάλανε από πάνω του».
Οι κόρες του Κάρλος διεστάλησαν –πράγμα που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει τη νύχτα. Αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν από το μισοσκόταδο, μα απ' την ένταση. Το τσογλανάκι είχε πεθάνει. Πια δε χρειαζόταν να παίρνει ό,τι χρειαζόταν με το σταγονόμετρο…
«Πού είναι η Ντέμπορα;» ρώτησε.
«Η Ντέμπορα δεν είναι καλά, να την αφήσεις ήσυχη».

Ο Κάρλος ήπιε το ουίσκι μονοκοπανιά και σηκώθηκε. Προχώρησε βιαστικά προς τα καμαρίνια, μα ένας μπράβος τον σταμάτησε. Ο Κάρλος τον έσπρωξε, ο μπράβος άπλωσε τα χέρια στο λαιμό του.
«Άσ’ τον κάτω» είπε η Ντέμπορα ακούγοντας τη φασαρία.
Φορούσε ένα φόρεμα, όλο μαύρη πυκνή δαντέλα, τη σκέπαζε απ’ το λαιμό ως τους αστραγάλους. Μα τίποτα δε μπορούσε να κρύψει το κορμί της. Γεμάτο καμπύλες κι επικίνδυνες στροφές -όσοι γλύτωσαν από αυτές βρέθηκαν νεκροί στους υπονόμους της.
«Λυπάμαι για τον Πιτ» της είπε.
«Έτσι κι αλλιώς δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Ίσως να ήταν για το καλύτερο».
«Σου άφησε κάτι» ρώτησε ο Κάρλος μπαίνοντας στο καμαρίνι της.
«Αν σε δει εδώ ο Κριστόφ θα σε καθαρίσει κι εσένα απόψε. Τι ψάχνεις;».
«Ένα μικρό λαμπερό κουτάκι; Δε με νοιάζει το κουτί, είναι ακριβό, κράτα το, μα μέσα έχει κάτι για μένα».
«Φύγε, θα ψάξω. Μετά το νούμερό μου θα σε βρω. Κέρασε με ποτό –σαμπάνια με ένα φρεσκοκομμένο κεράσι μέσα, μη δώσεις στόχο» και δεν του άφησε περιθώριο να μιλήσει.

Στον διάδρομο ο μπράβος τον αγριοκοίταξε και καθώς πέρναγε δίπλα του έκανε μια απότομη κίνηση μπροστά, για να τον φοβερίσει. Μα ο Κάρλος γυρνώντας το κεφάλι του έσφιξε ψηλά τα χείλη και έδειξε τα δόντια του. Ο σκύλος οπισθοχώρησε σκιαγμένος. Έκανε το σταυρό του. Όπως όλοι οι νταήδες, ήταν θρήσκος κι αυτός.

Η Ντέμπορα βγήκε στη σκηνή με τα λυμένα της μαλλιά να λάμπουν κάτω από τα φώτα. Σαν κοσμικό δελφίνι κολυμπούσε στο χώρο και το άρωμά της ταξίδευε τους ναυαγούς σε βυθούς μυστικούς. Κατοικημένους από μύθους και πλάσματα εξωτικά, κρυμμένα σε γαλέρες βυθισμένες από καιρούς αλλοτινούς. Πάνω σε θάλασσες με μαύρο ρούμι η Ντέμπορα είδε να επιπλέει το κουφάρι των ονείρων της και μια σταγόνα τινάχτηκε στα μάτια της. Μια σταγόνα που έτσουξε πολύ. Κύλησε και στάθηκε στην άκρη του ματοτσίνορου. Ένα δάκρυ για εκείνον τον μικρό. Τον μικρό Πιτ. Τον θλιμμένο αλήτη που δε θα την έσωζε ποτέ πια από εκεί…

Αγέρωχη συνέχισε να μοιράζει το λάγνο βλέμμα της, αντίδωρο στους χοίρους, αφήνοντας τα χαρτονομίσματα να αγκιστρώνονται στο φόρεμά της –εντεταλμένες πεταλούδες της κολάσεως.

«Δύσκολο να πενθήσεις σε αυτό το μέρος», της είπε καθώς εκείνη έπινε μονορούφι τη σαμπάνια της.
«Έχω όλη μου τη ζωή μπροστά για να πενθώ. Έχω όλη μου τη ζωή για να την πενθήσω». Απάντησε λιώνοντας το κεράσι ανάμεσα στα χείλη της.
«Κόκκινα σαν το αίμα» -της είπε ο Κάρλος σκουπίζοντάς τα με το δάχτυλό του.
«Το αίμα σημαίνει γρήγορα» απάντησε αυτή.
«Βρήκες το κουτί»;
«Ίσως είναι στη μηχανή του. Είναι παρκαρισμένη κάπου πίσω».
«Πάμε».

«Δεν μπορώ να φύγω έτσι, θα…»

«Κάποτε είπες ότι θα έφευγες μαζί μου μέχρι το τέλος του κόσμου».

«Κάρλος, αν δεν το βλέπεις γύρω σου, είμαστε ήδη στο τέλος του κόσμου»!
«Πάμε».
Την τράβηξε με δύναμη κι εκείνη, κάπως αγχωμένη, κοίταξε πίσω τους. Ο Κριστόφ έκλεινε μια συμφωνία όπλων, κανείς δεν τους είδε. Για λίγο δε θα τους κυνηγούσαν.

Περπάτησαν μέσα στη νύχτα και μπήκαν στα στενά. Βρήκαν τη μηχανή του Πιτ και άνοιξαν τη σέλα. Το μικρό λαμπερό κουτί ήταν εκεί. Ο Κάρλος το έριξε με φόρα στην τσέπη του και χαμογέλασε με ένα γέλιο σχεδόν σατανικό.

