

ενα pop blog, αφριζον κι ελαφρο οπως τα κυματα στην αμμο, αφρισμενο και σκληρο οπως τα κυματα στο βραχο
(Downtempo ποστ με μουσικές από τα καλάθια της Ninja Tunes (διάλεξα τα καμάρια της Bonobo και Fink αλλά και ανθρώπους που αγαπά -Andy Korg, Parov Stelar, Sebastien Tellier) καθώς και τραγούδια που συντρόφεψαν τα τελευταία καλοκαίρια (Royksoop, Husky Rescue, Au revoir Simone, Joe Beats και ο δικός μας Serafim Tsotsonis). Είναι πολλά, είναι καλά. Κατεβάστε τα και ακούστε τα μια βροχερή μέρα. Θα με θυμηθείτε. Μην μπείτε στον κόπο να τα ακούσετε τώρα, θέλουν χρόνο και νύχτα. Κατεβάστε τα και θα πίνετε στην υγειά μου όταν τα ακούτε –trust me)!
Τον ξύπνησαν μέσα στο σκοτάδι. Ο υπηρέτης υποκλίθηκε κι έπειτα ακίνητος του ανακοίνωσε το λόγο της αιφνίδιας επίσκεψής του. Ο Μπονόμπο Σάι Γιάγκε του έκανε νόημα να ξεκινήσει την επιστροφή για το παλάτι της δυναστείας Κέττο και θα τον προλάβει στη διαδρομή. Ο υπηρέτης υπάκουσε και τον άφησε να φορέσει μόνος την μαύρη του στολή.
Περπατούσε για ώρα μα δεν τον είδε πουθενά και μόνο όταν έφτασε πίσω στο παλάτι, κάτι ένιωσε. Σαν μια ανάσα να άκουσε μέσα στη νυκτωδία των κουκουβάγιων και των τριζονιών. Και τότε κατάλαβε ότι Μπονόμπο είχε φτάσει πριν από αυτόν.
Ανέβηκαν αργά στο δωμάτιο του αυτοκράτορα. «Ψήνεται στον πυρετό» είπε ο γιατρός που τον κούραρε χωρίς να βλέπει βελτίωση. Εκείνος μπήκε αθόρυβα και γονάτισε πλάι στην κλίνη του ηγέτη.
-Νίντζα Μπόνομπο, είπε εκείνος κοφτά, όπως πάντα απότομα μίλαγε. Μα χωρίς το σθένος της βροντερής φωνής του.
-Άρχοντα Κέττο, χαμήλωσε το κεφάλι εκείνος.
-Η μητέρα μου είδε ένα όνειρο πριν ένα χρόνο ακριβώς. Πριν ένα χρόνο ακριβώς είδε ότι η σύζυγος μου γέννησε τρία μωρά.
Ο Νιντζα Μπόνομπο Σάι Γιάγκε σήκωσε ελαφρά το βλέμμα του.
-Δεν εννοείται την ... ψέλισσε.
-Ναι, εννοώ την αρχόντισσα Τρι Στε Ζα, που έκλεψε ο Μογγόλος Χαν Τζε Λάι και μαζί της κατέλαβε την σιβηρική μας περιοχή.
Ο Νίντζα Μπονομπο ξανακατέβασε τα μάτια.
-Και από εμένα θέλετε...
-Η μητέρα μου πριν τρεις νύχτες είδε την Τρι Στε Ζα νύφη. Αυτοί οι απόγονοι θα γίνουν απόγονοι του Χαν Τζε Λάι. Πολεμιστές δικοί του. Πεθαίνω Μπονόμπο. Και θέλω τους τρεις απογόνους πριν πεθάνω. Θέλω τη μάνα των τριών βασιλιάδων που θα αφήσω πίσω μου. Των δικών μου συνεχιστών.
Και μετά από αυτό έκλεισε τα μάτια του και δεν του έδωσε το περιθώριο για άλλες ερωτήσεις.
Ο Νιντζα Μπονόμπο ήταν γνωστός σε όλη την Αυτοκρατορία για την ικανότητα να φτάνει παντού απαρατήρητος – σκιά γινόταν στο σκοτάδι, αερικό στον άνεμο. Και το πρόβλημα γι’ αυτόν δε θα ήταν να βρει την αυτοκράτειρα χωρίς να τον δουν. Θα ήταν να την πάρει πίσω χωρίς να την δουν. Γιατί αυτή δεν θα ήξερε να γίνει σκιά μες τη σκιά. Νερό μες το νερό. Χώμα μέσα στο χώμα.
Μπήκε σε ένα καραβάνι και έτσι κρυμμένος πέρασε τα σύνορα της Μογγολίας. Από εκεί ντυμένος μοναχός κατάφερε να φτάσει ως το μοναστήρι Χάουι Βάι που απείχε μόλις δυο χιλιόμετρα από το παλάτι του Χαν Τζε Λάι. Η επιχείρηση μέχρι εκείνο το σημείο είχε πάει καλά.
