Η Έμμυ τίναξε τη φράντζα που έκρυβε το μισό της πρόσωπο και έλεγξε αν το τσουλούφι στο κέντρο του κεφαλιού συνέχιζε να είναι όρθιο. Αφού έφαγε την τελευταία μπουκιά από το κερασμένο αμυγδαλωτό, είπε:
- Γιαγιά, έλα λίγο να σου δείξω κάτι, δεν έχεις σταθεί καθόλου από την ώρα που ήρθα...
Η Ρακέλ άφησε το δίσκο με τη βυσσινάδα και τα μπισκότα, για να καθίσει δίπλα στην εγγονή της.
- Όλο εκπλήξεις είσαι εσύ, για να δούμε τι σκάρωσες αυτή τη φορά!
Η Έμμυ σήκωσε το αριστερό της μανίκι, για να αποκαλύψει ένα κινέζικο ιδεόγραμμα, χτυπημένο πρόσφατα σε ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι. Η Ρακέλ πετάχτηκε από την καρέκλα της και φώναξε.
- Τι είναι αυτό;
- Τατού! Δεν είναι πολύ ωραίο; Είναι το κινέζικο σύμβολο για την ελευθερία.
- Πέρασα πολλά στη ζωή μου, αλλά αυτό δεν το περίμενα από δικό μου άνθρωπο! Φύγε και μην ξαναπατήσεις εδώ!
Κατάρρευσε σε μια καρέκλα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, μουρμουρίζοντας «Κανείς δε με νιώθει, κανείς, κανείς..» Η Έμμυ δεν καταλάβαινε τίποτα, αλλά μετά από λίγη ώρα αποφάσισε να φύγει. Η γιαγιά της ήταν παράξενος άνθρωπος κι όταν θύμωνε, δεν υπήρχε τρόπος να της αλλάξεις γνώμη. Είπε μόνο: «Όταν νιώσεις καλύτερα, πάρε με τηλέφωνο. Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, δεν ξέρω τι έγινε.»
Η Ρακέλ άκουσε την πόρτα να κλείνει και σηκώθηκε για να περπατήσει τρεκλίζοντας μέχρι το μπάνιο. Σήκωσε τα μανίκια της ρόμπας της, τόσο ώστε να φανεί και ο αριθμός 156789 στο μπράτσο της, και άρχισε να ρίχνει νερό στο πρόσωπό της.
Ο Γιώργος χρειαζόταν πλέον μαγκούρα για να μπορεί να κάνει έστω και ελάχιστες αποστάσεις, από το σπίτι του μέχρι το φούρνο ή το φαρμακείο, είχε αποδεχτεί όμως αυτήν τη νέα κατάσταση και προσπαθούσε να τη δει θετικά: το αργό του βάδισμα του είχε επιβάλει να παρατηρεί πολύ πιο προσεκτικά τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω του και μετά από τριάντα χρόνια σε αυτήν τη γειτονιά, ανακάλυπτε γωνίες και λεπτομέρειες της που δεν τα είχε προσέξει ποτέ ως τότε.
Κοντοστάθηκε μπροστά από ένα στενό, για να πάρει μια ανάσα, εκεί πρόσεξε όμως ότι ένας νεαρός άντρας είχε σταθεί στο μισοσκόταδο για να κατουρήσει. Το βλέμμα του εστίασε στο μακρύ, καλοσχηματισμένο πέος του νεαρού, που είχε τραβήξει και πίσω το πετσάκι, για να μην πιτσιλιστεί, αποκαλύπτοντας μία πορφυρή, μισοερεθισμένη βάλανο. Πόσο καιρό είχε να δει γυμνό άντρα μπροστά του άραγε; Όσο για σεξ, δεν τολμούσε καν να σκεφτεί, φοβήθηκε από μικρός στη ζωή του και αυτό τον περιόρισε πολύ, πάρα πολύ.
Ο νεαρός τίναξε τις τελευταίες σταγόνες από κάτουρο και έβαλε το πέος του πάλι μέσα στο παντελόνι του. Γυρνώντας προς το δρόμο, πήρε χαμπάρι το γέρο, που είχε βυθιστεί βέβαια στις σκέψεις του, αλλά φαινόταν να τον καρφώνει με το βλέμμα του.