«Αν ήξερες» της είπε.
«Αν ήξερα;»
Την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, με τόση δύναμη που σχεδόν της πήρε όλον τον αέρα.

«Αν ήξερες πόσο σε θέλω».
«Τόσο ώστε να με παρατήσεις στα χέρια τους».
«Σ’ άφησα μέσα σε ανθρώπους».
«Με άφησες μέσα σε κτήνη»!
«Σ’ αγαπούσα και σε άφησα στους ανθρώπους».

«Αν μ’ αγαπούσες έπρεπε να με κρατήσεις πλάι σου».
«Δεν είμαι πλάσμα από ανθρώπου γένος» της είπε αυτός.
Την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε πάλι στα στενά.

«Πού πάμε», ρώτησε εκείνη παραπατώντας πάνω στα ψιλοτάκουνα.
Εκείνος δε γύρισε, μα λίγα μέτρα πιο κάτω έστριψε σε ένα ακόμα δρομάκι. Μέσα στο μισοσκόταδο την κόλλησε στον τοίχο και έσκυψε μπροστά της.
«Αν ήξερες τι είσαι για μένα. Και πόσο χρόνο μου πήρε να πάρω την απόφαση να γυρίσω να σε βρω».
«Να βρεις εμένα ή το κουτί; Τι έχει μέσα»; Ρώτησε εκείνη.

«Τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο μέσα στο κτήνος».

Και πίεσε το κορμί του πάνω στο δικό της κάνοντας τα κόκαλά της να τρίξουν όπως τρίβονταν στον τοίχο της μάντρας.
«Μου έλειψες» του είπε εκείνη, ενώ ο πόνος της γδαρμένης σάρκας ξύπναγε τη ναρκωμένη της ύπαρξη.
«
Θέλω να σε γαμήσω σαν κτήνος» ψιθύρισε στο αφτί της ο Κάρλος και πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη της. Χάιδεψε την ραχοκοκαλιά της αργά κατεβάζοντας το φερμουάρ. «Μην μου το κάνεις, μη μου το κάνεις αυτό...» είπε εκείνη ξεψυχισμένα.
«Ποιο μωρό μου; Να μη σου αφήσω κι άλλες αναμνήσεις που πονάνε. Άλλες αναμνήσεις να σε βασανίζουν όταν λείπω»;
«Μόνο εσύ με παίρνεις έτσι…»
«Ναι μωρό μου, μόνο εγώ μπορώ να σε πάρω έτσι.Όπως θες. Όπως σου αξίζει» και σήκωσε ψηλά το φουστάνι της. Το τράβηξε με φόρα και την άφησε γυμνή.
«Τι κάνεις; Είσαι τρελός; Τριγυρνάνε πρεζάκια εδώ γύρω, εδώ …».

«Σσσσς», την ησύχασε εκείνος. «Έλα να κάνουμε έρωτα ακούγοντας το θάνατο γύρω μας …».
«Δεν είσαι πλάσμα εσύ από ανθρώπου γένος», μουρμούρισε εκείνη και ήταν το τελευταίο πριν παραδοθεί. Καθώς ο Κάρλος έχωνε τη γλώσσα του στο στόμα της, με το χέρι του ναμουσκεύει τα μισοφέγγαρα ανάμεσα στα πόδια της.
Η Ντέμπορα αναστέναξε, ένα «άααχ» λιγωμένο, απόλυτης παράδοσης και ηδονής.
«Τι μωρό μου», της είπε εκείνος σάμπως να μην καταλάβαινε.
«Με κάνεις να αισθάνομαι… ααχ…» ξανάφησε τη φράση μισοτελειωμένη εκείνη, και τα γόνατά της σα να λύγισαν ξαφνικά. Ένιωσε το κορμί της τεντωμένο σαν τόξο και τους λαγόνες της να σφίγγονται παγιδεύοντας τα βρεγμένα δάχτυλα του ανάμεσά τους. Τα μάτια της είχαν ανοίξει πελώρια σα να τον ικέτευε επιτέλους να την πάρει, να τελειώσει αυτό το μαρτύριο της επιθυμίας της κι εκείνος, τράβηξε με δύναμη τη ζώνη του και άνοιξε τα κουμπιά του τζιν του.
«Αχ Θεέ μου», βόγκηξε εκείνη και αρπάχτηκε απ΄ την πλάτη του ενώ τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της.

«Θέλω να με σκίσεις, κατάλαβες»; Του ψιθύρισε.

Κι εκείνος γέλασε.

«Θα σε σκίσω μωρό μου, θα σε ανοίξω στο φως...».

Η Ντέμπορα έκλεισε τα μάτια και έμεινε να πηγαινοέρχεται στον ρυθμό του, το κορμί της σπαρταρούσε στα χέρια του, όταν άκουσαν φωνές. Της έκλεισε το στόμα με την παλάμη και τραβήχτηκε γρήγορα. «Πάμε» της έκανε νόημα. Μα εκείνη παραπάτησε στα ψηλά της τακούνια -το ένα έσπασε. «Γαμώτο!» είπε και τότε «Από εδώ» φώναξε κάποιος που άκουσε τη φωνή της. Κι άρχισαν να τους κυνηγούν.

Τα πόδια της χτύπαγαν με δύναμη στο πλακόστρωτο και εκείνος την τράβαγε «άσε με, φύγε, δε μπορώ έτσι να τρέξω, φύγε, θα μας σκοτώσουν και τους δυο» φώναζε αυτή μα τότε εκείνος «μη μιλάς έτσι, μη ζητάς να σε εγκαταλείψει ένας λύκος σαν κι εμένα» και ξάφνου την πιάνει, την ρίχνει στον ώμο του κι αρχίζει να τρέχει. Την ρίχνει έτσι γυμνή, ολόγυμνη στην πλάτη του και αρχίζει να τρέχει στα τέσσερα. Στα τέσσερα σαν λύκος. Σαν λύκος.