Με τη μαύρη του στολή, πετώντας πιασμένος απ’ τα πόδια ενός αετού μέσα στη νύχτα, ο Νίντζα Μπονόμπο πέρασε το ψηλό τείχος του κάστρου και προσγειώθηκε στην πίσω αυλή του παλατιού. Νυχοπατώντας στο φως της νύχτας προχώρησε προσεκτικά προς το δωμάτιο της αρχόντισσας. Σκαρφάλωσε από το αναρριχόμενο φυτό στο παράθυρό της. Πάντα ήταν αόρατος, έτσι και τη νύχτα εκείνη. Μα δίχως να φανεί ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του, η Τρι Στε Ζα τον ψυχανεμίστηκε.
-Ποιος είναι εκεί, ρώτησε.
-Μην φωνάξεις, δεν ήρθα για κακό, πρόβαλε εκείνος.
-Ποιος είσαι, τι θες.
-Θέλω εσένα.
-Ποιος σε στέλνει;
-Αυτός που του στέλνεις τα όνειρα.
-Δε στέλνω όνειρα εγώ!
-Αυτός που είσαι το όνειρό του
-Δεν καταλαβαίνω τι λες.
-Ο Άρχοντας Κέττο έχει γίνει μπλε. Μελανιάζει. Οι γιατροί δε βρίσκουν τι φταίει. Η μάνα του λέει πώς φταίει η απώλεια σου. Αν δε γυρίσεις θα πεθάνει. Έχει γεμίσει μέσα του. Το κορμί του διογκωμένο, μπλε γραμματοκιβώτιο γεμάτο σάπια όνειρα. Πρέπει να γυρίσουμε.
-Δεν είναι σάπια όνειρα, μα πρησμένη φιλοδοξία! Άσε με -είπε κείνη και τράβηξε με δύναμη το χέρι της που κράταγε εκείνος. Με άρπαξαν από τη φιλοδοξία του ενός, για να καταντήσω τρόπαιο στα χέρια του αντιπάλου του. Δε με νοιάζει κανείς τους. Μακάρι να χάνονταν και οι δυο.
-Αρχόντισσα, μου είπε να σε πάρω πίσω. Ή να σου πάρω τη ζωή.
Ο Νίντζα Μπονόμπο καθόταν στην πλάτη του αετού που κράταγε στα πόδια του την αρχόντισσα Τρι Στε Ζα, που γέλαγε σαν παιδί και άπλωνε τα χέρια της σαν πουλί κι αυτή στον άνεμο. Και όταν πια είδε από μακριά την πόλη της, το μέρος που μεγάλωσε, τον δρόμο της -το δρόμο με τις Λεύκες, «εδώ» φώναξε «θέλω», «εδώ να επιστρέψω, στον ξύλινο δρόμο μου» και κοίταξε τον Νίντζα Μπονόμπο. Κι εκείνος κλώτσησε τον αητό. Κι άνοιξε τα νύχια του βογκώντας το πτηνό. Κι εκείνη έπεφτε και είδε τα μάτια της να λάμπουν, σαν δυο αστέρια στο σκοτάδι κι έπειτα το κορμί της, το λευκό φορεμα, νούφαρο στην επιφάνεια της νύχτας. Διαλύθηκε σε χίλια πέταλα.
Κείνη τη νύχτα η βασιλομήτωρ είδε όνειρο πως λιώσανε τα χιόνια της Σιβηρίας, και έπνιξαν τον Χαν Τζε Λάι. Μονάχα ένα λευκό ζαρκάδι γλύτωσε που ήρθε ως τη χώρα τους και το έπιασαν οι χωρικοί του αυτοκράτορα, τον τάισαν το κρέας του και έγειανε.
Με το πρώτο φως του επόμενου πρωινού ο Νιντζα Μπόνομπο έφερε το κομματιασμένο κορμί της Τρι Στε Ζα όπως είχε ζητήσει ο άρχοντας. Η μητέρα του αυτοκράτορα το παρέλαβε, τον πλήρωσε και τον έδιωξε. Το πήρε, το καθάρισε, το έγδαρε, το γύμνωσε απ΄ τα κόκαλα και το μαγείρεψε για τον γιο της. Τρεις μέρες έτρωγε την γυναίκα ο βασιλιάς και την τρίτη ανάρρωσε. Στάθηκε στα πόδια του.
Όπως κάθε άνθρωπος όταν κατασπαράζει αυτό που στέκεται εμπόδιο στη φιλοδοξία του. Με τη γνώση ότι κανείς άλλος δεν κατέχει αυτό που ο ίδιος δε μπορεί να έχει. Ο Κέττο γύρισε στη διοίκηση της αυτοκρατορίας του. Ανακουφισμένος.