«Τι έγινε παππού; Παίρνουμε μάτι;» Ο Γιώργος τινάχτηκε και άρχισε να ψιθυρίζει μια δικαιολογία, με μια φωνή που είχε γίνει ακόμη πιο ψιλή τα τελευταία χρόνια, μετά την κατακόρυφη πτώση των ανδρικών ορμονών. Ο νεαρός πλησίασε το Γιώργο και τον έπιασε από το χέρι που δεν κρατούσε τη μαγκούρα, σηκώνοντας το ψηλά. «Αν σε πετύχω ξανά μπροστά μου, δε θα σεβαστώ ούτε την ηλικία σου ούτε τίποτα, πούστη γεροξεκούτη!» Το μανίκι της μάλλινης ζακέτας του τραβήχτηκε προς τα κάτω, για να εμφανιστεί ο αριθμός 124963.
Η γρια τσιγγάνα ήταν τυλιγμένη στο σάλι της, αλλά τουρτούριζε από το κρύο που ερχόταν από τις πλάκες του πεζοδρομίου, έτσι όπως είχε απλώσει τα πόδια της πάνω του. «Βοηθήστε με καλοί μου άνθρωποι, να φάνε ψωμάκι τα εγγόνια μου...» έλεγε και ξανάλεγε, και το είχε συνηθίσει τόσο πολύ πια, που περιπλανιόταν σε διάφορες σκέψεις παράλληλα, μέχρι να τη φέρει πίσω ο ήχος κάποιου κέρματος. Σε δύο μήνες θα έβγαινε ο γιος της ο Γιώργης από τον Κορυδαλλό, μετά θα ξεκουραζόταν λίγο, είχαν περάσει τα χρόνια, όλες της οι φίλες ήταν εδώ και καιρό πεθαμένες. «Αχ σο κα κερντάβ;» σκέφτηκε φωναχτά και κοίταξε τα κέρματα που είχε μαζέψει στο κεσεδάκι από το γιαούρτι. Ούτε δύο ευρώ, και ήταν εδώ από νωρίς το πρωί.
Ο αστυνομικός που στάθηκε ξαφνικά μπροστά της, χτύπησε ελαφρά με τη μπότα του το κεσεδάκι και της είπε αυστηρά αλλά ήρεμα. «Ελα γιαγιά, φτάνει για σήμερα. Σε λίγο θα περάσουν τα αυτοκίνητα των επισήμων για την παρέλαση από δω, δεν πρέπει να σε δουν.»
Αποδέχτηκε τη μοίρα της, ήταν όμως ολόκληρη υπόθεση να σηκωθεί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει γρήγορα. Μάζεψε τα πόδια της και προσπάθησε να βάλει δύναμη με το χέρι της, ανασηκώθηκε ελάχιστα και ξαναέπεσε πίσω. Ο αστυνομικός τη λυπήθηκε και της έτεινε το χέρι του, για να τη βοηθήσει. Απλώνοντας το δικό της για να κρατηθεί από τον αστυνομικό, το μανίκι της υποχώρησε ελαφρά και φάνηκαν τα δύο τελευταία νούμερα, το οχτώ και το έξι.
- Τι είναι αυτό γιαγιά; Έχεις κάνει φυλακή και χτύπησες τατουάζ;
- Το λες κι έτσι παλικάρι μου, φυλακή ήταν, αλλά σου γράφανε το ΄χερι, ήθελες δεν ήθελες. Παλιές ιστορίες, μην τις σκαλίζεις. Δώσε το χέρι σου τώρα να σηκωθώ.
[Οι κοινότητες των Εβραίων υπέφεραν τα πάνδεινα από το Ολοκαύτωμα, αλλά δεν ήταν οι μόνες. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στοιβάχτηκαν επίσης Τσιγάννοι/ες και ομοφυλόφιλοι, ως εξίσου κατώτερα είδη ανθρώπων.
Αν συνεχίζουμε να γιορτάζουμε σήμερα τον ηρωισμό κοντινών προγόνων μας, είναι ένας ηρωισμός που απέτρεψε την κυριαρχία μιας βαρβαρότητας, αλλά δεν την εξαφάνισε. Τιμή και μνημή λοιπόν, και στους ήρωες και στα θύματα, και τότε και τώρα.]
- Γιαγιά, έλα λίγο να σου δείξω κάτι, δεν έχεις σταθεί καθόλου από την ώρα που ήρθα...
Η Ρακέλ άφησε το δίσκο με τη βυσσινάδα και τα μπισκότα, για να καθίσει δίπλα στην εγγονή της.