Ξημέρωμα στην πόλη κι ο ήλιος ανατέλλει πίσω από πολυκατοικίες, γκαράζ, άδεια πάρκα και βρόμικες πλατείες. Είναι μέρα και εκείνος τρέχει με ένα γυμνό κορίτσι στην πλάτη του, την παίρνει μακριά από όσα ξέρει. Εκείνη κοιτάζει πίσω και βλέπει τα φώτα. Μα δεν τα θέλει πια. Κοιτάζει πίσω και μέσα στην Ανατολή βλέπει το σκοτάδι. Των ανθρώπων. Κοιτάζει μπρος και το μόνο μαύρο που βλέπει είναι τα μαλλιά του. Αρπάζεται από πάνω τους και τον αφήνει να την τραβήξει μακριά. Στο δικό του σκοτάδι. Της αλήθειας του κτήνους. Να σκίσει το κορμί της ξανά και ξανά. Ώσπου να την ανοίξει όλη στο φως. Κουτί λαμπερό. Στα χέρια του.

19.6.07

Παραμμύθι [Ο βίος των εντόμων Ι]

«Το μυαλό του γέμιζε με πυρκαγιές και σπασμένες οθόνες, υγρά κρύσταλλα παντού και στάχτες από σελίδες που θρυμματίζονταν στο πρώτο άγγιγμα, στο τέλος φανταζόταν αυτήν, άρρωστη να πνίγεται στον εμετό της, μαύρο σαν το μελάνι.
Έφταιγε όμως κι αυτός, σχεδόν ψυχαναγκαστικά έμπαινε στο μπλογκ της κάθε μέρα, να δει μήπως είχε ανεβάσει τίποτα καινούριο, βδομάδες πριν να κυκλοφορήσει κάθε νέο της μυθιστόρημα το παράγγελνε στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του.
Οι φίλοι του στην αρχή τον έβριζαν που είχε κολλήσει έτσι, εντάξει, είχε καλογαμήσει για μερικούς μήνες, ωραία τύπισσα ήτανε, μισότρελη κι ευχάριστη, αλλά άκρη δεν μπορούσε να βγάλει. Γιατί δε χώριζε σαν τους άλλους άντρες, να γίνει γκολ μερικά βράδια, να την πέσει σε ό,τι κινείται, να την ξεχάσει γρήγορα, να πάει γι’ άλλα;
Και οι πιο υπομονετικοί όμως είχαν κουραστεί πια να τον συμβουλεύουν, τέσσερα χρόνια μετά το χωρισμό τους. Δεν είχε βοηθήσει καθόλου και η δημοσιότητα που κέρδισε με το πρώτο της μυθιστόρημα, για ένα διάστημα πετύχαινες τη φάτσα της σε διάφορα περιοδικά, να χαμογελάει με νόημα, μισοφωτισμένη για να δείχνει ευφυής, μακιγιαρισμένη για να δείχνει όμορφη.
Με αυτά και με εκείνα σε κάποιο αδιευκρίνιστο σημείο η νοσταλγία του άλλαξε φυλακή και από την εικόνα της πέρασε στη γραφή της. Ποθούσε τις λέξεις της, τις αντιμετώπιζε περισσότερο σαν ένα σώμα που έπαλλε μπροστά του, ζητώντας του να το καταβροχθίσει, παρά σαν ενότητες από ψηφία και γράμματα. Η μόνιμη σεξουαλική θεματολογία των κειμένων της υποστήριζε βέβαια αυτόν του τον ψυχαναγκασμό, τα βιβλία της ήταν όλα κρυμμένα σε ένα ντουλάπι, από την αμηχανία του να εξηγήσει σε κάποιον που θα τα έπαιρνε στα χέρια του, τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί οι υπόλευκοι λεκέδες στις σελίδες.
Εκείνο που δεν ήξερε (και που δεν το έμαθε ποτέ) ήταν πως αυτός ήταν η σημαντικότερη σχέση της μέχρι τότε, για αυτόν είχε γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα, με τη δική του εικόνα γίνονταν υγρά τα όνειρά της κι έπαιρναν δομή οι λέξεις της. Δεν ήταν καθόλου παράξενο που τον διέγειραν τόσο τα κείμενά της, αφού ταυτιζόταν σεξουαλικά με τον εαυτό του. Η γραφή τους είχε πλέξει και τους δύο στον ιστό της, μοναχικούς να δικαιώνουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, νήματα και θύματα την ίδια στιγμή.»

Έτσι μίλησε η γιαγιά Αράχνη και με κοίταξε στα μάτια. "Όλα θα πάνε καλά, θα δεις." συμπλήρωσε και άρχισε ξανά να γνέθει θλιμμένη.

17.6.07

Ο γΑΜΜΟΣ του καλύτερού μου φίλου – Λίστα Άμμου 15

Something old… B.B King & Eric Clapton- Marry me. Παλιές αξίες –τότε πιστεύανε στο γάμο, τι να πεις! I want you to know I want to marry you/ isn’t that what you want too?”

Something new… Midlake – Young Bride. To θέλει κι αυτή λες; Εμένα σαν χλωμή μου φαίνεται! My young bride, why are your shoulders like that of a tired old woman? Darkness and forests grant you the longest/ face made from pour age and stew…

Something borrowed… Ε, μα εσύ δε βάζεις μυαλό! Αφού είσαι αμετανόητος, ορίστε, δυο εκδοχές για πρόταση γάμου (αν δε σου κάτσει με αυτά ξέχνα το)!: Josh Rouse - Slaveship I love you, wοuld you marry me, Ι love you, would you marry me?" (το κόλπο είναι να το πεις δις)! White Stripes – Hotel Yorba: "lets get married in a big cathedral by a priest cause, if I ’m the one that you love the most, you can say I do at least"!