Something old… Six by seven – I. O .U ♥ . Καλό θα ήταν να σταματούσαν την καριέρα τους με αυτό το τραγούδι. Ήταν σίγουρα από τα κορυφαία τους... Something new… Τους πήρε χρόνια και δεκάδες πειραματισμούς που δεν ακούγονταν, για να βγάλουν οι of montreal επιτέλους ένα γκαζωμένο και εμπνευσμένο άλμπουμ. Αλλά μιλάμε για τραγούδι αριστούργημα: the past is a grotesque animal. Something borrowed… Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι το single του Fink που κυκλοφόρησε πρόσφατα είναι το τραγούδι του φθινοπώρου. Αλλά θα το ακούσετε σε επόμενη λίστα. Για την ώρα πάρτε μια ιδέα για τον ήχο του από το Make it good –μια διαφοροποίηση στο if you stayed over του Βonobo. (ναι, είναι μια πρωτοτυπία, ο τραγουδιστής του original να κάνει ρεμίξ στον dj)! Something blue… Dave Byrne - Speechless. Έγχορδα λαχανιασμένα, μουρμουρητό σαν προσευχή, λάσπη και συννεφιά και να! σα να βγαίνει ο ήλιος κάπου από πίσω... (από το μαγικό soundtrack του Young Adam) |
Η γιαγιά του στο νοσοκομείο -«την περιμένουμε από ώρα σε ώρα» λέει
«Πάραυτα θέλω να σε δω, ισχύει η έξοδος για το Μεξικάνικο, εντάξει;»
«Θα βάλω το πιο όμορφο φουστάνι μου» του λέει και μπαίνει στο μπάνιο, «θα πιάσω απάνω τα μαλλιά, θα γίνω μια Σπανιόλα θεά» και ετοιμάζεται.
Την περιμένει από πριν στο σημείο του ραντεβού. Ντυμένος με παραλλαγή και αθλητικά παπούτσια «δεν είναι δυνατόν» σκέφτεται εκείνη μα το κάνει γαργάρα «το μαγαζί που διάλεξε είναι καλό, ας μην κάνω σκηνή για τα ρούχα του».
Στο δρόμο της λέει για τη γιαγιά του –«η καημένη είναι δέκα χρόνια χωρίς τον παππού και τώρα πάει να τον βρει». Της έρχεται το «καημένη μου γιαγιά –α – α- α» του Καρβέλα αλλά ευτυχώς πνίγει το γέλιο. «Την καημένη» λέει και κουνάει το κεφάλι με περίλυπο ύφος.
Στη στροφή για Βάρη ένα μαύρο γατάκι καθισμένο στη μέση του δρόμου. Το βλέπει, βγάζει φλάς, σταματάει πενήντα μέτρα πιο κάτω. «Είναι χτυπημένο» λέει και κατεβαίνει να το μαζέψει. «Μια χαρά είναι, απλά ζώον! Άστο, θα σε πατήσει κανένας».
Τρέχει τελικά εκείνος μπροστά, τρέχει κι εκείνη στα τακούνια της, το πιάνει πρώτος, τα μαύρο γατάκι, τόσο μωρό. «Έχει σπάσει τίποτα» του λέει μιας και αυτός το κρατάει στα χέρια του. «Όχι, μια χαρά είναι, απλά υποσιτισμένο». «Δε νομίζω, το βλέπω για εσωτερική αιμορραγία, λες να προλάβω να το πάω στον κτηνίατρο αύριο;»
Ανοίγει το πορτ-μπαγάζ . «Τι είναι αυτές οι κάσες» τη ρωτάει βλέποντας τέσσερα ξύλινα κασόνια, απ’ τα μικρά, που βάζουν τις φράουλες μέσα. «Τα μαζεύω για τον ανιψιό μου, τα θέλει για τα παιχνίδια του». Βάζει το γατάκι σ’ ένα κασόνι.
«Μη μου πεθάνεις απόψε» σκέφτεται.
«Μη μου πεθάνεις απόψε Καζιάνη» της έλεγε κάποτε ο αφεντικός της.
Όταν είχε τις μαύρες της.
Συχνά δηλαδή.
Φτάνουν στο Μεξικάνικο, δεν υπάρχει τραπέζι «είναι δυνατόν δεν έχεις κλείσει Σάββατο βράδυ τραπέζι»; λέει εκείνη πλήρως απογοητευμένη. «Δε φαντάστηκα ότι χρειάζεται» λέει χαλαρός αυτός. «Αλίμονο, γιατί να χρειάζεται να κλείσεις τραπέζι στο πιο διάσημο Μεξικάνικο της πόλης» αφρίζει εκείνη! Στο δρόμο της επιστροφής, πέφτουν τηλέφωνα σε κάθε γνωστό της, πέφτουν τα μέσα, να βρεθεί ένα τραπέζι σ’ ένα καλό ρεστοράν–μην πάει τζάμπα το ρημαδοφόρεμα και ο Σπανιόλικος κότσος.
Μετά από
«Ο παππούς, που λες πέθανε, σαν αύριο, πριν δέκα χρόνια, περίεργο ε; Λες να έχει κάτι ο καιρός»; «Δεν ξέρω, γενικώς φεύγουν πολλοί το φθινόπωρο» λέει εκείνη και εννοεί τον Πάνο που χώρισαν Οκτώβριο πριν χρόνια, μπροστά στην σκέψη συγκατοίκηση ή χωρισμός επέλεξε να την χωρίσει.
«Μη μου πεθάνεις απόψε Καζιάνη» της έλεγε τότε ο αφεντικός της.