- Όλο εκπλήξεις είσαι εσύ, για να δούμε τι σκάρωσες αυτή τη φορά!
Η Έμμυ σήκωσε το αριστερό της μανίκι, για να αποκαλύψει ένα κινέζικο ιδεόγραμμα, χτυπημένο πρόσφατα σε ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι. Η Ρακέλ πετάχτηκε από την καρέκλα της και φώναξε.
- Τι είναι αυτό;
- Τατού! Δεν είναι πολύ ωραίο; Είναι το κινέζικο σύμβολο για την ελευθερία.
- Πέρασα πολλά στη ζωή μου, αλλά αυτό δεν το περίμενα από δικό μου άνθρωπο! Φύγε και μην ξαναπατήσεις εδώ!
Κατάρρευσε σε μια καρέκλα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, μουρμουρίζοντας «Κανείς δε με νιώθει, κανείς, κανείς..» Η Έμμυ δεν καταλάβαινε τίποτα, αλλά μετά από λίγη ώρα αποφάσισε να φύγει. Η γιαγιά της ήταν παράξενος άνθρωπος κι όταν θύμωνε, δεν υπήρχε τρόπος να της αλλάξεις γνώμη. Είπε μόνο: «Όταν νιώσεις καλύτερα, πάρε με τηλέφωνο. Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, δεν ξέρω τι έγινε.»
Η Ρακέλ άκουσε την πόρτα να κλείνει και σηκώθηκε για να περπατήσει τρεκλίζοντας μέχρι το μπάνιο. Σήκωσε τα μανίκια της ρόμπας της, τόσο ώστε να φανεί και ο αριθμός 156789 στο μπράτσο της, και άρχισε να ρίχνει νερό στο πρόσωπό της.
Ο Γιώργος χρειαζόταν πλέον μαγκούρα για να μπορεί να κάνει έστω και ελάχιστες αποστάσεις, από το σπίτι του μέχρι το φούρνο ή το φαρμακείο, είχε αποδεχτεί όμως αυτήν τη νέα κατάσταση και προσπαθούσε να τη δει θετικά: το αργό του βάδισμα του είχε επιβάλει να παρατηρεί πολύ πιο προσεκτικά τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω του και μετά από τριάντα χρόνια σε αυτήν τη γειτονιά, ανακάλυπτε γωνίες και λεπτομέρειες της που δεν τα είχε προσέξει ποτέ ως τότε.
Κοντοστάθηκε μπροστά από ένα στενό, για να πάρει μια ανάσα, εκεί πρόσεξε όμως ότι ένας νεαρός άντρας είχε σταθεί στο μισοσκόταδο για να κατουρήσει. Το βλέμμα του εστίασε στο μακρύ, καλοσχηματισμένο πέος του νεαρού, που είχε τραβήξει και πίσω το πετσάκι, για να μην πιτσιλιστεί, αποκαλύπτοντας μία πορφυρή, μισοερεθισμένη βάλανο. Πόσο καιρό είχε να δει γυμνό άντρα μπροστά του άραγε; Όσο για σεξ, δεν τολμούσε καν να σκεφτεί, φοβήθηκε από μικρός στη ζωή του και αυτό τον περιόρισε πολύ, πάρα πολύ.
Ο νεαρός τίναξε τις τελευταίες σταγόνες από κάτουρο και έβαλε το πέος του πάλι μέσα στο παντελόνι του. Γυρνώντας προς το δρόμο, πήρε χαμπάρι το γέρο, που είχε βυθιστεί βέβαια στις σκέψεις του, αλλά φαινόταν να τον καρφώνει με το βλέμμα του.
«Τι έγινε παππού; Παίρνουμε μάτι;» Ο Γιώργος τινάχτηκε και άρχισε να ψιθυρίζει μια δικαιολογία, με μια φωνή που είχε γίνει ακόμη πιο ψιλή τα τελευταία χρόνια, μετά την κατακόρυφη πτώση των ανδρικών ορμονών. Ο νεαρός πλησίασε το Γιώργο και τον έπιασε από το χέρι που δεν κρατούσε τη μαγκούρα, σηκώνοντας το ψηλά. «Αν σε πετύχω ξανά μπροστά μου, δε θα σεβαστώ ούτε την ηλικία σου ούτε τίποτα, πούστη γεροξεκούτη!» Το μανίκι της μάλλινης ζακέτας του τραβήχτηκε προς τα κάτω, για να εμφανιστεί ο αριθμός 124963.