Something blue… Cocorosie – By your side: cause all I want in my life is to be your housewife, is to die your housewife . Την έριξες μπαγάσα!

Bonus για την ψυχολόγο μου dr. Bars Ammou –σύνελθε γιάτρισσα! Do you wanna be a polyester bride?

Υ.Γ: Σήμερα παντρεύω όντως τον καλύτερό μου φίλο… Ζωή σε λόγου μας!

16.6.07

Πολλά τα δώρα της κρατικής βίας

Ο αγαπητός Urfurslaag συνέλεξε μια σειρά από γεγονότα, που μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι η σημερινή φρικαλεότητα δεν αποτελεί μεμονωμένο παράδειγμα. Αξίζει να τον επισκεφθείτε.

Γλωσσοδεμένος, γλωσσοδαίμονας


…και η Οργή, είναι κόρη της Στοργής

Γλωσσοδεμένος, γλωσσοδαίμονος
Pour en finir avec Marcos Seferlis (1)

ΠΆΡΟΔΟΣ
Το εμπνέομαι θα (εκ)πνεύσει σε (χρήσιμο)ποιώ αν πλαίσιο (δεν) το
παρ ελθόν μελλώνει

Παραμελώνει, αλοιφών
Παρά μελώνει, αλλ’ ηθών
Παραδάκι, μέλλον ει (2), αληθειών
Παρά δίκην, μέλλον ει, άλλυσσων, παρ
Άδικη, μελανή, άλυτων.


-Εξ ηγήσεις;
ΠΡΌΛΟΓΟΣ
Ο Αφηγητής (πίσω οι διαβόλοι ’τ, τσιριχτά:Υφηγητής, Ηγέτης, Μουσιαγέτης »:
Αρχίζω με μια ρήση, ή, γλωσσοδέτη. Την τελευταία φράση « παρ ελθόν μέλλώνει » παρωδεύω σε παρ ηχούν πεντάστιχο: Κενό. Θα ανακαινιστεί με νόημα εάν Πρόσωπα Διάφορα, απ’ την Τ ηβη ή τη Ζωή, προφέρουνε φορέσουν ή αφορήσουν καθένα και μια λέξη-μελανι; Φύτρες πορδές ενισχυτές θα τήνε σώσουν απ’ το ακάνθινο κόκκινο του γουόρντ; Θα βγάλετε άκρη δίχως την εξηγητική μου αφήγηση; Τολμήστε μόνοι την Α φωνή Αν ορθό γραφη, Λέξη σινεματζού, οθόνης φάσμα λύστε.

ΕΠΕΙΣΌΔΙΟ Ά
Μελή (κουκλίτσα στρουμπουλή) λαλεί:
Παραμελώνει;

Παριζιάνα συμβουλάτωρ φαρμακοποιός ή πετεινοκέφαλη
ελληνίς, τηλεμεσονυκτίου διαφημοίστρια:
Αλοιφών

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΄Β
Κατίνα:
Προτού εμφανιστεί, το: "Κατίνα" κρεμάται στην οθόνη, με ακάνθινη κοκκινίλα υπολογιστή
Έρχονται ενισχύσεις.

Σουρπράιζ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ της Αρχής:
Κατίνας γιος.
Ανα γνώστης μαινόμενος, μεσήλιξ υαλοφόρος βλαχοκούλτουρος:
Θα καταγγείλω την εξαφάνισή της λέξης απ αυτό το λεξικό βήτας κατηγορίας. Θα καταγγείλω την εξαφάνισή της λέξης απ αυτό το λλλ έξη κόβει! Τάς κατηγορίας…

Την Α Τελεία τη βουλευτίνα κόβει Ο Φιλόλογος του:
(Τώρα Κατίνας γιος φορά βερμούδα, μονήρης λυκειόπαις ακριτικός)
Λοιπόν Γιαννάκη. Έχεις δίκιο να τα βάζεις με το λεξικό του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή.

Υποκειμενική κάμερα: ενθύμηση Γιαννάκη σε αρχείο του Σταρ: η μέρα που ο Υπουργός Ακριτικού Ελληνισμού είχε χαρίσει στο μονήρη ακριτικό Λυκειόπαιδα, φορητό υπολογιστή. Γιαννάκης μάταια ψάχνει τις περισπωμένες. Τα χώνει στο Χωμενίδη που το είδος του κατόπιν έργου καλλωπήζει στις εκ(δι)δόσεις, στους πνευμαυτώδεις και περισπωμένους πλήκτρο Λόγιους. Ο Γιάνναρος Ωραίος ως Έλλην αληθώς εφάνη κι αληθώς φωνεί:
Ε βέβαια! Αυτός έχει το δόντι!

Ο Φιλόλογός του:
Έχεις, ψυχαναλυτικά και οικοκυρικά, δίκαιο. Περήφανο να μάχεσαι για το γλυκύ όνομα της Μάνας σου, όνομα των γενναιοτέρων Ελληνίδων. Όμως μαινόμενος, χάνεις το δίκιο σου, ξεχνάς πως: το βήτα, πιο γράμμα από λέξη, δεν κλίνεται, οι αρχαιοπρέπειες τάς κατηγορίας μικρό μεγαλώνουν, η ηχητική ένδειξη αηδίας λλλ θηλυπρεπεί και, πρώτιστα, ο ακροατής αδιαφορεί για τις hors έξεις σου, λάθη-λέξεις, ενδηκτικές ανορεξίας να καταστήσεις έξη σου το λεξικό!