«Last night a dj saved my life» έλεγε εκείνη, που κάθε βράδυ την έβγαζε σε μια μπάρα. Να πίνει.
Δυο ώρες και τρία ποτήρια κρασί μετά εκείνη σκέφτεται ότι «αν υπάρχει κάπου Θεός γιατί δεν έχει έρθει ακόμα να με σώσει από αυτή την παρωδία νυχτερινής εξόδου»; Και τότε χτυπάει το τηλέφωνο. «Ναι. Όχι! Έρχομαι ρε μάνα, έρχομαι» Πέθανε η γιαγιά. «Καημένη μου γιαγια- α- α –α» πάλι της έρχεται αυτό, θέλει να γελάσει, δεν ξέρει τι έχει πάθει.
Πληρώνουν και φεύγουν. Ανοίγει το πορτ-μπαγάζ να δει το γατάκι «-δεν πιστεύω να έσκασε απ’ την κλεισούρα». Το κασονάκι είναι γεμάτο αίμα. Το γατάκι κουρνιασμένο μέσα του.
«Θα μου πεθάνεις απόψε» σκέφτεται.
«Θα μου πεθάνεις γαμώτο κι εσύ απόψε» λέει και το χαϊδεύει.
«Μωρό μου, στενοχωρήθηκες για τη γιαγιά, τι ψυχούλα είσαι» την παίρνει αγκαλιά ο άλλος.
Δυο το βράδυ. Η γιαγιά πέθανε. Μαζί οι ελπίδες της για μια νέα σχέση –πού πας κι εσύ βρε απελπισμένη, με τον Κροκοδειλάκια; Στο τηλέφωνο μηνύματα σωρό. Κανένα από αυτόν που περιμένει.
Παρκάρει σπίτι. Ανοίγει το πορτ- μπαγάζ.
«Περιμένω πολλούς θανάτους απόψε» είχε σκεφτεί.
Μα «τα μαζεύω για τον ανιψιό μου» του απάντησε.
Πιάνει το γατάκι. Ψυχορραγεί στην παλάμη της. Το αίμα του ζεστό.
«Μην μου πεθάνεις απόψε Καζιάνη» της έλεγε τότε ο αφεντικός της.
«Θέλω να πεθάνω απόψε» γράφει μήνυμα εκείνη.
«Θέλω να πεθάνω». Στο κινητό του. Με δάχτυλα γεμάτα αίμα. Καυτό θανάτου.
Καμιά απάντηση.
Σε κάποιο κλάμπ,. Κάπου αλλού. Με κάποια άλλη. Έχει ήδη πεθάνει γι’ αυτόν.
Πιάνει τα κασόνια. Πάει προς τον κάδο. Τα αραδιάζει στη σειρά στο πεζοδρόμιο. Ένα για τη γιαγιά. Ένα για το γατάκι. Ένα για τον εαυτό της. Ένα για την χαμένη νύχτα. Μια μεγάλη κηδεία έχουμε απόψε.
Είναι ωραία να πεθαίνεις ανάμεσα σε άλλους.
Καλύτερα απ’ το να ζεις μόνος σου.
Ανεβαίνει στο σπίτι. Κλείνει το κινητό.
«Πέθανε απόψε» λέει στον εαυτό της μέσα στο σκοτάδι.
«Αλλά καημένη έχει μόνο τρεις μέρες να αναστηθείς. Και κοίτα να ξεπλυθείς απ’ όλο το άρρωστο αίμα ως τότε».
«Θα επιστρέψω. Θα είμαι η μεγαλύτερη επιστροφή μετά τον Λάζαρο».
Βάζει το μαξιλάρι πάνω απ’ το κεφάλι της και πέφτει σ’ έναν ύπνο βαθύ. Ίδιο θάνατο.
(η vain ήθελε να κολυμπήσει σε ...dark waves και ο Σαμμάνος άδραξε την ευκαιρία/ επιθυμία της για να θυμηθεί τα νιάτα του στο «Χοροστάσιο» προς δεκαετίας και να σας μεταφέρει τα μουσικά παραμύθια και τις dark ιστορίες που έζησε εκεί )!
«Πες μου, πες μου ποιες είναι οι πιθανότητες κύκνε μου» λέει η Περσεφόνη και αγκαλιάζει το εβένινο αυτοκρατορικό πουλί. Εκείνο τυλίγει το λαιμό του γύρω απ’ τον δικό της. Νιώθει τη φλέβα της που χτυπά με αγωνία κρυμμένη στο μαύρο του μποά. Με το ράμφος του ψιθυρίζει κάτι μέσα στις σκιές που ρίχνουν τα φυλλώματα των δέντρων στη λίμνη. Ψιθυρίζει κι έπειτα απλώνει τα φτερά του, πετάει μέσα στο νερό και χάνεται στο σκοτάδι ξανά.
Εκείνη τινάζει τα φύλλα που έχουν πέσει πάνω της. Φθινόπωρο στον Κάτω Κόσμο. Άνοιξη μπαίνει στον επάνω. Την επομένη είναι η εαρινή ισημερία στη γη. Πρέπει να φύγει. Μένουν μόνο 24 ώρες. Κι έπειτα 6 μήνες. Έξη ολόκληροι μαρτυρικοί μήνες μακριά του.