Η γρια τσιγγάνα ήταν τυλιγμένη στο σάλι της, αλλά τουρτούριζε από το κρύο που ερχόταν από τις πλάκες του πεζοδρομίου, έτσι όπως είχε απλώσει τα πόδια της πάνω του. «Βοηθήστε με καλοί μου άνθρωποι, να φάνε ψωμάκι τα εγγόνια μου...» έλεγε και ξανάλεγε, και το είχε συνηθίσει τόσο πολύ πια, που περιπλανιόταν σε διάφορες σκέψεις παράλληλα, μέχρι να τη φέρει πίσω ο ήχος κάποιου κέρματος. Σε δύο μήνες θα έβγαινε ο γιος της ο Γιώργης από τον Κορυδαλλό, μετά θα ξεκουραζόταν λίγο, είχαν περάσει τα χρόνια, όλες της οι φίλες ήταν εδώ και καιρό πεθαμένες. «Αχ σο κα κερντάβ;» σκέφτηκε φωναχτά και κοίταξε τα κέρματα που είχε μαζέψει στο κεσεδάκι από το γιαούρτι. Ούτε δύο ευρώ, και ήταν εδώ από νωρίς το πρωί.
Ο αστυνομικός που στάθηκε ξαφνικά μπροστά της, χτύπησε ελαφρά με τη μπότα του το κεσεδάκι και της είπε αυστηρά αλλά ήρεμα. «Ελα γιαγιά, φτάνει για σήμερα. Σε λίγο θα περάσουν τα αυτοκίνητα των επισήμων για την παρέλαση από δω, δεν πρέπει να σε δουν.»
Αποδέχτηκε τη μοίρα της, ήταν όμως ολόκληρη υπόθεση να σηκωθεί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει γρήγορα. Μάζεψε τα πόδια της και προσπάθησε να βάλει δύναμη με το χέρι της, ανασηκώθηκε ελάχιστα και ξαναέπεσε πίσω. Ο αστυνομικός τη λυπήθηκε και της έτεινε το χέρι του, για να τη βοηθήσει. Απλώνοντας το δικό της για να κρατηθεί από τον αστυνομικό, το μανίκι της υποχώρησε ελαφρά και φάνηκαν τα δύο τελευταία νούμερα, το οχτώ και το έξι.
- Τι είναι αυτό γιαγιά; Έχεις κάνει φυλακή και χτύπησες τατουάζ;
- Το λες κι έτσι παλικάρι μου, φυλακή ήταν, αλλά σου γράφανε το ΄χερι, ήθελες δεν ήθελες. Παλιές ιστορίες, μην τις σκαλίζεις. Δώσε το χέρι σου τώρα να σηκωθώ.
[Οι κοινότητες των Εβραίων υπέφεραν τα πάνδεινα από το Ολοκαύτωμα, αλλά δεν ήταν οι μόνες. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στοιβάχτηκαν επίσης Τσιγάννοι/ες και ομοφυλόφιλοι, ως εξίσου κατώτερα είδη ανθρώπων.
Αν συνεχίζουμε να γιορτάζουμε σήμερα τον ηρωισμό κοντινών προγόνων μας, είναι ένας ηρωισμός που απέτρεψε την κυριαρχία μιας βαρβαρότητας, αλλά δεν την εξαφάνισε. Τιμή και μνημή λοιπόν, και στους ήρωες και στα θύματα, και τότε και τώρα.]
9 σχόλια:
Αγαπημένε μου Αμμόκωστα,
μια και με αφορά άμεσα το σημερινό σου κείμενο, θα ήθελα να σχολιάσω λίγο πάνω στο πως διαμορφώνεται το μέλλον μετά από μια τέτοια εμπειρία. Μέσα από διηγήσεις των συγγενών μου, αυτό που μου έκανε πάντα εντύπωση είναι πως όσοι επέζησαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στη συνέχεια συνέχισαν τη ζωή τους με περισσότερο πάθος αλλά και διαύγεια από πριν. Η ικανότητα του ανθρώπου να επιβιώνει μιας τέτοιας εμπειρίας, έχει να κάνει και με το πόσο μπορεί να μην επιτρέψει να τον σημαδέψει. Να μην στοιχειώνει δηλαδή την σκέψη του και να μην "χρωματίζει" τις αντιδράσεις του στο μέλλον. Η απλή βιολογική επιβίωση δεν αξίζει τίποτα αν καταστρέφει για πάντα αυτό που μας κάνει ανθρώπους, την προσωπικότητα και την σκέψη μας δηλαδή. Λένε, ξέρεις, πως κάθε Εβραίος θα χάσει τα πάντα τρεις φορές στη ζωή του. Εγώ έχω ήδη πίσω μου και την τρίτη επανάληψη της φυλετικής μου "κατάρας" και θέλω να πιστεύω πως έμαθα το πραγματικό νόημα της επιβίωσης. Φέτος, "χτύπησα" ένα τατουάζ στην μέση μου, και είμαι σίγουρη πως κάπου ψηλά στον ουρανό ο εβραίος παππούς μου, μου κλείνει πονηρά το μάτι.