Σε αγαπώ, η γρα(ία αι)μματική, το συν τακτικό και πρώτιστα, η εκ θέσης, με θερίζουν. Όμως σε αγαπώ, και η αγάπη μου πλαισιώνει τους εμπνεο(υς)μένους ως εσύ, παραδίδοντας το παρελθόν, προδίδοντας το μέλλον. Σκέψου λοιπόν πως ο δωρητής Υπουργός, καθώς κι ο λεξικοποιός υφ υπ ουργός μοντέρνας γλώσσης, θε να σε κάμει να ξεχάσεις μάνα και νησί σου, σπουδάζοντας…

Τον κόβει ο Γιαννάκης:
Μα εγώ θε να σπουδάσω για τον τόπο μου! Να κάμω ένα λεξικό της ντοπιολαλιάς!
Σαν σε όνειρο, κωλωνακιώτικο κοριτσάκι κρατά τη Γλώσσα μου του ’80, με στοματάκι ανοιχτό μπρος στο αγγλικό μεταφρασμένο ποίημα, μπρος τη λέξη κάμω:
Μα παππού, τελικά το σωστό είναι κάνω ή κάμω;

Ο Φώτης Κόντογλου:
Αχ κόρη μου! Το κάμω είναι η στάχτη στα μάτια μας! Μ’ ένα κάμω καμώνονται να μας αποκάμουν, κείνοι που ξέκαναν την καινή μας λαλιά και μου την κάνανε(!) κενή,-οί!

Πάλι στο Λύκειο. Ο Φιλόλογός του:
Γιαννάκη, το έμμηνο πνέον μένος της μάνας Κατίνας, των μα(ι)νάδων (3) Κατίνων, επιμένων μάχεσαι, να παραμείνει, στης ζωής τη μάχη! Δίνει ζωή! Αν την πλαισιώσεις με χρόνου χάφτες χαρτόδετους, η ζωή φθίνει. Θες να σώσεις τις λέξεις γιατί μας έχουν ήδη σωθεί. Μ’ έναν τρόπο τις σώνεις, δε θα χαθούν, θα βρίσκονται στο λεξικό, μπορεί να επιβάλλεις στο γουόρτντ να μην τις κοκκινίζει ακάνθινα, μα για να κάνεις όλα αυτά, πρέπει τα αγκάθια να σε κοκκινίσουν τόσο που την ακοκκίνιστη γλώσσα να πεις, την της μαμάς Κατίνας να μη θε να κοσκινίσεις.
Τέλος ιντερμεδίου, πίσω στην…

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΄Β (συνέχεια)
Κατίνα. Ζωντοχήρα. Σπιτώνει πού και πού γειτόνους, πριν φοβισμένη, τώρα άφοβη. Κατακριτές εκβιάζει, δυναμωμένη από τα μυστικά που το ένστικτό της ξεμπροστιάζει. Μάνητας δέρμα μελανί, σε κωμική σειρά των εννιά ουρλιάζει ως γειτόνισσα, με λύσσα και με χάρυ Β, δηεικάζει, στέλνει στη στενή. Μα αναστενάζει, έχει κι η ίδια την τόλμη των ενόχων, όταν της σωθούν δε θα σωθεί, για την ώρα:
Παρά μελώνει!... Αλλ’(ων…(4) ) ηθών
κρύβει λόγια.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΄Γ
Γυμνοί, η Μάρθα Καραγιάννη στους Μικρομεσαίους και ο Ντόναλντ σε κα(φ)ρέ μιμητών του Μπαρξ, κρατούν το πρώτο λαχείο, ηρέμα επικυρώνουν, σαν Αρχαίοι Έλληνες:
Παραδάκι, μέλλον ει.
Ξάφνου, μιμητές και Δαλιανίδης νύσταξαν. Η πόρτα ανοίγει, της Μάρθας και του Ντόναλντ οι έρωτες ορμούν, βλέπουν το λαχείο. Βλέμματα με νόημα, άφατη χαρά, πάθους αγκαλιά, πόθου γυμνά κορμιά που ακυρώνουν τρίτους.
Α
Στο παράθυρο ανοιχτό στον Μάη αέρα, το λαχείο φτεροκοπά. Της ανθρωπίνης ματαιοδοξίας όργανο, λεύτερο τώρα στην αγάπη του, Χελιδόνα, καλάς ώρας άγουσα. Ώρες καλές, ώρες που αδειάζουμε προς μια λευτεριά μη αρνούμενη τη. Θαλπωρή κουτσουλιάς φασκιώνει το λαχείο. Κοπρολάγνος διαβάτης χορταίνει.
Γυμνά φορτισμένα χορτάτα κορμιά νοιώθουν: λαχείο φόρτωσε κοιλιά, δεν ξεφορτώθηκαν το που τους έλαχε οικείο μέλλον, ανέμελα μελώνουν το ένα το άλλο
ΛΛΛ
Ελαύνουν πάλι το ένα στο άλλο, ως η πούλιά να ψάλλει το Και μη σε μέλλει: « το τραγούδι μας», λέξη-διαμάντι:
η ιλαρότης θέμα λήθης λαθών
λήθ(5)ης ηθών, και
λήθης
αληθειών

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΄Δ
Μα ο αυτόκλητος εισαγγελεύς καλεί τον Μάη αέρα:
Παρά δίκην,
Σφυρίζει ο ένοχος σαν Σωκράτης, εγκλ(6)ίνει οριστική:
μέλλον ει

Ήταν, ο Μάης. Η γελαστή γυναίκα του πρωτομάστορα. Ο Τιμωρός την κοπάνισε. Η μικρή σειρήνα Δε γίνεται σκόνη, νοστεί ως αφρός. Μικρή, έψελνε, νεκρή Δεν καταριέται, γουργουρίζει. Μπας κι αυτόν που της ζήλεψε γέλιο, φωνή, τον εξαφρίσει, τον Γουδί των:

ΕΞΟΔΟΣ
Άλλυσσων, παρ
άλυτη αλήθεια λέει για να τη λύσει,
Μάνα νηπενθής(7):
Άδικη
Κοτοπούλη νηπενθής:
Μελανή
Φιλόσοφος σε α πορεία:
Άλυτων.
βγαίνουν

------------------------------------------------------------------

[1] Να ξεμπερδεύουμε με το Μάρκο Σεφερλή.
[2] Δεύτερο ενικό του ειμί (λείπει η δασεία και η περισπωμένη) = παραδάκι, μέλλον είσαι
[3] Όπως το’ πε κι η Γώγου
[4] Λάπσους μαγνητοφώνου
[5] Τσιβδοί οι τραγουδιστές, θε να πουν: λύσις;
[6] Μπέμπης ο Μάης, θε να πει: εγκρίνει;
[7] Μάνα’μ, μην πενθείς

15.6.07

13

Σαν σήμερα, πριν από δεκατρία χρόνια, κοιμήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις.