Περπατάει ξυπόλητη πάνω στο νωπό χώμα –όταν θα ανέβει στο κρεβάτι εκείνος θα γκρινιάξει «έλα ρε μωρό μου, μη φέρνεις όλη τη βρομιά εδώ στο στρώμα που κάνουμε αγκαλιές». Περπατάει ξυπόλητη λες για να νιώθει το κρύο έδαφος, για να θυμάται πως δεν κοιμάται. Εισπνέει το βαρύ άρωμα των νυχτολούλουδων –της είχε δώσει δυο ρίζες μόλις πρωτογνωρίστηκαν, τις φύτεψε μπροστά στο μπαλκόνι της. Μα στη γη ανθίζουν μόνο ένα βράδυ του καλοκαιριού, εκεί ανθίζουν όλες τις νύχτες. Κοντά του. Δε θέλει να φύγει. Δε θέλει.
«Μωρό μου» σκύβει και του ψιθυρίζει.
«Μμμ» λέει μέσα στον ύπνο του εκείνος.
«Θέλω να έρθεις κι εσύ μαζί μου αύριο στη γη».
«Δε γίνεται, το ξέρεις» απαντά ήσυχα αυτός.
«Μωρό μου δε μπορώ πάλι, έτσι»
«Δεν μπορώ ν’ ανέβω, δε με αφήνουν, κανείς δε θέλει έναν ξένο στον τόπο του».
Η Περσεφόνη σωπαίνει. Εκείνος βυθίζεται ξανά στο βαθύ ποτάμι του ύπνου. Μα λίγο μετά νιώθει να μουσκεύει. Νερό κυλάει στο πρόσωπό του, στα μαλλιά του. Σκουπίζει το δέρμα του με την ανάποδη της παλάμης του. Τι όνειρο περίεργο. Νιώθει το νερό. Ζεστό. Ανοίγει τα μάτια και βλέπει την Περσεφόνη από πάνω του. Ακίνητη. Να κλαίει.
«Αχ, να ήταν η κυρά Δήμητρα εδώ να σε καμαρώσει: «δεν έχουμε πει, όχι δάκρυα για τα πλάσματα της νύχτας»! λέει αυτός πειραχτικά και την πιάνει αγκαλιά. «Έλα αγάπη μου, έξη μήνες είναι, τι είναι έξη μήνες μπρος στην αιωνιότητα»;
«Αναίσθητε! Καθόλου δε σε νοιάζει; Δε θα σου λείψω; Φίλα με» του λέει.
Εκείνος γυρνάει το κεφάλι του απ’ την άλλη. Την κρατάει σφιχτά μέσα στη σκοτεινή αγκαλιά του. Δεν τη φιλά.
«Πάρε με» του λέει κι εκείνος
«Ξέρεις τους νόμους» της λέει.
Ξέρεις τους νόμους.
Η ζωή μας κάνει κύκλους. Στον κάτω κόσμο η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα. Το βράδυ με σκοτάδι. Μια μελάσα γλυκιάς ραστώνης μοιάζει να τυλίγει τα πάντα και τα ζευγάρια περνούν τις νύχτες αγκαλιά, σαν μαύρο μέλι να τους κρατάει έτσι κοντά. Μα στον πάνω κόσμο είναι αλλιώς. Ο ευθύγραμμος χρόνος είναι κάτι που εφευρέθηκε σ’ αυτόν. Εκεί που ηλιαχτίδες- χάρακες τραβάνε γραμμές ανάμεσα στα πράγματα. Και ξεχωρίζουν την μέρα απ’ τη νύχτα. Το σήμερα απ’ το αύριο. Εκεί αν φύγεις από κάπου δεν ξαναγυρνάς. Το φως ενσαρκώνει ταχύτητα: χώρο και χρόνο. Ποτέ αυτά τα δυο το ίδιο μαζί, ποτέ ξανά δε ζεις την ίδια στιγμή. Κρίκος κλειστός η κάθε μέρα. Νόμος.
«Πάρε με» τον ικετεύει και γονατίζει μπροστά του.
«Μωρό μου, δε μπορώ αν το κάνω θα είναι για πάντα»
«Πάρε με τώρα» ουρλιάζει και χώνει τα νύχια της στην πλάτη του όπως γαντζώνεται πάνω του, «δε φεύγω, πάρε με» ουρλιάζει και με δύναμη υπεράνθρωπη που κάνει κι εκείνον, θεό ολόκληρο, τον Θεό της, να μη μπορεί να αντιδράσει, τον παγιδεύει κάτω απ’ το σώμα της.
«Δε θα υπάρξει δρόμος επιστροφής» της λέει εκείνος και την σπρώχνει μήπως προλάβει τη συμφορά.
«Δε θέλω να επιστρέψω πουθενά. Μόνο σ’ έσένα. Θέλω να επιστρέφω μόνο σ’ εσένα». Και του πατάει με τον αγκώνα τον λαιμό.
«Είσαι τρελή, θα πεθάνει η ανθρωπότητα».