Σε φιλώ και ευχαριστώ πολύ για την αναφορά σου σ' αυτό το θέμα :)
Εμμυ
Στα κολαστήρια του τότε αλλά και του τώρα
Καταπληκτική η σκέψη και το στήσιμο: οικονομία και εικονοπλασία. Καιρό είχαμε να σε απολαύσουμε συγγραφικά Αμμούδι... Μας έλειψες...
bravo, kwsta
ΚΑλή μου Ίσις, πραγματικά με συγκινεί που σε άγγιξε το κείμενό μου, καμία από τις τρεις αυτές ταυτότητες δε μου ανήκει και θα ήταν πολύ εύκολο να γράψω ένα κείμενο βαθιά νυχτωμένο.
Πέραν τούτου, το σχόλιο σου μιλά για το πώς περνά κανείς απέναντι μέσα από μια τόσο τραυματική εμπειρία (ή ακριβώς εξαιτίας της).
Μου θύμισες μάλιστα στίχους από ένα τραγούδι του Σαββόπουλου, από το soundtrack για το Happy Day του Βούλγαρη, σχετικά με τη Μακρόνησο:
"Προδοσίες και ψευτιές
και μουρλές πολιτικές...
Όποιος λύγισε εκεί
λέω για πάντα έχει σωθεί
όχι που είναι στη ζωή
μα που υπόφερε πολύ."
Οι έπαινοι σου έχουν ειδικό βάρος, σε ευχαριστώ πολύ κι εγώ από τη μεριά μου.
Αγαπητέ Μαρξ, το λινκ σου είναι ακριβώς μέσα στο πνεύμα του κειμένου. Να 'σαι καλά.
Σαμμάνε, δεν ήμουν σίγουρος για τη συγγραφική "αξία" του κειμένου, είχα έντονα την ανάγκη να το γράψω και βγήκε πραγματικά στα πεταχτά. Πολύ χαίρομαι που σου αρέσω και ως ρεαλιστής συγγραφέας :-)
Σε ευχαριστώ βέην!
O Viktor Frankl, επιβίωσε της ναζιστικής θηριωδίας σε κάποιο στρατόπεδο. Όλον τον χρόνο που ήταν εκεί μέσα σκεφτόταν συνεχώς τους λόγους που είχε για να επιβιώσει και φαίνεται ότι αυτό τον έκανε να ζήσει. Ψυχίατρος ο Frankl, μετά την απελευθέρωσή του δημιούργησε την μέθοδο ψυχοθεραπεία που λέγεται "Logotherapy". Δεν έχει να κάνει με την ομιλία αλλά με τους "λόγους". Δούλεψε με "ασθενείς" που ήθελαν να αυτοκτονήσουν και τους βόηθησε να ανακαλύψουν τους λόγους που είχαν για να ζήσουν! http://en.wikipedia.org/wiki/Viktor_Frankl
Γεια σου Άμμε μου
Ηλιότυπε, ευχαριστώ για τις πληροφορίες. Είχα διαβάσει στα πεταχτά για τη "λογοθεραπεία" (που δεν είναι το ίδιο με τις θεραπευτικές μεθόδους για τις διαταραχές λόγου, αυτό που ονομάζουμε συνήθως λογοθεραπεία), όταν έδινα κατατακτήριες για το τμήαμ Ψυχολογίας πριν από δύο χρόνια. Γενικά μου είχε φανεί ενδιαφέρον, αλλά δεν ασχολήθηκα περισσότερο.
Γεια σου κι εσένα Νερίνα!
Δημοσίευση σχολίου