Ανεβάζω ένα αγαπημένο μου τραγούδι του, που ταιριάζει και με την περίσταση, και σας παραπέμπω σε ένα εξαιρετικό κείμενο του Άρη Δαβαράκη.

[Προσθήκη: Η αγαπημένη μου μπλόγκερ ΓιατηνΑρλέτα έφτιαξε σήμερα μια συλλογή από ποιήματα και τραγούδια με τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι. Επισκεφθείτε την, για να την ακούσετε.]

14.6.07

Στο τέλος νίκησε η αγάπη, χεχε

Όλα ξεκίνησαν από τη μεταφορά του νεκροταφείου στην περιοχή των παλιών θερμοκηπίων. Η γη δηλητηριαζόταν με λιπάσματα και φυτοφάρμακα για χρόνια, πριν να εγκαταλείψει ο ιδιοκτήτης το χωριό για μια καλύτερη τύχη στην Αθήνα και να πουλήσει τα χωράφια του όσο όσο στην κοινότητα.
Το πρόβλημα βέβαια δε φάνηκε απ’ την αρχή, αλλ’ αφού πέρασαν τρία χρόνια από τις πρώτες ταφές. Στο καθιερωμένο άνοιγμα του τάφου, για να μεταφερθούν τα κόκαλα στο οστεοφυλάκιο, ο πρώτος νεκρός βγήκε τελείως άλιωτος, το ίδιο και ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των χωρικών δεν τους οδήγησε να σκεφτούν το προφανές, ότι η χημική σύσταση της γης είχε αλλάξει ριζικά, κι έτσι ξεκίνησε μια ατέρμονη διαμάχη, για το αν οι νεκροί τους δεν έλιωναν επειδή είχαν αγιάσει ή βρικολακιάσει.
Τελικά και οι δύο πλευρές είχαν δίκιο: κάποιοι νεκροί είχαν μετατραπεί σε αγαθοποιά ζόμπι και κάποιοι σε νεκροζώντανους κανίβαλους. Τον πρώτο καιρό το χωριό είχε αναστατωθεί από τους απρόσκλητους επισκέπτες που πηδούσαν μάντρες και παραβίαζαν παράθυρα, άλλοι για να τους επιτεθούν και άλλοι για να τους προστατέψουν.
Σύντομα όμως οι χωρικοί κατάλαβαν ότι δε διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Στο συγκεκριμένο τόπο τουλάχιστον, η μάχη ανάμεσα σε Καλό και Κακό δεν έβγαζε ποτέ νικητή και νικημένο. Τα καλόβουλα ζόμπι είχαν αναλάβει το ρόλο να παρακολουθούν συνεχώς τους αιμοβόρους συγγενείς τους και πάντα τους εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε επίθεση. Έχοντας όλα ίση δύναμη, πάλευαν για ώρες μέχρι να εξαντληθούν και να χάσουν κάθε ζωτική δύναμη. Οι χωρικοί με ελαφρύ ύπνο ξυπνούσαν για να παρακολουθήσουν τον αγώνα πάλης που διαδραματιζόταν σπίτι τους (και συχνά τηλεφωνούσαν σε κάποιο φίλο, για να δει κι αυτός) ενώ αυτοί που κοιμόντουσαν πιο βαριά σιχτίριζαν το πρωί που είχαν χάσει όλη τη διασκέδαση και τους είχε μείνει μόνο το καθάρισμα.
Όλα τελειώνουν όμως κάποια στιγμή, καλά, κακά, παράξενα, φυσιολογικά. Αν δεν είχε σκοτωθεί σε εκείνο το ατύχημα με τη μηχανή του ο Μπάμπης, δε θα είχε πέσει σε κατάθλιψη η Νικολέττα και δε θα είχε αυτοκτονήσει. Και οι δύο έγιναν βέβαια νεκροζώντανοι, ο Μπάμπης από τη μεριά των καλών και η Νικολέττα των κακών, ως αυτόχειρας. Η αγάπη τους όμως ήταν δυνατή σαν το θάνατο, αντέχοντας και μετά από αυτόν. Το νεαρό ζευγάρι αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο των νεκροζώντανων και προσπάθησαν μάλιστα να συμφιλιώσουν τις δυο παρατάξεις. Η ιστορική συνάντηση των δύο αντιπάλων έγινε στις 21 Ιουνίου, τη μικρότερη νύχτα του χρόνου. Τα αγαθοποιά ζόμπι αγκάλιασαν τα κανίβαλα και αποφάσισαν όλοι να θυμηθούν ξανά την ανθρώπινη φύση τους, την ανάμικτη από καλό και κακό.
Οι πρώην αγαθοί είπαν ότι χρειάζονταν πλέον ένα μέρος για να λιώνουν ειρηνικά, μέχρι να τελειώσει για δεύτερη φορά η ύπαρξή τους. Οι πρώην κανίβαλοι υποστήριξαν ότι θα τους διευκόλυνε να έμεναν κάπου που δε θα υπήρχαν πειρασμοί, δηλαδή ζωντανοί άνθρωποι.
Και κάπως έτσι στο χωριό δεν έμεινε ρουθούνι.