«Δε με νοιάζει η ανθρωπότητα, μαζί σου έγινα θεά, οι θεοί δε νοιάζονται για τα μυρμήγκια»!
Εκείνος κάνει να την χτυπήσει, εκείνη προσπαθεί να τον κρατήσει κάτω. Ένα φτερούγισμα έξω απ’ το παράθυρο. Αλαφιάζονται.
«Ποιες είναι οι πιθανότητες, ποιες είναι οι ελπίδες κύκνε μου» λέει εκείνη νιώθοντας το πουλί να πλησιάζει.
Κι εκείνο απλώνει τα μαύρα του φτερά πάνω στα μπράτσα του Πλούτωνα. Τον ακινητοποιεί. Πλούτων δεσμώτης.
Η Περσεφόνη, η άβουλη πειθήνια κόρη, εκείνη που τον κοίταζε με μάτια ελαφιού αρχίζει να κουνιέται πάνω του σαν λέαινα λαβωμένη. Τα μαλλιά της τινάζουν γλώσσες φωτιάς και το βλέμμα της πετάει φλόγες καθώς τον νιώθει μέσα της, να κυλάει στις φλέβες της, ένας έρωτας σαν αίμα, ένας έρωτας χωρίς επιστροφή.
«Σε ψάχνουν» λέει ο Πλούτωνας που ακούει τον άνεμο να λυσσομανάει και να χτυπάει τη γη, σα να προσπαθεί να βρει χαραμάδα να μπει, να την βρει, να την αρπάξει πίσω.
«Δεν έχω πουθενά να πάω».
«Τι γυρεύει μια ζωντανή στο βασίλειο των νεκρών»;
«Κάτι που στο βασίλειο των ζωντανών βρίσκεται σε αποσύνθεση»
«Ζοφώδης τε κι ασέληνος ο έρως»...
«Για να κάνει ένας δεσμός ανταύγεια, φέρ' τε του σκοτάδια» χαμογελάει αυτή καθώς τον φιλάει.
Something old… Shocking Blue – Hot sand. Θα μπορούσε να είναι καινούριο και να κάνει Detroit cobras και Yeah yeah yeahs να κοπανιούνται σε τοίχους που δεν είναι δικό τους single. Όσο για την άμμο, είναι ακόμα καυτή Οκτώβρη μήνα.
Something new…
Something borrowed… Δεν ξέρω αν είναι η εποχή του Υδροχόου μια φορά η εποχή του Φθινοπώρου μόνο ημερολογιακά έχει έρθει. Οπότε ίσως δεν είναι κακή η ιδέα του Νικήτα Κλίντ να γίνουμε συλλέκτες ηλιαχτίδων –οι στίχοι είναι έξυπνοι και χωρίς τις παγίδες του αν- δεν- μιλάω- σαν- γουρούνι- με- IQ- ύψους- υπονόμου- τι- σόι- hip- hop κάνω- ενώ το sample των Fifth Dimension λειτουργεί πολύ απογειωτικά.
Something blue… Jill Cunniff – Kaleidoscope. Συνεχίστε να γυρίζετε το καλειδοσκόπιο των καλοκαιρινών αναμνήσεων μέσα στο μυαλό σας και, ό,τι καιρό και αν κάνει αύριο μην τον αφήσετε να σας χαλάσει το αξίωμα: πάντα κάπου είναι καλοκαίρι!
«σε καυλώνω άρα υπάρχω» το μοτό των glamour- junkies γύρω μας
Μου είπες να βγούμε. Μετά έστειλες μήνυμα «το πνεύμα πρόθυμο η δε σαρξ ασθενής, τα λέμε άλλη μέρα, ναι;». Πήρα ανάποδες. Ξέρω ότι αυτά τα λες σ’ εμένα στις 9 και ως τις 11 θα έχεις ανασυντάξει τη θεσπέσια σάρκα και τις δυνάμεις της και θα βγεις έξω απαστράπτουσα με άλλους. Πουτάνα!
Με τις φόρμες απ’ το γυμναστήριο, όπως μόλις έχω μπει σπίτι, ξαναβγαίνω. Γραμμή στο video club –με τα πόδια, δεν πήρα τα κλειδιά του σέατ. Νύχτα και όπως περπατώ σ’ ένα στενό, μια μπόρα πιάνει ξαφνικά. Μπόρα τρελή. Αδίστακτη.
Τρέχω κάτω από ένα υπόστεγο μα η βροχή, χοντρές σταγόνες, σαν να λυγίζει για να πέσει πάνω μου. Λίγο πιο κάτω βλέπω φως, κάτι σαν φούρνος / ζαχαροπλαστείο, κοιτάζω μέσα τα γλυκά, στο πορτοφόλι τα λεφτά «δυο τουλουμπάκια θα πάρω, ίσα να χάσω χρόνο μέχρι να περάσει η καταιγίδα».
Οι λαμαρίνες με τα γλυκά είναι τόσες πολλές και συνωστισμένες, φτάνουν ως την τζαμαρία, αφήνοντας ένα τόσο δα πέρασμα στην πόρτα.