13.6.07

Η καρδιά μαγειρεύει το μυαλό

(ο albert έδωσε το σύνθημα για να βγούμε να κυνηγήσουμε μικρά «μαζεμένα» ποντίκια. Το παρακάτω πόστ έγινε με αυστηρή επιλογή και βασίζεται στα 10 αγαπημένα μου τραγούδια των Modest Mouse. Ο όρος ήταν να μπουν με σειρά cd –τουτέστιν αν τα κατεβάσετε και τα παίξετε με τη σειρά του ποστ να κάνετε καλό κεφάλι! ΥΓ. Το αρχικό ποστ ήταν από συρραφή στίχων των modest mouse, αλλά ήταν τόσο καταθλιπτικό που είπα να μην χαλαστούμε όλοι μεσοβδόμαδα! ΥΓ2: Και ναι, υπάρχει countdown, τα καλύτερα τραγούδια είναι όσο προχωράτε προς το τέλος. Enjoy)!

Το ποντίκι πρόβαλε το μουσούδι του από την τρύπα κάτω απ’ το καλοριφέρ και οσφράνθηκε τον αέρα. «Σνιφ σνιφ», κούνησε τη μαύρη μυτούλα του και ξεκίνησε να περπατά άκρη άκρη στον διάδρομο ακολουθώντας τη μυρωδιά. Στην κουζίνα μια κατσαρόλα πάνω στο μάτι του φάνηκε ως υπαίτιος της τσίκνας που γαργαλούσε τα ρουθούνια του. Στάθηκε λοιπόν σε μια γωνιά να οργανώσει την επίθεση.

Η γάτα δεν φαινόταν πουθενά και η Ελβίρα, η ένοικος του διαμερίσματος, ακουγόταν να μιλάει στο διπλανό δωμάτιο. Γεμάτο θάρρος έτρεξε γοργά απ’ τη πόρτα της κουζίνας στο κέντρο της, αρπάχτηκε από το πόδι μιας καρέκλας και σκαρφάλωσε στο τραπέζι. Από εκεί με ένα άλμα θα βρισκόταν πάνω στον πάγκο με τα μαγειρικά και η κατσαρόλα θα ήταν δική του.

Μα όπως είχε τραβηχτεί προς τον τοίχο κι έπαιρνε φόρα να περάσει απέναντι, η φωνή της Ελβίρας ακούστηκε να πλησιάζει απειλητικά. Μπήκε άξαφνα στην κουζίνα και, χωρίς να κοιτάξει, πέταξε το βιβλίο που κρατούσε στο τραπέζι. Προχώρησε στο νεροχύτη και γέμισε ένα ποτήρι με νερό.
-Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω, έτσι; Αυτός κάνει τη ζωή του κι εμένα μ’ έχει αφήσει να ψήνομαι!
Και στηρίζοντας το τηλέφωνο στον ώμο της άνοιξε το καπάκι της κατσαρόλας για να το χύσει μέσα. Μα είδε ότι το φαγητό δεν έβραζε.
-Τι στο διάολο;
Κοίταξε το μάτι, ανοιγόκλεισε τα κουμπιά.
-Δεν το πιστεύω. Μείναμε από αέριο… Γαμώ τους νέους αγωγούς και τις ευκολίες σας! Φώναξε και κλώτσησε την κουζίνα. Αλλά έτσι χτύπησε το μεγάλο της δάχτυλο και όπως έκανε επιτόπου κουτσό, βογκώντας απ’ τον πόνο, έχασε την ισορροπία της κι έπεσε με φόρα στην καρέκλα πίσω της. Εκεί που είχε πηδήξει από ώρα το ποντίκι για να κρυφτεί.

Σαν είδε τη σκιά να μεγαλώνει όπως ερχόταν κατά πάνω του, το ποντίκι βούτηξε κάτω, μα η Ελβίρα μάγκωσε την ουρά του όπως έκατσε. Εκείνο έμεινε να τραμπαλίζεται δίπλα της βγάζοντας ήχους που –ευτυχώς δεν πιάνουν τα αφτιά των ανθρώπων. Τα πιάνουν όμως τα αφτιά της Τίνας, της γάτας της Ελβίρας που πλησίαζε στα μουλωχτά.

Το τρωκτικό σαν την μυρίστηκε πανικοβλήθηκε κι άρχισε να κολυμπάει με δύναμη στον αέρα, κουνώντας χέρια και πόδια, λες και προσπαθούσε να επιπλεύσει σε τρικυμισμένη θάλασσα. Μα βλέποντας την Τίνα να ετοιμάζει τα μακριά γυαλιστερά νύχια της κι εκείνο να μην μπορεί να πατήσει στην ξηρά, σκέφτηκε γρήγορα πως ο φόβος φυλάει τα έρμα. Και εν προκειμένω, ο φόβος της Ελβίρας. Έτσι κάνοντας τραμπάλα, με ένα θεαματικό σάλτο γύρισε ανάποδα και έπεσε πάνω στα σταυρωμένα γόνατα της!
-Αααα! Στρίγγλισε η Ελβίρα και πετάχτηκε πάνω, ρίχνοντας απ’ την ταραχή της και το τηλέφωνο.
-Τι συμβαίνει, τι έγινε, φώναζε η φωνή μέσα απ’ το ακουστικό;
-Ένα ποντίκι, ένα ποντίκι! Επαναλάμβανε σε υστερία η Ελβίρα
Και η φωνή με τη σειρά της φώναζε: «Μπουμπούνησέ του την, κοπάνα το με κάτι»!