-Τι θέλει το αγοράκι μας;
Χαμογελάει η μούμια στην ταμειακή μηχανή.
-Νεαρός, της λέω.
Είπαμε μικροδείχνω αλλά είμαι 32 διάολε!
-Αγοράκι δείχνεις μάτια μου, αγοράκι.
-Τουλουμπάκια λέω, μόνο αυτά έχετε; Βλέποντας τρία όλα κι όλα κι αυτά πνιγμένα στο σιρόπι.
-Σε λίγο βγαίνει το ταψί, περίμενε.
-Αν βγουν σε πέντε λεπτά να περιμένω, αλλιώς...
-Πάω να ρωτήσω, γελάει η γριά και σηκώνεται, περνάει μπροστά μου.
Είναι κοκαλιάρα και κοκέτα, πράσινο μολύβι στα μάτια, βλέφαρα λιλά, κόκκινο κραγιόν και ξανθιές χυτές μπούκλες, σαν κούκλα πορσελάνης που τη βάλανε στο φούρνο και αφυδατώθηκε, ρουφήχτηκε και ζάρωσε.
Όπως κοιτάω ψηλά συνειδητοποιώ πως αυτό δεν είναι ένα κανονικό μαγαζί. Είναι ένα ψηλοτάβανο οίκημα, σχεδόν περασμένου αιώνα, με έναν πελώριο πολυέλαιο να φωτίζει στο κέντρο και πιο μέσα δωμάτια με πόρτες ανοιχτές, βαμμένα σε χρώματα παλαβά –blue ultramarine και red vermillion, γεμάτα έπιπλα πολύχρωμα σαν παιδικά ή –πιο σωστά- σαν φτιαγμένα όλα από παπιέ μασέ και βαμμένα με τέμπερες.
Βλέπω μια στενή ξύλινη σκάλα να κατεβαίνει η γριά που μου γελάει και μου γνέφει με το δάχτυλο να ακολουθήσω, μάλλον για να μου δείξει κάτι στην κουζίνα. Μα εκεί δεν είναι η κουζίνα. Κατεβαίνοντας ώρα σάμπως στα τάρταρα, σε αυτό το στενό διαδρομάκι φτάνουμε σε ένα δωμάτιο που μυρίζει φράουλα και γιασεμί.
Ανάβει το φως και ένας προβολέας πέφτει πάνω σ ένα διώροφο κρεβάτι. Κι εκείνη πάει και κάθεται πάνω του, ενώ εγώ κοιτάω από ψηλά, πιάνει δυο κούκλες σαν πήλινες, η μια ντυμένη Αμερικάνα απ’ τη Ντακότα –μπότα καουμπόη, τζιν, γυμνή απ’ τη μέση και πάνω με πλούσιο στήθος πλαστικής. Κι ο άντρας σαν Μοϊκάνος κουρεμένος παράξενα, μελαχρινός και γυμνός, με ένα πανί δεμένο γύρω απ’ τους λαγόνες του. Τους βάζει να σταθούνε δίπλα, το αρσενικό πέφτει.
«Α, πάντα αυτό γίνεται» μονολογεί και πιάνει την κούκλα στα χέρια της, την μαλάζει και, σαν από πλαστελίνη αυτή τελικά, λιώνουν τα πόδια της, κόβονται από τη μέση και έτσι, ένα μισό κουφάρι τον βάζει δίπλα στη γυναίκα, που έχει πέσει τώρα αυτή.
«Γιατί καλή μου, αφού τον έκανα όπως ήθελες, γιατί» και της τρίβει με τα δάχτυλα την πλάτη, το στήθος, σα να της κάνει μασάζ, σα να απολαμβάνει την αφή τους.
Βρίσκω αηδιαστικό το θέαμα μα μια αποτρόπαια γοητεία με καθηλώνει στην οξύμωρη εικόνας της –μια 100χρονη που θέλει να τη βλέπουν να παίζει με τις κούκλες της. Μένω έτσι λίγο εκεί, ψηλά από τη σκάλα, να κοιτάζω. Μέχρι που κάποια στιγμή, κοιτάζω γύρω απ’ τη γριά. Εκεί στο σκοτάδι. Πίσω της.
Έχει δεκάδες. Δεκάδες κρεβάτια μονά, σαν τις κουκέτες του στρατού, τόσο κοντά το ένα με το άλλο, τόσο αποπνικτικά. Και πάνω τους έχει ζευγάρια. Ανθρώπους. Δηλαδή σαν ζευγάρια. Και σαν ανθρώπους. Γιατί δεν ξεχωρίζω καλά. Αλλά βλέπω τέλεια σώματα, άψογα, αλαβάστρινα, θεϊκά. Το ένα κολλημένο στο άλλο. Αγγίζονται με ένα τρόπο σα να τους παίρνει η τηλεόραση, με ένα τρόπο να μη χαλάσει το μαλλί, το μακιγιάζ. Κάνουν έρωτα χωρίς γκριμάτσα, χωρίς ένα αναστεναγμό δείχνοντας ένα χαμόγελο όλο λάμψη. Δεν το θέλω μα κάθομαι πίσω στην σκάλα. «Γκντουπ» ακούγομαι. Όλοι ακινητοποιούνται ξαφνικά. Στρέφουν και με κοιτούν –όλοι εκτός από αυτούς που είχαν το σωστό προφίλ και γύρισαν μόνο τα μάτια, προσπαθώντας να με βρουν με την περιφερειακή τους όραση.
«Δεν είναι αυτό που φαίνεται! Συγνώμη! Φεύγω» λέω ήσυχα και κάνω να οπισθοχωρήσω. Μα τότε «για πού το ’βαλες, μείνε λίγο» φωνάζουν και οι νταγλαράδες σηκώνονται, τους βλέπω να πλησιάζουν καταπάνω μου.
Γυρνάω μπροστά και αρχίζω να σκαρφαλώνω πίσω το λαγούμι, «γαμω το διάδρομο στο gym, γαμώ» φωνάζω, «τίποτα δεν κάνει, καμιά εκρηκτικότητα στο τρέξιμο μου», νιώθω την ανάσα τους πίσω μου, ένας μου πιάνει το πόδι, γυρνάω και κλωτσάω, βλέπω την πορσελάνινη μούρη του αιμόφυρτη και γκρεμίζεται, «συγνώμη αλλά αλήθεια θέλω να φύγω!» μια γυναίκα με πιάνει, της χώνω ένα σκαμπίλι, ένας φακός επαφής εκφενδονίζεται και βλέπω το κορμί της κάτω απ’ το λαιμό, όλο τραβήγματα και ράμματα, τρύπες και κλωστές, «τα βυζιά της Τζολί, η κοιλιά της Ζιζέλ, τα κωλομέρια της Στόουν, τα χείλη της Αλίκης» μου λέει όλο καμάρι «Κοίταξε με» μου ζητάει μα εγώ κλείνω τα μάτια αηδιασμένος, «κοίταξέ με σου λέω», «άσε με, δε θέλω να σε ξαναχτυπήσω», «μη φεύγεις κοίταξέ μας» ουρλιάζει αυτή και μου δαγκώνει το πόδι.
Τα ζόμπι της ματαιότητας, ναρκισισμού και νεότητας, δεν είναι χορτοφάγα. Οι βρικόλακες της ομορφιάς τρέφονται με βλέμματα και είναι η σάρκα και το χρήμα όσων τους θαύμασαν η δύναμη που τους κρατά απ' να γίνουνε του γήρατος βορά.
Κι εγώ παλεύω με ό,τι έχω, νύχια- δόντια, δεν ξέρω τι, ανεβαίνω σχεδόν γονατιστός τις σκάλες, τα πόδια μου έχουν φτάσει στην πλάτη απ’ τον τρόμο. Βγαίνω ξανά στο φως, στο αλλόκοτο κουκλόσπιτο, πέφτω πάνω σε έναν μάγειρα φτιαγμένο από ζυμάρι –θα έχει βάλει τόση πούδρα για να κρύψει τις ραφές του που μοιάζει αλευρωμένος. «Δε θα πάρω ευχαριστώ» λέω περνώντας πλάι απ’ τα ζεστά και φρέσκα τουλουμπάκια και βγαίνω στη βροχή.
Στέκομαι κάτω της. Στέκομαι εκεί, ξεπλένομαι. Αφτιασίδωτος, καθαρός, υγιής. Στέκομαι και ξέρω ότι υπάρχω και δε χρειάζομαι τα μάτια κανενός να μου το πουν αυτό: το επιβεβαιώνει η βροχή. Το επιβεβαιώνει το νερό που με χτυπάει και ξέρω, υπάρχω, υποστατός κι αδιάλυτος.
Πήγα στο βίντεο κλαμπ μουσκίδι. Πήρα και είδα μια ταινία που θύμιζε Burton –μα στο λιγότερο τελειομανές και περισσότερο μινιμαλιστικό.
Το άλλο απόγευμα έστειλες μήνυμα ότι μου έχεις πάρει αντίτυπα από κάθε free press που κυκλοφορεί. Ακόμα κι από ένα που βγαίνει μόνο σ’ εκείνο το πολυτελές prive bar στο Κολωνάκι. Πουτάνα! Βγήκες τελικά –μη στερήσεις τη θέα σου από τους πλούσιους μεσήλικες που τρέχουν τα σάλια τους κι ανοίγουν μπουκάλια για πάρτη σου.
«Θες να βγούμε απόψε» με ρώτησες.
«Η μεν σάρκα μου πρόθυμη. Το δε πνεύμα σου ασθενές. Άστο καλύτερα...».
Όποια και αν είναι η λογική τους, οι κατηγοριοποιήσεις δεν είναι ποτέ αθώες ή απλώς περιγραφικές. Αντίθετα, μονίμως εμπλέκονται σε ταξινομήσεις, αποκλεισμούς και τελικά στη δημιουργία μιας πειστικής εκδοχής για την πραγματικότητα (αναπόφευκτα υφαίνονται δηλαδή στο πλέγμα της γνώσης/εξουσίας). Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι χάνουν και τη χρησιμότητά τους.
Rosalind Gill, Gender and the Media