Η Ελβίρα το μόνο φονικό όπλο που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ήταν το βιβλίο της, έτσι το έπιασε στα χέρια και το πέταξε με δύναμη στο νεροχύτη, σημαδεύοντας το ποντίκι που έτρεχε να σωθεί. Ο τόμος έπεσε μέσα στη λεκάνη με το απορρυπαντικό και ο Μπουκόβσκι στο εξώφυλλο απέκτησε ανάγλυφα σαπουναδένια γένια, ενώ το ποντίκι στο τσακ πρόλαβε να τρυπώσει μέσα στην πιατοθήκη. Μα όπως χωνόταν με φόρα ανάμεσα στα πιατικά εκείνα, ακολουθώντας το νόμο της βαρύτητας που κυριεύει τα πάντα, άρχισαν να πέφτουν με φόρα στο πάτωμα.

-Αααα! Ούρλιαξε ξανά η Ελβίρα, αυτή τη φορά όχι από φόβο αλλά από τα νεύρα της! Με έχουν μουντζώσει γαμώτο! Με έχουνε μουντζώσει. Τι σκατά έχω κάνει στην προηγούμενη ζωή μου, τι γαμημένο κάρμα έχω. Πρώτα φεύγει ο Σάκης, μετά κόβεται το αέριο, χτυπάω το πόδι μου και τώρα σκάει κι ο βρομιάρης ο ποντικός που τα κάνει λίμπα. Ποιος με έχει καταραστεί να βασανιστώ έτσι ώστε να καθαρίσω το Κάρμα μου; Ποιος;
Και ξαφνικά αρχίζει να πετάει μόνη της τα πιάτα χάμω, μαζί και τα πιρούνια και τα κουτάλια, το βιβλίο κι ό,τι έβρισκε μπροστά της. Η φωνή απ’ το τηλέφωνο είχε βουβαθεί και όταν μετά από λίγο η Ελβίρα σήκωσε το ακουστικό και ρώτησε «είσαι ακόμα εκεί;» η φωνή της απάντησε «ναι, θες να έρθεις από εδώ να φάμε, ν’ αράξουμε στη αυλή, ε»;
«Με τη γκαντεμιά που με βαράει θα βρέξει στο πικ νικ μας».
«Καλά έλα να πάμε μια βόλτα, να δούμε κανέναν άνθρωπο».
«Αυτός είναι όλα τα μέρη που ήθελα να πάω, αυτός όλοι οι άνθρωποι που ήθελα να δω».
Και σωριάστηκε στην καρέκλα κλαίγοντας.
«Γαμημένο πρόγραμμα αποπληρωμής κάρμα…»
Τελικά με τα πολλά η φωνή έπεισε την Ελβίρα να μαζέψει τα κομμάτια της και να πάει να ξαπλώσει να ηρεμήσει.

Κι ήταν αργά τη νύχτα όταν το μικρό ποντίκι ξαναβγήκε από την τρύπα του μη μπορώντας να κοιμηθεί απ’ την συνταρακτική μυρωδιά που του είχε σπάσει τη μύτη. Μέσα στο σκοτάδι ακολούθησε την τσίκνα που τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα της Ελβίρας. Προχώρησε μέσα σιγά να μην ξυπνήσει την Τίνα που κοιμόταν στα πόδια της αφεντικίνας της. Η Ελβίρα πάλι δεν κοιμόταν, στριφογύριζε στο στρώμα αναστενάζοντας κάθε τρεις και λίγο. Το μικρό ποντίκι σούφρωνε και κουνούσε τη μουρίτσα του προσπαθώντας να καταλάβει τι ψήνεται. Σχεδόν άκουγε το τσιτσίρισμα, κάτι ψηνόταν εκεί μέσα, μα δε μπορούσε να δει από πού βγαίνει η νόστιμη ευωδιά.

Απογοητευμένο αποφάσισε να πάει προς την κουζίνα. Μα όπως ανέβηκε στο νεροχύτη –που δίπλα του η Ελβίρα έβαζε την τροφή της γάτας- είδε την κατσαρόλα πλυμμένη και βαλμένη ανάποδα, για να στεγνώσει. Στάθηκε και καθρεφτίστηκε πάνω της. Το μικρό σεμνό ποντίκι μέσα στον παραμορφωτικό καθρέφτη του ατσαλιού φαινόταν σαν ένας τεράστιος χοντρός αρουραίος. Κορδώθηκε. Ίσιωσε τα μουστάκια του. «Ξαναγύρισα σαν αρουραίος» μονολόγησε σκεπτόμενος το δέος και τον τρόμο που προξένησε στην Ελβίρα η παρουσία του το πρωί! Λες και ήταν στα καλλιστεία για Μίστερ Κόσμος, έκανε μπράτσα μπροστά στην κατσαρόλα σαν body builder χασκογελώντας όλο καμάρι. Μα όπως κουνούσε τα ποδαράκια του γεμάτο αυτοπεποίθηση, σκούντησε κατά λάθος την κατσαρόλα που πάνω της στηριζόταν το γυάλινο καπάκι της. Εκείνο γλίστρησε, έπεσε με φόρα και, συμπαρασύροντας το, γκρεμίστηκαν μαζί στο πάτωμα .
«Ύπουλο πρόγραμμα αποπληρωμής κάρμα», ψιθύρισε το ποντικάκι καθώς βούλιαζε μέσα στο αίμα του.

Η Ελβίρα πετάχτηκε απ’ το στρώμα και έτρεξε στην κουζίνα. «Ποιος είναι εκεί»; Φώναξε. Ο τρόμος την πάγωσε και μέχρι να βρει το θάρρος να ανάψει το φως αδράνησαν όλες οι τρέχουσες λειτουργίες του οργανισμού της. Για λίγα δευτερόλεπτα το τσιτσίρισμα διακόπηκε. Η μυρωδιά της τσίκνας σταμάτησε. Για λίγα δευτερόλεπτα μόνο. Για λίγα δευτερόλεπτα η Ελβίρα έπαψε να βράζει στο ζουμί της. Σταμάτησε η καρδιά να μαγειρεύει το μυαλό. Μόνο για λίγο. Για τόσο λίγο.